θυμώνω Verb  [thimono, thymwnw]

(3)
  Verb
(1)
(0)
(0)
(0)

Etymologie zu θυμώνω

θυμώνω altgriechisch θυμῶ


GriechischDeutsch
Δεν μπορώ να θυμώνω πια.Ich kann auf niemanden mehr wütend sein.

Übersetzung nicht bestätigt

-Πολλοί λόγοι για να θυμώνω.Es gibt vieles worauf man wütend sein kann.

Übersetzung nicht bestätigt

Ξέρω πως δεν θα έπρεπε να θυμώνω, αλλά το κάνω.Ich weiß, ich sollte nicht wütend sein, aber das bin ich.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu θυμώνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
θυμώνωθυμώνουμε, θυμώνομε
θυμώνειςθυμώνετε
θυμώνειθυμώνουν(ε)
Imper
fekt
θύμωναθυμώναμε
θύμωνεςθυμώνατε
θύμωνεθύμωναν, θυμώναν(ε)
Aoristθύμωσαθυμώσαμε
θύμωσεςθυμώσατε
θύμωσεθύμωσαν, θυμώσαν(ε)
Per
fekt
έχω θυμώσει
έχω θυμωμένο
έχουμε θυμώσει
έχουμε θυμωμένο
έχεις θυμώσει
έχεις θυμωμένο
έχετε θυμώσει
έχετε θυμωμένο
έχει θυμώσει
έχει θυμωμένο
έχουν θυμώσει
έχουν θυμωμένο
Plu
per
fekt
είχα θυμώσει
είχα θυμωμένο
είχαμε θυμώσει
είχαμε θυμωμένο
είχες θυμώσει
είχες θυμωμένο
είχατε θυμώσει
είχατε θυμωμένο
είχε θυμώσει
είχε θυμωμένο
είχαν θυμώσει
είχαν θυμωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα θυμώνωθα θυμώνουμε, θα θυμώνομε
θα θυμώνειςθα θυμώνετε
θα θυμώνειθα θυμώνουν(ε)
Fut
ur
θα θυμώσωθα θυμώσουμε, θα θυμώσομε
θα θυμώσειςθα θυμώσετε
θα θυμώσειθα θυμώσουν
Fut
ur II
θα έχω θυμώσει
θα έχω θυμωμένο
θα έχουμε θυμώσει
θα έχουμε θυμωμένο
θα έχεις θυμώσει
θα έχεις θυμωμένο
θα έχετε θυμώσει
θα έχετε θυμωμένο
θα έχει θυμώσει
θα έχει θυμωμένο
θα έχουν θυμώσει
θα έχουν θυμωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να θυμώνωνα θυμώνουμε, να θυμώνομε
να θυμώνειςνα θυμώνετε
να θυμώνεινα θυμώνουν(ε)
Aoristνα θυμώσωνα θυμώσουμε, να θυμώσομε
να θυμώσειςνα θυμώσετε
να θυμώσεινα θυμώσουν(ε)
Perfνα έχω θυμώσει
να έχω θυμωμένο
να έχουμε θυμώσει
να έχουμε θυμωμένο
να έχεις θυμώσει
να έχεις θυμωμένο
να έχετε θυμώσει
να έχετε θυμωμένο
να έχει θυμώσει
να έχει θυμωμένο
να έχουν θυμώσει
να έχουν θυμωμένο
Imper
ativ
Presθύμωνεθυμώνετε
Aoristθύμωσεθυμώστε, θυμώσετε
Part
izip
Presθυμώνοντας
Perfέχοντας θυμώσει, έχοντας θυμωμένο
InfinAoristθυμώσει





Griechische Definition zu θυμώνω

θυμώνω [θimóno] Ρ1α μππ. θυμωμένος* : 1. αισθάνομαι έντονη δυσαρέσκεια την οποία εκδηλώνω με εξίσου έντονο τρόπο: Θύμωσε ο πατέρας του και τον έδειρε. Θύμωσα πολύ με τη συμπεριφορά της. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback