Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ενισχύω

ενισχύω altgriechisch ἐνισχύω ἐν + ἰσχύω ἰσχύς


βλαβερός

βλαβερός altgriechisch


αυτοματισμός

αυτοματισμός (entlehnt aus) englisch automatism altgriechisch αὐτόματος


αγωνιώ

αγωνιώ altgriechisch ἀγωνιάω, -ῶ


ταραντέλα

ταραντέλα italienisch tarantella, υποκοριστικό του Taranto lateinisch Tarentum altgriechisch Τάρας (αντιδάνειο)


πονηριά

πονηριά altgriechisch πονηρία πονηρός


μιμούμαι

μιμούμαι altgriechisch μιμέομαι, -οῦμαι


κλέπτης

κλέπτης altgriechisch κλέπτης


εντελέχεια

εντελέχεια altgriechisch ἐντελέχεια ἐν + τέλος + ἔχω


εκατοντάδα

εκατοντάδα altgriechisch ἑκατοντάς ἑκατόν proto-indogermanisch *sm̥-ḱm̥tóm *sem- (ένας) + *ḱm̥tóm ( *déḱm̥: δέκα)


δισκοπότηρο

δισκοπότηρο mittelgriechisch δισκοπότηρο(ν) δισκοποτήριον altgriechisch δίσκος + ποτήριον


διερμηνέας

διερμηνέας Katharevousa διερμηνεύς διερμηνεύω Koine-Griechisch διερμηνεύω διά + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


αυτουργός

αυτουργός altgriechisch αὐτουργός αὐτός + ἔργον


κορεσμός

κορεσμός λέξη που φαίνεται να πρωτοεμφανίζεται το 1897 von altgriechisch κορέννυμι


κλείδα

κλείδα altgriechisch κλείς


αβγοτάραχο

αβγοτάραχο mittelgriechisch αβγοτάραχον / αβγοτάριχον αβγό + altgriechisch τάριχος (ψάρι καπνιστό)


τηλεφωνώ

τηλεφωνώ (entlehnt aus) französisch téléphoner telephone altgriechisch τῆλε + φωνή


λεπρός

λεπρός altgriechisch λεπρός λέπω


γελώ

γελώ (Katharevousa) γελῶ mittelgriechisch γελῶ altgriechisch γελάω / γελῶ πιθανόν να σχετίζεται με indoeuropäisch (Wurzel) *ǵélh₂-, *ǵlh₂-


γαϊτανάκι

γαϊτανάκι γαϊτάνι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


απρόσεχτα

απρόσεχτα απρόσεχτος + -α mittelgriechisch απρόσεχτος απρόσεκτος α- + altgriechisch προσέχω πρός + ἔχω


φυλαχτό

φυλαχτό altgriechisch φυλακτόν το Maskulinum von επιθέτου φυλακτός (άξιος να φυλαχτεί)


οπισθοφυλακή

οπισθοφυλακή altgriechisch ὀπισθοφυλακία ὀπισθοφύλαξ ὄπισθεν + φύλαξ ((Lehnübersetzung) französisch arrière-garde)


θαμώνας

θαμώνας altgriechisch θαμά, συχνά ή θαμινός (συχνός)


θαλάμη

θαλάμη altgriechisch θαλάμη (σήμαινε σπηλιά, κοιλιά, φωλιά, κοίτη)


ζήλος

ζήλος altgriechisch ζῆλος


ενσάρκωση

ενσάρκωση altgriechisch ἐνσάρκωσις


δεινόσαυρος

δεινόσαυρος (entlehnt aus) neulateinisch dinosaurus[1] altgriechisch δεινός + σαῦρος / σαύρα (Wort verwendet ab 1867)


αριστοκρατία

αριστοκρατία altgriechisch ἀριστοκρατία (2,3: (Lehnübersetzung) französisch aristocratie)


υψίπεδο

υψίπεδο altgriechisch ὑψίπεδον, Maskulinum von ὑψίπεδος ὕψι + πέδον ( πούς) ((Lehnbedeutung) französisch haut plateau)


εργολαβία

εργολαβία altgriechisch ἐργολαβία


επιταχύνω

επιταχύνω altgriechisch ἐπιταχύνω ἐπί + ταχύνω


γρηγοράδα

γρηγοράδα mittelgriechisch γρηγοράδα γρήγορος + -άδα Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


βήχω

βήχω mittelgriechisch altgriechisch βήσσω


ανακριτής

ανακριτής altgriechisch ἀνακριτήρ + -τής ἀνακρίνω κρίνω


σωρηδόν

σωρηδόν altgriechisch σωρηδόν


σόφισμα

σόφισμα altgriechisch σόφισμα σοφίζομαι


οριστικός

οριστικός altgriechisch ὁριστικός ὁριστός ὁρίζω


μεσημβρινός

μεσημβρινός altgriechisch μεσημβρινός μεσημβρία


κακοποιός

κακοποιός altgriechisch κακοποιός


φαρέτρα

φαρέτρα altgriechisch φαρέτρα


ταπεινότητα

ταπεινότητα altgriechisch ταπεινότης


νεύρωση

νεύρωση (entlehnt aus) französisch névrose altgriechisch νεῦρ(ον) + -ose -ωσις -ωση.


διπλασιασμός

διπλασιασμός altgriechisch διπλασιασμός


ανταπόδοση

ανταπόδοση altgriechisch ἀνταπόδοσις


φτέρη

φτέρη altgriechisch πτέρις


φίκος

φίκος lateinisch ficus (συκιά) κοινή λέξη των μεσογειακών χωρών *tʰuōiḱo / *tʰū(i)ḱo (συγγενές με την altgriechisch σῦκον)


συνοψίζω

συνοψίζω altgriechisch συνοψίζω


κατοικώ

κατοικώ altgriechisch κατοικέω/κατοικῶ οἶκος


κατάστιχο

κατάστιχο mittelgriechisch κατάστιχο / κατάστιχον (συνεκφορά) κατά στίχον altgriechisch στίχος στείχω indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ)


ειρμός

ειρμός altgriechisch εἱρμός εἴρω (βάζω σε σειρά),


εικασία

εικασία altgriechisch εἰκασία


απνευστί

απνευστί altgriechisch ἀπνευστί


αμφισβητώ

αμφισβητώ altgriechisch ἀμφισβητέω / ἀμφισβητῶ ἀμφίς / ἀμφί + βαίνω


αμαχητί

αμαχητί altgriechisch ἀμαχητί μάχη


προσκυνώ

προσκυνώ altgriechisch προσκυνέω / προσκυνῶ πρός + κυνέω / κυνῶ (φιλώ, λατρεύω, σέβομαι) proto-indogermanisch *ku(e)s[1] (φιλί)


παρηγορώ

παρηγορώ altgriechisch παρήγορος


μεταναστεύω

μεταναστεύω altgriechisch μεταναστεύω μετανάστης


λάκκος

λάκκος altgriechisch λάκκος proto-indogermanisch *lókus (γούρνα, νερόλακκος)


αγροίκος

αγροίκος altgriechisch ἄγροικος / ἀγροῖκος ἀγρός + οἰκέω


στενοχωρώ

στενοχωρώ Koine-Griechisch στενοχωρέω / στενοχωρῶ altgriechisch στενός + χῶρος


προσκομιδή

προσκομιδή (λόγιο) Koine-Griechisch προσκομιδή[1] altgriechisch προσκομίζω


μπόλιασμα

μπόλιασμα μπολιάζω + -μα μπόλι mittelgriechisch μπόλι Koine-Griechisch ἐμβόλιον altgriechisch ἔμβολον, Maskulinum von ἔμβολος ἐμβάλλω ἐν + βάλλω


μηναίο

μηναίο mittelgriechisch μηναῖον altgriechisch μήν


μελαγχολώ

μελαγχολώ altgriechisch μελαγχολάω / μελαγχολῶ μελάγχολος μέλας + χολή


λυτός

λυτός altgriechisch λυτός λύω


καναπεδάκι

καναπεδάκι καναπές + κατάληξη υποκοριστικού -άκι französisch canapé παλαιά γαλλικά conopé mittellateinisch canapeum / canopeum (κουνουπιέρα) conopeum altgriechisch κωνωπεών / κωνώπιον (αντιδάνειο) κώνωψ (κουνούπι)


θεραπεύω

θεραπεύω altgriechisch θεραπεύω


εικοσάδα

εικοσάδα mittelgriechisch εικοσάδα Koine-Griechisch εἰκοσάς altgriechisch εἴκοσι


αλλοίμονο

αλλοίμονο altgriechisch ἀλλά + οἴμοι


πηλήκιο

πηλήκιο υποκοριστικό του altgriechisch πήληξ ((Lehnbedeutung) (γαλλικά) casquette)


μπάλος

μπάλος italienisch ballo ballare λατινικά ballo altgriechisch βαλλίζω (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *bal- (=κουνώ, χορεύω)


μισθωτής

μισθωτής altgriechisch μισθωτής


κοριός

κοριός altgriechisch κόρις


ετσά

ετσά altgriechisch οὕτως > mittelgriechisch οὕτωσι > έτσι, έτσ(ι) + (δ)α > ετσά


ενωρίς

ενωρίς mittelgriechisch νωρίς Koine-Griechisch ἐνώρως altgriechisch ἐν ὥρᾳ


τραύλισμα

τραύλισμα τραυλίζω + -μα altgriechisch τραυλίζω τραυλός


θνητός

θνητός altgriechisch θνητός θνήσκω


θαυματουργός

θαυματουργός altgriechisch θαυματουργός θαῦμα + -ουργός ( ἔργο)


άφεση

άφεση (λόγιο) altgriechisch ἄφεσις (απαλλαγή), ελληνιστική σημασία: συγχώρεση ἀφίημι


αποθράσυνση

αποθράσυνση αποθρασύνω + -ση altgriechisch ἀποθρασύνομαι, ενεργητική φωνή του ρήματος θρασύνω / θαρσύνω θρασύς proto-indogermanisch *dʰers- *dʰer- (υποστηρίζω, κρατώ)


συμβουλεύω

συμβουλεύω altgriechisch συμβουλεύω σύν + βουλεύω


μάθος

μάθος altgriechisch το μάθος (η μάθηση) αόρ. του μανθάνω, ἔμαθον


επιπλέω

επιπλέω altgriechisch ἐπιπλέω


αφηγητής

αφηγητής altgriechisch ἀφηγητής


πρόσοδος

πρόσοδος altgriechisch πρόσοδος πρός + ὁδός


αυτοσχεδιασμός

αυτοσχεδιασμός altgriechisch αὐτοσχεδιασμός


ασφαλίζω

ασφαλίζω Koine-Griechisch ἀσφαλίζω altgriechisch ἀσφαλής ἀ- + σφάλλω (2. (Lehnbedeutung) englisch insure)


τάσσω

τάσσω altgriechisch τάσσω (αττικό τάττω) proto-griechisch *taťťō proto-indogermanisch *teh₂g-


ραστώνη

ραστώνη altgriechisch ῥᾳστώνη


περιφρονώ

περιφρονώ altgriechisch περιφρονέω / περιφρονῶ περί + φρονέω / φρονῶ


λογίζομαι

λογίζομαι altgriechisch λογίζομαι λέγω


κατορθώνω

κατορθώνω altgriechisch κατορθόω / κατορθῶ κατά + ὀρθόω / ὀρθῶ ὀρθός


καραβέλα

καραβέλα italienisch caravella proto-französisch caravela υποκοριστικό του caravo altgriechisch κάραβος (αντιδάνειο)


ιδρύω

ιδρύω altgriechisch ἱδρύω proto-griechisch *heďďomai proto-indogermanisch *sed-ye- *sed- (κάθομαι)


επίχωση

επίχωση Koine-Griechisch ἐπίχωσις + -ση altgriechisch ἐπιχώννυμι / ἐπιχωννύω χώννυμι / χωννύω χόω


επίμονος

επίμονος Koine-Griechisch ἐπίμονος altgriechisch ἐπιμένω ἐπί + μένω


αρτεμισία

αρτεμισία Koine-Griechisch ἀρτεμισία altgriechisch Ἀρτεμισία Ἄρτεμις


τεσσαράκοντα

τεσσαράκοντα altgriechisch τεσσαράκοντα


ουράνιος

ουράνιος altgriechisch οὐράνιος οὐρανός



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback