Griechische Wörter mit italienischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



πρακτορείο

πρακτορείο πράκτορας + -είο ((Lehnübersetzung) italienisch agenzia)


πράκτορας

πράκτορας altgriechisch πράκτωρ ((Lehnübersetzung) italienisch agente)


πουταναριό

πουταναριό πουτάνα + -αριό italienisch puttana lateinisch putta (πόρνη) puta (κορίτσι) puer indoeuropäisch (Wurzel) *pu-


πουτάνα

πουτάνα italienisch puttana lateinisch putta (πόρνη) puta (κορίτσι) puer proto-indogermanisch *pu-


πούρο

πούρο von italienisch φράση: "puro tabacco di Havana" (καθαρός καπνός Αβάνας) spanisch puro (αγνός, καθαρός)


πουρές

πουρές italienisch purè


πουργκατόριο

πουργκατόριο italienisch purgatorio lateinisch purgatorium purgatorius purgo purus + ago


πουντιάζω

πουντιάζω πούντα italienisch punta


πούντα

πούντα παλαιά italienisch punta[1] lateinisch punctus


πουνέντες

πουνέντες italienisch ponente + -ς με τροπή [o] > [u][1]


ποστίς

ποστίς französisch postiche italienisch posticcio lateinisch appositus, Passiv Perfekt von appono pono (βάζω, θέτω)


ποστάλι

ποστάλι italienisch postale + -ι


πόστα

πόστα italienisch posta posita


πορτοφόλι

πορτοφόλι italienisch portafoglio ("χαρτοφύλακας"), πληθυντικός: portafogli που θεωρήθηκε ουδέτερο ενικό με αφομοίωση των [o, a, o] > [o, o, o][1] (συγγενής με τη französisch portefeuille) portare lateinisch ρήμα portāre ("να φέρει") + foglio λατινικά folium ("φύλλο")[2]


πορτοκάλι

πορτοκάλι italienisch portogallo Portogallo[1] proto-französisch Portugal (Πορτογαλία)


πορτιέρης

πορτιέρης italienisch portiere + -ης


πορσελάνη

πορσελάνη italienisch porcellana (πιθανόν μετατράπηκε σε θηλυκό με την επίδραση του γαλλικού porcelaine)


πολυθρόνα

πολυθρόνα italienisch poltrona, Femininum von poltrone poltro das Wort συνδέθηκε παρετυμολογικά με τις λέξεις πολύς και θρόνος, κάτι που ερμηνεύει την καθιερωμένη γραφή της


πολιτοφυλακή

πολιτοφυλακή πολίτης + -ο- + φυλακή ((Lehnübersetzung) italienisch guardia civica[1] [2]


ποζάρω

ποζάρω italienisch posare


πίφερο

πίφερο italienisch fiffaro (ή και piffero) deutsch Pfeife (πίπα) lateinisch pipare (κάνω οξύ, ψηλό ήχο, τιτιβίζω)


πιτσούνι

πιτσούνι italienisch piccione lateinisch pipionem, Akkusativ von pipio indoeuropäisch (Wurzel) *pip- (κελαηδώ, τιτιβίζω)


πιτσιρίκος

πιτσιρίκος italienisch piccirillo + -ίκος [1]


πιτζάμα

πιτζάμα italienisch pigiama englisch pyjamas ούρντου پایجامه (pāyjāma) / χίντι पैजामा (payjāmā) persisch پاجامه (pāyjāma) / پایجامه (pājāma)


πίτα

πίτα mittelgriechisch πίτα italienisch pitta που υπάρχει σε πολλές διαλεκτικές ιταλικές εκδοχές, οι οποίες θα μπορούσαν να ετυμολογηθούν ως πιθανά αντιδάνεια:[1][2][3] είτε altgriechisch πίττα / πίσσα, οπότε θα είχε τη μειωτική σημασία «πρόχειρο ψωμί, πίτα με ρευστά υλικά» που επιζεί σε κατωϊταλιωτική διάλεκτο είτε lateinisch picta, Femininum von pictus, Passiv Perfekt von pingo altgriechisch πηκτή Femininum von πηκτός Άγνωστης ετυμολογογίας είναι το πιττάκιον (σημείωμα, πινακάκι όπου γράφουμε, απόδειξη)


πίστα

πίστα französisch piste italienisch pista lateinisch pisto pistum pinso indoeuropäisch (Wurzel) *peys-


πισίνα

πισίνα italienisch piscina lateinisch piscina piscis indoeuropäisch (Wurzel) *pisḱ-


πίρος

πίρος από italienisch διάλεκτο (piro) + -ς, πιθανό αντιδάνειο εάν θεωρηθεί ότι ανάγεται στη lateinisch epiurus altgriechisch ἐπίουρος ἐπί + οὖρος[1]


πιρόγα

πιρόγα italienisch piroga französisch pirogue spanisch piragua καρίμπ piraua


πίπα

πίπα italienisch pipa französisch pipe[1]


πινέλο

πινέλο italienisch pennello lateinisch penellus, υποκοριστικό του penis (ουρά)


πιλότος

πιλότος italienisch piloto, παλαιότερα pedotto mittelgriechisch πηδώτης (αντιδάνειο) altgriechisch πηδ(όν) + -ώτης indoeuropäisch (Wurzel) *pṓds


πιλοτήριο

πιλοτήριο πιλότος + -τήριο italienisch piloto spätlateinisch pillottus ... altgriechisch πηδόν (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *pṓds


πιλατεύω

πιλατεύω Πιλάτος + -εύω Koine-Griechisch Πιλᾶτος lateinisch Pilatus pilum (ακόντιο) proto-italienisch *pistlom indoeuropäisch (Wurzel) *pis-tlo- *peys- ‎(συντρίβω)


πίκολο

πίκολο italienisch piccolo (μικρό). Αλλά το 'piccolo' flauto, ονομάζεται ottavino


πιερότος

πιερότος italienisch pierrot französisch pierrot Pierrot, υποκοριστικό του Pierre lateinisch Petrus altgriechisch Πέτρος (αντιδάνειο) πέτρος πέτρα


πιγκουίνος

πιγκουίνος italienisch pinguino französisch pingouin englisch penguin


πιάτσα

πιάτσα (αντιδάνειο) italienisch piazza lateinisch platea (φαρδύς δρόμος πόλης) altgriechisch πλατεῖα πλατύς


πιάτο

πιάτο italienisch piatto lateinisch platus altgriechisch πλατύς (αντιδάνειο)


πιατίνι

πιατίνι italienisch piattino, υποκοριστικό του piatto lateinisch platus altgriechisch πλατύς (αντιδάνειο)


πιατέλα

πιατέλα italienisch piatella, υποκοριστικό του piatto


πιάστρο

πιάστρο italienisch piastro impiastrare spätlateinisch emplastrare lateinisch emplastrum Koine-Griechisch ἔμπλαστρον, Maskulinum von ἔμπλαστρος (αντιδάνειο)


πιάνο

πιάνο italienisch piano pianoforte


πιανίστας

πιανίστας italienisch pianista + -ς (ή πιάνο + -ίστας)


πετσί

πετσί mittelgriechisch πετσίν italienisch pezzo (κομμάτι)


πετσετοθήκη

πετσετοθήκη πετσέτα ( italienisch pezzetta, υποκοριστικό του pezza) + -ο- + θήκη


πετσετέ

πετσετέ πετσέτα + -έ italienisch pezzetta, υποκοριστικό του pezza


πετσέτα

πετσέτα italienisch pezzetta, υποκοριστικό του pezza (κομμάτι από πανί) + -etta στην δημοτική: -έτα


πέτσα

πέτσα italienisch pezza


πετούνια

πετούνια italienisch petunia französisch pétunia pétun proto-französisch petum (φυτό του καπνού) γκουαρανί pety


πέτο

πέτο italienisch petto


πετάλι

πετάλι italienisch pedale + -ι με τροπή [d] > [t][1] (siehe auch πεντάλ)


περουκιέρης

περουκιέρης venezianisch peruchier peruca italienisch parrucca *pilucca lateinisch pilus (κόμη) indoeuropäisch (Wurzel) *pil- (τρίχα)


περούκα

περούκα venezianisch peruca italienisch parrucca *pilucca lateinisch pilus (κόμη) indoeuropäisch (Wurzel) *pil- (τρίχα)


περιποιούμαι

περιποιούμαι (Lehnbedeutung) italienisch curare altgriechisch περιποιοῦμαι ("διαφυλάσσω για τον εαυτό μου") περιποιῶ ("αποκτώ, κάνω κάτι να είναι ψηλά")[1] η έκφραση περιποιώ τιμή altgriechisch περιποιῶ


πέργκολα

πέργκολα italienisch pergola lateinisch pergula pergo per + rego indoeuropäisch (Wurzel) *h₃réǵeti *h₃reǵ-- (ευθυγραμμίζω, ισιώνω)


περγαμόντο

περγαμόντο italienisch bergamotto


πεντάλ

πεντάλ französisch pédal (Femininum) italienisch pedale Maskulinum von lateinisch pedalis pēs, pedis (πόδι, ποδιού)[1]


πενιά

πενιά πένα + -ιά italienisch penna lateinisch penna proto-italienisch *petnā proto-indogermanisch *péth₂r̥ / *pth₂én- (φτερό) *peth₂- (πετώ)


πέλος

πέλος italienisch pelo + -ος lateinisch pilus indoeuropäisch (Wurzel) *pil- (τρίχα)


πάτσι

πάτσι italienisch pace lateinisch pax indoeuropäisch (Wurzel) *peh₂ǵ- / *peh₂ḱ-


πατρόνος

πατρόνος πατρόνα + -ος (ή italienisch patrone) lateinisch patronus pater proto-italienisch *patēr indoeuropäisch (Wurzel) *ph₂tḗr


πατρονίστ

πατρονίστ französisch patron + -ίστ lateinisch patronus pater proto-italienisch *patēr proto-indogermanisch *phtḗr


πατρονία

πατρονία πάτρονας + -ία[1] (orthografische Vereinfachung[1]) Koine-Griechisch πάτρων lateinisch patronus pater proto-italienisch *patēr proto-indogermanisch *ph₂tḗr) ((Lehnübersetzung) französisch patronage)


πάτρονας

πάτρονας altgriechisch πάτρων lateinisch patronus pater proto-italienisch *patēr proto-indogermanisch *ph₂tḗr


πατρόνα

πατρόνα venezianisch patrona lateinisch patronus pater proto-italienisch *patēr indoeuropäisch (Wurzel) *ph₂tḗr


πατρόν

πατρόν französisch patron lateinisch patronus pater proto-italienisch *patēr proto-indogermanisch *phtḗr


πατατράκ

πατατράκ italienisch patatrac (κρότος σύγκρουσης και σύγκρουση, κατάρρευση, δομική υποχώρηση, υποχώρηση οροφής)


πατάτα

πατάτα italienisch patata spanisch patata / batata ταΐνο batata


παστίτσιο

παστίτσιο italienisch pasticcio δημώδης lateinisch *pasticium lateinisch pasta Koine-Griechisch παστά, Maskulinum von παστός altgriechisch πάσσω (αντιδάνειο)


παστέλι

παστέλι italienisch pastello


παστέλ

παστέλ französisch pastel italienisch pastello


πάστα

πάστα italienisch pasta spätlateinisch pasta Koine-Griechisch παστά, Maskulinum von παστός altgriechisch πάσσω (αντιδάνειο) proto-indogermanisch *kʷeh₁t- (αναδεύω, κουνώ)


πάσο

πάσο italienisch passo


πασατέμπος

πασατέμπος italienisch passatempo (κάτι για να περνώ την ώρα μου) passare + tempo das Wort πιθανόν να εισήλθε στην Ελλάδα μαζί με τους Ισπανόφωνους Εβραίους που εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη τον 16ο αιώνα.


πασάρω

πασάρω italienisch passare lateinisch passum, σουπίνο του pando indoeuropäisch (Wurzel) *peth₂-


πασάρισμα

πασάρισμα πασάρω + -ισμα italienisch passare lateinisch passum, σουπίνο του pando indoeuropäisch (Wurzel) *peth₂-


παρτιτούρα

παρτιτούρα italienisch partitura


παρτιζάνος

παρτιζάνος französisch partisan italienisch partigiano


πάρτη

πάρτη italienisch parte


παρόλα

παρόλα italienisch parola


παρμεζάνα

παρμεζάνα italienisch parmigiano Parma


παρλάρω

παρλάρω italienisch parlare (μιλώ) spätlateinisch parabolare lateinisch parabola altgriechisch παραβολή (αντιδάνειο)


πάρλα

πάρλα παρλάρω (αναδρομικός σχηματισμός) italienisch parlare (μιλώ) lateinisch parabola altgriechisch παραβολή (αντιδάνειο) παραβάλλω παρά + βάλλω


παρετυμολογία

παρετυμολογία Koine-Griechisch παρετυμολογία ((Lehnbedeutung) italienisch paretimologia)


παραστρατώ

παραστρατώ mittelgriechisch παραστρατῶ παραστρατίζω παρά + Koine-Griechisch στράτα lateinisch strata stratus, Passiv Perfekt von sterno proto-italienisch *stornō proto-indogermanisch *str̥-n-h₃- *sterh₃- (εκτείνω, επεκτείνω)


παραστρατίζω

παραστρατίζω mittelgriechisch παραστρατίζω παρά + Koine-Griechisch στράτα lateinisch strata stratus, Passiv Perfekt von sterno proto-italienisch *stornō proto-indogermanisch *str̥-n-h₃- *sterh₃- (εκτείνω, επεκτείνω)


παραπέτο

παραπέτο italienisch parapetto para- + petto lateinisch pectus proto-italienisch *pectos indoeuropäisch (Wurzel) *peg (πλευρά)


παράγκα

παράγκα mittelgriechisch μπαράκα italienisch baracca spanisch barraca


παπισμός

παπισμός italienisch papismo Papa +‎ -ismo lateinisch papas altgriechisch πάππας / πάπας (αντιδάνειο) Onomatopoetikum


παπάρι

παπάρι παπάρα + -ι italienisch pappara ή türkisch papara


παπαγάλος

παπαγάλος italienisch pappagallo mittelgriechisch παπαγᾶς (αντιδάνειο) arabisch ببغاء (babagha) Onomatopoetikum


παντόφλα

παντόφλα italienisch pantofola (ανομοίωση του δεύτερου [o][1] ή διάλεκτος: pantofla). Nach Μπαμπινιώτη[2], δεν φαίνεται να ευσταθεί η δημοφιλής άποψη προέλευσης από υποθετικό μεσαιωνικό τύπο *παντό-φελλον (εξ ολοκλήρου από φελλό). Αναφέρει και προτάσεις όπως η παλαιά französisch panne (κομμάτι πανί) ή το διαλεκτικό γαλλικό patte (γάμπα).


παντεσπάνι

παντεσπάνι venezianisch pan de Spagna (spanisch ψωμί) italienisch pandispagna pan di Spagna


παντελόνι

παντελόνι italienisch pantaloni Pantalone (von ομώνυμο χαρακτήρα Πανταλόνε της italienisch κωμωδίας) Pantaleon altgriechisch Πανταλέων (αντιδάνειο) πᾶς + λέων


παλτουδιά

παλτουδιά παλτό + -ουδιά italienisch paltò französisch paletot englisch paltok


παλτό

παλτό italienisch paltò französisch paletot μέση englisch paltok


παλκοσένικο

παλκοσένικο italienisch palcoscenico


πάλκο

πάλκο italienisch palco


παλιάτσος

παλιάτσος italienisch pagliaccio paglia (άχυρο)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback