Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αμάραντος

αμάραντος Koine-Griechisch ἀμάραντος ἀ- + μαραίνω


αλωπεκία

αλωπεκία Koine-Griechisch ἀλωπεκία altgriechisch ἀλωπεκίαι ἀλώπηξ


αλώνι

αλώνι mittelgriechisch αλώνι(ν) Koine-Griechisch ἁλώνιον, υποκοριστικό του ἅλως


αλώβητα

αλώβητα αλώβητος + -α Koine-Griechisch ἀλώβητος


αλχημεία

αλχημεία französisch alchimie mittellateinisch alchemia arabisch ال (al, “άρθρο”) + كيمياء (kīmiyā’) Koine-Griechisch χυμεία altgriechisch χῦμα χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)


αλφάβητο

αλφάβητο mittelgriechisch ἀλφάβητον Koine-Griechisch ἀλφάβητος altgriechisch ἄλφα + βῆτα


αλφαβητάριο

αλφαβητάριο mittelgriechisch αλφαβητάριν / αλφαβητάριον Koine-Griechisch ἀλφάβητος


αλυτρωτισμός

αλυτρωτισμός αλύτρωτος + -ισμός Koine-Griechisch ἀλύτρωτος ἀ- + altgriechisch λυτρόω / λυτρῶ λύτρον λύω proto-indogermanisch *lewH- ((Lehnübersetzung) italienisch irredentismo)


αλόη

αλόη Koine-Griechisch ἀλόη


άλογο

άλογο Koine-Griechisch ἄλογον substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ἄλογος (altgriechisch ἄλογος), από στρατιωτική ορολογία, σε αντιδιαστολή προς το ανθρώπινο τμήμα του στρατού, τους άνδρες, που είχαν λογική ή λόγο, δηλ. διέθεταν ομιλία


αλλόφρων

αλλόφρων Koine-Griechisch ἀλλόφρων


αλλοτρίωση

αλλοτρίωση Koine-Griechisch ἀλλοτρίωσις "απώθηση, απώλεια" ἀλλοτριῶ. Κοινωνιολογική σημασία: (Lehnbedeutung) englisch alienation. [1]


αλλόθρησκος

αλλόθρησκος Koine-Griechisch ἀλλόθρησκος


αλλόδοξος

αλλόδοξος Koine-Griechisch ἀλλόδοξος (που έχει άλλη γνώμη ή άποψη)


αλληλούια

αλληλούια Koine-Griechisch ἀλληλούϊα hebräisch הללויה (hal'lúyah) הללו (hal'lú, υμνώ) + יה (yah, Ιεχωβά)


αλληλέγγυο

αλληλέγγυο mittelgriechisch ἀλληλέγγυον Koine-Griechisch ἀλληλέγγυος


αλληλεγγύη

αλληλεγγύη Koine-Griechisch ἀλληλεγγύη ἀλληλ- + ἐγγύη


αλλαντοποιός

αλλαντοποιός Koine-Griechisch ἀλλαντοποιός αλλαντικά + -ποιός


άλλαγμα

άλλαγμα Koine-Griechisch ἄλλαγμα


αλκυονίδα

αλκυονίδα Koine-Griechisch ἀλκυονίς ἀλκυών


αλίευση

αλίευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἁλίευσις ἁλιεύω + -σις


αλεξήνεμο

αλεξήνεμο Maskulinum von αλεξήνεμος Koine-Griechisch ἀλεξήνεμος ἀλέξω + ἄνεμος


αλέθω

αλέθω mittelgriechisch ἀλέθω Koine-Griechisch ἀλήθω


αλάτι

αλάτι mittelgriechisch αλάτι Koine-Griechisch ἁλάτιον altgriechisch ἅλας ἅλς proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)


αλάβαστρο

αλάβαστρο Koine-Griechisch ἀλάβαστρον altgriechisch ἀλάβαστρος, ἀλάβαστος ( > αλάβαστρος)


ακυρότητα

ακυρότητα Koine-Griechisch ἀκυρότης


ακυβέρνητος

ακυβέρνητος Koine-Griechisch ἀκυβέρνητος α- (στερητικό) + -κυβερνη- ( κυβερνώ) + -τος


ακτινοβολώ

ακτινοβολώ Koine-Griechisch ἀκτινοβολῶ, συνηρημένου τύπου του ἀκτινοβολέω. Συγχρονικά αναλύεται σε ακτινο- + -βολώ.[1]


ακτίνα

ακτίνα Koine-Griechisch ἀκτῖνα altgriechisch ἀκτίς μέσω της αιτιατικής ἀκτῖνα


ακταιωρός

ακταιωρός altgriechisch ἀκτωρίς ναῦς, mittelgriechisch ἀκταίωρος, Koine-Griechisch ἀκτωρός (φρουρός ακτών), ἀκρωρόν πλοίον


ακροστιχίδα

ακροστιχίδα Koine-Griechisch ἀκροστιχίς ἄκρος + στίχος


ακρολοφία

ακρολοφία> (λόγιο) Koine-Griechisch ἀκρολοφία ἀκρόλοφος


ακροβυστία

ακροβυστία Koine-Griechisch ἀκροβυστία


ακροβάτης

ακροβάτης Koine-Griechisch ἀκροβάτης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ακρο- + -βάτης.


ακριβοδίκαια

ακριβοδίκαια ἀκριβοδικαίως in Katharevousa von Maskulinum von ἀκριβοδίκαιος + την επιρρηματική κατάληξη -ως altgriechisch ή Koine-Griechisch ἀκριβοδίκαιος


ακουμπώ

ακουμπώ mittelgriechisch ἀκουμπῶ ἀκουμβίζω / ἀκουμπίζω Koine-Griechisch ἀκουμβίζω lateinisch accumbo [1] (= κατακλίνομαι) accubo ad + cubo proto-italienisch *kubāō proto-indogermanisch *ḱewb-


ακλόνητος

ακλόνητος Koine-Griechisch ἀκλόνητος ἀ- στερητικό + κλονέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


ακεραιότητα

ακεραιότητα Koine-Griechisch ἀκεραιότης altgriechisch ἀκέραιος


ακατηγόρητος

ακατηγόρητος Koine-Griechisch ἀκατηγόρητος ἀ- στερητικό + κατηγορέω + -τος


ακαταστασία

ακαταστασία Koine-Griechisch ἀκαταστασία


ακατάπαυστος

ακατάπαυστος Koine-Griechisch ἀ- στερητικό + καταπαύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


ακαταμάχητος

ακαταμάχητος Koine-Griechisch ἀκαταμάχητος


ακατάλυτος

ακατάλυτος Koine-Griechisch ἀκατάλυτος ἀ- στερητικό + καταλύω + -τος


ακατάλυτα

ακατάλυτα ακατάλυτος + -α Koine-Griechisch ἀκατάλυτος ἀ- + κατά + λύω


ακαταλληλότητα

ακαταλληλότητα Koine-Griechisch ἀκαταλληλότης


ακατάληπτος

ακατάληπτος Koine-Griechisch ἀκατάληπτος (ίδια σημασία) altgriechisch τζουναφαληπτος ἀ- + καταληπτός καταλαμβάνω κατά + λαμβάνω


ακατάκριτος

ακατάκριτος Koine-Griechisch ἀκατάκριτος altgriechisch κατακρίνω


άκανθος

άκανθος (λόγιο) Koine-Griechisch ἡ ἄκανθος altgriechisch ὁ ἄκανθος (αγκαθωτό φυτό που το μιμείται το κιονόκρανο).[1] siehe auch αγκάθι


ακαινοτόμητος

ακαινοτόμητος Koine-Griechisch ἀκαινοτόμητος altgriechisch καινοτομέω / καινοτομῶ καινοτόμος καινός + τέμνω


ακάθεκτος

ακάθεκτος Koine-Griechisch ἀκάθεκτος ἀ- στερητικό + κατέχω (συγκρατώ)


αιωνιότητα

αιωνιότητα Koine-Griechischαἰωνιότης


αιχμαλωτίζω

αιχμαλωτίζω Koine-Griechisch αἰχμαλωτίζω αἰχμάλωτος


αιχμαλωσία

αιχμαλωσία Koine-Griechisch αἰχμαλωσία altgriechisch αἰχμάλωτος


αιτιατική

αιτιατική (λόγιο) Koine-Griechisch αἰτιατική (εννοείται πτῶσις) substantiviertes Femininum des Adjektivs: αἰτιατικός[1] αἰτιατόν[2] θεωρώντας το αντικείμενο της πράξης που αποδίδεται σε ένα ρήμα ως «αίτιο»


αισχρολόγος

αισχρολόγος Koine-Griechisch αἰσχρολόγος


αιρεσιάρχης

αιρεσιάρχης Koine-Griechisch αἱρεσιάρχης αἵρεσις + -άρχης


αιμόφυρτος

αιμόφυρτος Koine-Griechisch αἱμόφυρτος αἷμα + φύρω + -τος


αιμόσταση

αιμόσταση (entlehnt aus) französisch hémostase Koine-Griechisch αἱμόστασις


αιμομιξία

αιμομιξία Koine-Griechisch αἱμομιξία


αιμομειξία

αιμομειξία Koine-Griechisch αἱμομιξία


αιμοδιψία

αιμοδιψία αιμοδιψής + -ία Koine-Griechisch αἱμόδιψος altgriechisch αἷμα + δίψα


αιθεροβατώ

αιθεροβατώ Koine-Griechisch αἰθεροβατῶ αἰθήρ + βαίνω


αιδημοσύνη

αιδημοσύνη Koine-Griechisch αἰδημοσύνη altgriechisch αἰδήμων αἰδώς


αιδεσιμότατος

αιδεσιμότατος (λόγιο) Koine-Griechisch αἰδεσιμότατος, υπερθετικός βαθμός του αἰδέσιμος (σεβαστός)[1]


αιγοβοσκός

αιγοβοσκός Koine-Griechisch αἰγοβοσκός αίγα + βοσκός


αιγιαλίτιδα

αιγιαλίτιδα Koine-Griechisch αἰγιαλῖτις, Femininum von αἰγιαλίτης


αίγαγρος

αίγαγρος (λόγιο) Koine-Griechisch αἴγαγρος, → siehe: αίγα και αγρός


αθλοθεσία

αθλοθεσία Koine-Griechisch ἀθλοθεσία ἆθλον + τίθημι


άθληση

άθληση Koine-Griechisch ἄθλησις altgriechisch ἀθλέω / ἀθλῶ ἆθλον


αθίγγανος

αθίγγανος Koine-Griechisch ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) ἀ- + altgriechisch θιγγάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή)


αθιβόλι

αθιβόλι mittelgriechisch ἀνθοβόλιν Koine-Griechisch ἀντίβολον altgriechisch ἀντιβάλλω βάλλω


αθιβολή

αθιβολή mittelgriechisch ἀθιβολή Koine-Griechisch ἀμφιβολή altgriechisch ἀμφιβάλλω ἀμφί + βάλλω


αθήρωμα

αθήρωμα Koine-Griechisch ἀθήρωμα ἀθήρα / ἀθήρη altgriechisch ἀθάρη ((Lehnbedeutung) neulateinisch atheroma (ίδια σημασία) lateinisch atheroma Koine-Griechisch ἀθήρωμα)


αθετώ

αθετώ Koine-Griechisch ἀθετέω, -ῶ ἄθετος


αθέτηση

αθέτηση Koine-Griechisch ἀθέτησις


αθεΐα

αθεΐα Koine-Griechisch ἀθεΐα ἄθεος ἀ- + altgriechisch θεός


αθέατος

αθέατος Koine-Griechisch ἀθέατος


αθάσι

αθάσι mittelgriechisch αθάσι α- (προθεματικό) + Koine-Griechisch θάσιον, Maskulinum von θάσιος Θάσος (von αρχαίο ελληνικό «θάσια κάρυα»[1][2] - αμύγδαλα Θάσου)


αθανατίζω

αθανατίζω Koine-Griechisch ἀθανατίζω


αεροθερμαντήρας

αεροθερμαντήρας αερο- + θερμαντήρας ( Koine-Griechisch θερμαντήρ altgriechisch θερμαντός θερμαίνω θερμός ( θέρω) proto-indogermanisch *gʷʰer-mo-[1] *gʷʰer-: θερμός, ζεστός) (Lehnübersetzung) englisch air heater


αδράχτι

αδράχτι mittelgriechisch αδράχτι Koine-Griechisch ἀδράκτιον, υποκοριστικό του ἄδρακτος altgriechisch ἄτρακτος


αδράχνω

αδράχνω mittelgriechisch δράχνω με ανάπτυξη προτακτικού α- Koine-Griechisch δράσσω με βάση το συνοπτικό θέμα δραξ-[1] altgriechisch δράττομαι proto-griechisch *dr̥kʰ


αδράνεια

αδράνεια Koine-Griechisch ἀδράνεια altgriechisch ἀδρανής


αδούλωτος

αδούλωτος Koine-Griechisch ἀδούλωτος ἀ- στερητικό + δουλόω, ῶ +κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


άδοτος

άδοτος (λόγιο) Koine-Griechisch ἄδοτος[1] ἀ- στερητικό + δοτός (παραχωρημένος). Συγχρονικά αναλύεται σε (α-) ά- στερητικό + δοτός


αδιαφορώ

αδιαφορώ Koine-Griechisch ἀδιαφορῶ ἀ- (α-) + διά (δια-) + φορ- φέρω


αδιασκέδαστος

αδιασκέδαστος Koine-Griechisch ἀδιασκέδαστος


αδιάλυτα

αδιάλυτα αδιάλυτος + -α Koine-Griechisch ἀδιάλυτος ἀ- + διά + λύω


αδιακρίτως

αδιακρίτως (λόγιο) Koine-Griechisch ἀδιακρίτως ἀδιάκριτος (που δεν διακρίνεται).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αδιάκριτος (στη σημασία: που δεν μπορείς να τον ξεχωρίσεις) + -ως. siehe auchν ετυμολογία του αδιάκριτα.


αδιακρισία

αδιακρισία Koine-Griechisch ἀδιακρισία


αδημονία

αδημονία Koine-Griechisch ἀδημονία altgriechisch ἀδημονῶ ἀδήμων


αδέξιος

αδέξιος Koine-Griechisch ἀδέξιος ἀ- + δεξιός


άδενδρος

άδενδρος : α- στερητικό + δέντρο Koine-Griechisch ἄδενδρος


αδελφοποίηση

αδελφοποίηση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀδελφοποίη(σις) + -ση[1]


αγωνοθεσία

αγωνοθεσία Koine-Griechisch ἀγωνοθεσία altgriechisch ἀγωνοθέτης


αγροκήπιο

αγροκήπιο Koine-Griechisch ἀγρός + κήπος + κατάληξη υποκοριστικού -ιον


αγροικία

αγροικία Koine-Griechisch ἀγροικία ἀγρός + οἰκία


αγριόχοιρος

αγριόχοιρος Koine-Griechisch ἀγριόχοιρος αγριο- (άγριος) + χοίρος


αγριοσυκιά

αγριοσυκιά Koine-Griechisch ἀγριοσυκῆ + -ιά ἄγριος + συκῆ


αγριορίγανη

αγριορίγανη Koine-Griechisch ἀγριορίγανος (Maskulinum)[1] altgriechisch } ἀγριο- + ὀρίγανος (Femininum) / ὀρίγανον (Neutrum) [• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback