Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischεύφορος altgriechisch εὔφορος
ευκίνητος altgriechisch εὐκίνητος εὖ + κινέω / κινῶ
προσαρμόζω (λόγιο) altgriechisch προσαρμόζω πρός + ἁρμόζω ἁρμός ἀραρίσκω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί). Συγχρονικά αναλύεται σε προσ- + αρμόζω
μεταχειρίζομαι altgriechisch μεταχειρίζομαι, Passiv von μεταχειρίζω μετά + χειρίζω χείρ
σελήνιο (entlehnt aus) neulateinisch selenium altgriechisch Σελήνη
πώμα altgriechisch πῶμα
μύρο altgriechisch μύρον[1] με απώτατη αρχή την proto-indogermanisch *smer- (λίπος, γλίτσα). Συγγενή τα μυρίζω, μύραινα[2] αλλά όχι η σμύρνα ή το αρχαιοελληνικό θηλυκό συνώνυμό της: η μύρρα. Άσχετη και η αρχαία λέξη μύρομαι (κλαίω).
ισχαιμία (entlehnt aus) französisch ischémie altgriechisch ἴσχαιμος ἴσχω + αἷμα
άθλο altgriechisch ἆθλον
αθίγγανος Koine-Griechisch ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) ἀ- + altgriechisch θιγγάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή)
συνεργός altgriechisch συνεργός
προσωπίδα Koine-Griechisch προσωπίς altgriechisch πρόσωπον
νικώ altgriechisch νικάω
κλήμα altgriechisch κλῆμα κλάω / κλῶ indoeuropäisch (Wurzel) *kelh₂- (χτυπώ, σπάζω)
ισορροπώ altgriechisch ἰσορροπῶ ἰσόρροπος
πήχης altgriechisch πῆχυς
ησυχαστής mittelgriechisch ησυχαστής (ίδια σημασία) Koine-Griechisch ἡσυχαστής (ερημίτης) altgriechisch ἡσυχάζω ἥσυχος
εφεδρεία Koine-Griechisch ἐφεδρεία altgriechisch ἐφεδρεία ( ἐφεδρεύω ἔφεδρος ἐπι- + ἕδρα)
απόγειο altgriechisch ἀπόγειον, Maskulinum von επιθέτου ἀπόγειος ἀπό + -γειος ( γῆ)
αγνοώ altgriechisch ἀγνοῶ
υποδύομαι (λόγιο) altgriechisch ὑποδύομαι[1], μέση φωνή του ὑποδύω ὑπό + δύω· ο συσχετισμός του ρήματος με την υποκριτική μάλλον οφείλεται στο ότι ο υποκριτής κρύβει το πρόσωπό του κάτω από τη μάσκα και έτσι "βυθίζεται" κατά κάποιο τρόπο στον ρόλο του
πρώρα altgriechisch πρῷρα
ξόανο altgriechisch ξόανον ξέω
ξεριζώνω mittelgriechisch (ἐ)ξεριζώνω Koine-Griechisch ἐκριζόω / ἐκριζῶ altgriechisch ῥίζα
κληρικός Koine-Griechisch κληρικός altgriechisch κλῆρος
ιέρεια altgriechisch ἱέρεια, Femininum von ἱερεύς
επανόρθωση altgriechisch ἐπανόρθωσις
γραμματικός Koine-Griechisch γραμματικός ( εκείνος που γνωρίζει καλά τα γράμματα, που μπορεί να τα διδάξει) altgriechisch γράφω
γλυκάνισο Koine-Griechisch γλυκάνισον altgriechisch γλυκύς + ἄνισον / ἄννισον / ἄνησον / ἄννησον / ἄνησσον arabisch يانسون (yansun)[1] altägyptisch (insɛt)
ασυμφωνία altgriechisch ἀσυμφωνία
αλκυονίδες altgriechisch ἀλκυονίδες ἀλκυών (ίσως επειδή πίστευαν ότι οι θεοί φροντίζουν να βελτιωθεί ο καιρός ώστε τα πτηνά αυτά να μπορέσουν να αναπαραχθούν στις φωλιές τους)
προσποιούμαι altgriechisch προσποιέομαι / προσποιοῦμαι πρός + ποιέομαι / ποιοῦμαι, Passiv von ποιέω / ποιῶ
κρατήρας altgriechisch κρατήρ
κουπί mittelgriechisch κουπίν altgriechisch κωπίον κώπη
κοίλος altgriechisch κοῖλος
κακουχία altgriechisch κακουχία
ειδεμή altgriechisch εἰ δέ μή
διέπω (λόγιο) altgriechisch διέπω
Αχαιός altgriechisch Ἀχαιός
αφτί Koine-Griechisch ὠτίον, υποκοριστικό του οὖς altgriechisch οὖς indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ṓws (αφτί) *h₂ew- (βλέπω) (τά ὠτία > ταουτία > ταφτία > ταφτιά > τ’ αφτί· πβ. αβγό)
αποσύρω altgriechisch ἀποσύρω
αίλουρος altgriechisch αἴλουρος
εφημέριος altgriechisch επίθετο ἐφημέριος
ευπρέπεια altgriechisch εὐπρέπεια εὐπρεπής
επικυρώνω altgriechisch ἐπικυρόω/ἐπικυρῶ ἐπι- + κυρῶ κῦρος
δυστοκία altgriechisch δυστοκία δυσ- + τόκος + -ία τίκτω
γοργός altgriechisch γοργός vorhellenistisch
ανεψιός altgriechisch ἀνεψιός
αγανακτώ altgriechisch ἀγανακτέω / ἀγανακτῶ ἄγαν + ἔχω
παλαιοντολογία (entlehnt aus) französisch paléontologie altgriechisch παλαιός + ὄν + -λογία
λοχεία altgriechisch λοχεία λοχεύω λόχος
ενεστώτας altgriechisch ἐνεστώς,αρσενικό της μετ. παθ. ενεστ. του ρήματος ενίσταμαι ως ουσ.
αναπομπή Koine-Griechisch ἀναπομπή altgriechisch ἀνά + πέμπω
σφύρα altgriechisch σφῦρα
κατευθύνω altgriechisch κατευθύνω κατά + εὐθύς
θυμώνω altgriechisch θυμῶ
απολυτός mittelgriechisch απολυτός altgriechisch ἀπολύω
αναδύομαι altgriechisch ἀναδύομαι
φυσητήρας altgriechisch φυσητήρ
φάτνη altgriechisch φάτνη και πάθνη (σκαφίδιο για την τροφή ζώων) πιθανόν von ρήμα πατέομαι (τρώω κάτι μαζί με άλλους)
μακαριά Katharevousa και mittelgriechisch μακαρία, ουσιστικοποιημένο Femininum von μακάριος altgriechisch μάκαρ (ο ευλογημένος, ο ευτυχής)
κομίζω altgriechisch κομίζω
έγκαιρος altgriechisch ἔγκαιρος
δόμος altgriechisch δόμος indoeuropäisch (Wurzel) *dṓm (οίκος, δόμος) *demh₂- (κτίζω)
διαβεβαιώνω altgriechisch διαβεβαιῶ
βέδες englisch Vedas Mehrzahl von Veda sanskritisch वेद (veda: γνώση) indoeuropäisch (Wurzel) *weyd (βλέπω· πβ. altgriechisch εἶδον)
ασυγκίνητος Koine-Griechisch ἀσυγκίνητος altgriechisch συγκινέω / συγκινῶ σύν + κινέω / κινῶ
απολωλός Koine-Griechisch ἀπολωλός[1], Maskulinum von ἀπολωλώς altgriechisch ἀπόλλυμι
χιαστί Koine-Griechisch χιαστί χιαστός χιάζω χῖ altgriechisch χεῖ (το γράμμα)
πλεονεξία altgriechisch πλεονεξία
καταδότης mittelgriechisch καταδότης καταδίδω κατά + δίδω altgriechisch δίδωμι
ευδοκίμηση altgriechisch εὐδοκίμησις
αμαθής altgriechisch ἀμαθής ἀ- στερητικό + μαθ (θέμα αορίστου του μανθάνω) + -ής
αέναα αέναος + -α altgriechisch ἀέναος νάω
ψυχόδραμα (entlehnt aus) deutsch Psychodrama altgriechisch ψυχή + δρᾶμα. Αναλύεται ψυχό- + δράμα
χνούδι mittelgriechisch χνούδι(ν) Koine-Griechisch *χνούδιον altgriechisch χνόος / χνοῦς
πρόπτωση Koine-Griechisch πρόπτωσις altgriechisch προπίπτω πίπτω indoeuropäisch (Wurzel) *peth₂- (πετώ)
άχυρο ἄχυρον altgriechisch ἄχνη (η φλούδα του σιταριού)
άσωτος altgriechisch ἄσωτος ἀ- + σῴζω
αντιγραφέας altgriechisch ἀντιγραφεύς
φόβητρο altgriechisch φόβητρον φοβέω-ῶ
μεμψιμοιρία altgriechisch μεμψιμοιρία μεμψίμοιρος (αυτός που κατηγορεί τη μοίρα) μέμψις ( μέμφομαι) + μοίρα
κύων altgriechisch κύων
ενθύμηση altgriechisch ἐνθύμησις
ελληνιστής altgriechisch ἑλληνιστής
έλικα altgriechisch ἕλιξ (4.(Lehnbedeutung) französisch hélice)
γλώσσημα Koine-Griechisch γλώσσημα (1,2) altgriechisch γλώσσημα γλῶσσα proto-indogermanisch *glōgʰs (3. (Lehnbedeutung) französisch glossème)
αλλαντικό Maskulinum von επιθέτου αλλαντικός ως ουσ. άλλαντα + -ικό altgriechisch ἀλλᾶς
τέμνω (λόγιο) altgriechisch τέμνω proto-indogermanisch *tm̥-n-h₂- *temh₂- (κόβω)
ταλάντωση altgriechisch ταλάντωσις ταλαντόομαι / ταλαντοῦμαι τάλαντον
πλάστιγγα altgriechisch πλάστιγξ
κόλον (λόγιο) altgriechisch κόλον άγνωστης ετυμολογίας. Για τους ιατρικούς όρους, επίδραση της lateinischς colum.[1] Δεν συνδέεται με το κώλος, ούτε με το κολοβός.
καλλωπισμός altgriechisch καλλωπισμός καλλωπίζω κάλλος + ὤψ ( proto-indogermanisch *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-)
θόλωση altgriechisch θόλωσις θολόω / θολῶ θολός
θάμβος altgriechisch θάμβος vorhellenistisch[1]
ευγλωττία altgriechisch εὐγλωττία / εὐγλωσσία εὖ + γλῶσσα / γλῶττα
έλικας altgriechisch ἕλικα, αιτιατική ενικού της λέξης ἕλιξ proto-indogermanisch *wel- (γυρίζω)
γενεαλογία altgriechisch γενεαλογία (η αναζήτηση του γενεαλογικού δέντρου, η καταγωγή των γενών) γενεά + λέγω
βασίλεμα mittelgriechisch βασίλεμα βασίλευμα altgriechisch βασιλεύω βασιλεύς
αυτοφυής altgriechisch αὐτοφυής
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.