Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



πρόπερσι

πρόπερσι mittelgriechisch πρόπερσι altgriechisch προπέρυσι πρό + πέρυσι


παρεκτροπή

παρεκτροπή Etymologie fehlt


παραμιλώ

παραμιλώ παρα- + μιλώ


παραιτούμαι

Του είπα πως είναι απαράδεκτο να με πληρώνουν μόνο 500 ευρώ, ενώ δουλεύω von πρωί ως το βράδυ. Αμέσως μετά τον ενημέρωσα πως παραιτούμαι.


όσπριο

όσπριο altgriechisch ὄσπριον


μικρογραφία

μικρογραφία Etymologie fehlt


μασκαράς

μασκαράς μάσκα


κονίστρα

κονίστρα Koine-Griechisch κόνις (το μέρος που είναι καλυμμένο με κόνιν, ψιλή άμμο)


καράφλας


απόγονος

απόγονος altgriechisch ἀπόγονος. Συγχρονικά αναλύεται σε από- + -γονος.


τόκος

τόκος altgriechisch τόκος (γέννηση) τοκ- τεκ- (von οποίο προέρχεται και το τίκτω)


στεγανοποίηση

στεγανοποίηση στεγανοποιώ + -ση


ρομφαία

ρομφαία Koine-Griechisch ῥομφαία


ουρίτσα

ουρίτσα ουρά + κατάληξη υποκοριστικού -ίτσα


ξεφτέρι

ξεφτέρι mittelgriechisch ξεφτέριν ξυπτέριν ἐξυπτέριον Koine-Griechisch ὀξυπτέριον (για το γεράκι και την ταχύτητά του)[1] altgriechisch ὠκύπτερος ὀξύς, ὠκύς + πτέρυξ indoeuropäischς αρχής, όπως και η συγγενής lateinisch λέξη accipiter (με αιχμηρά φτερά)[2]


δριμύς

δριμύς altgriechisch δριμύς


διδάσκω

διδάσκω altgriechisch διδάσκω proto-griechisch *di-dəs-skō proto-indogermanisch *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)


αναστήλωση

αναστήλωση Koine-Griechisch ἀναστήλωσις ἀνά + altgriechisch στήλη


τετράκις

τετράκις altgriechisch τετράκις


τεμπελιά

τεμπελιά τεμπέλ(ης) + -ιά


πανηγυρικός

πανηγυρικός altgriechisch


μέτριος

ένας άνδρας μετρίου αναστήματος


μασιά

μασιά türkisch maşa persisch ماشه (māsha)


λιώσιμο

λιώσιμο Etymologie fehlt


λαχανόπιτα

λαχανόπιτα λάχαν(ο) + -ό- + πίτα


θέτω

θέτω mittelgriechisch θέτω altgriechisch τίθημι (αόριστος έθεσα)


άγουσα

άγουσα altgriechisch ἄγουσα, Femininum von ἄγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄγω


φωτορεπόρτερ

φωτορεπόρτερ französisch photoreporter ή deutsch Fotoreporter photo- (φωτο-) + reporter (ρεπόρτερ)


σύρραξη

σύρραξη altgriechisch σύρραξις συρράττω / συρράσσω ῥάττω / ῥάσσω


παλαιοβιβλιοπωλείο

παλαιοβιβλιοπωλείο παλαιο- + βιβλιοπωλείο


μετόπη

μετόπη Koine-Griechisch μετόπη μετά + altgriechisch ὀπή


κοσμοπολιτισμός

κοσμοπολιτισμός französisch cosmopolitisme


ενάγων

ενάγων (λόγιο) Koine-Griechisch ἐνάγων μετοχή του ρήματος ἐνάγω ἐν- + ἄγω


έγνοια

έγνοια έννοια


διαίσθηση

διαίσθηση Koine-Griechisch διαίσθησις altgriechisch διαισθάνομαι διά + αἰσθάνομαι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ) ((Lehnbedeutung) französisch intuition)


δεκάτη

δεκάτη altgriechisch δεκάτη


ασυνήθιστος

ασυνήθιστος α- στερητικό + συνηθίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


αργκό

αργκό französisch argot


αουτσάιντερ

αουτσάιντερ englisch outsider


ανήλικος

ανήλικος Koine-Griechisch ἀνήλικος αν- στερητικό + ηλικία


αλληλουχία

ΔΦΑ : /a.li.lu.ˈçi.a/


ταλάντευση

ταλάντευση ταλαντεύω


σεισμολόγος

σεισμολόγος (entlehnt aus) französisch séismologue séismologie, σεισμ(ός + -ο- + -λόγος


ρινίτιδα

ρινίτιδα Katharevousa ρινίτις (entlehnt aus) neulateinisch rhinitis altgriechisch ῥίς ("μύτη")[1]


πραγματεία

πραγματεία altgriechisch πραγματεία


ξένον

ξένον englisch xenon ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου des altgriechischen ελληνικού επιθέτου ξένος


λαδόχαρτο

λαδόχαρτο λάδι + χαρτί


ινδοκάρυδο

ινδοκάρυδο Iνδ(ία) + -ο- + κάρυον (Lehnübersetzung) englisch Indian nut, κυριολεκτική μετάφραση ονομασίας του. (Στα αγγλικά επικράτησε η ονομασία coconut). To «κάρυον» προσαρμόστηκε στη δημοτική κατά το μοσχοκάρυδο[1]


θεραπευτικός

θεραπευτικός altgriechisch θεραπευτικός


δεκάρα

δεκάρα δέκα + -άρα


ανθόνερο

ανθόνερο λόγια επίδραση στο αθόνερο αθός+νερό


ανεμοθύελλα

ανεμοθύελλα άνεμος και θύελλα


Αμερικάνα

Αμερικάνα Αμερικάν(ος) + -α


ψυχιατρείο

ψυχιατρείο ψυχίατρος + -είον


τομάτα


πασπάλισμα

πασπάλισμα πασπαλίζω + -μα


καθέλκυση

καθέλκυση καθελκύω + -ση


ηλιοθεραπεία

ηλιοθεραπεία ήλιος + -θεραπεία


ανάδραση

ανάδραση ανά και δράση για την απόδοση του αγγλικού feedback


Αλκυόνη

Αλκυόνη Etymologie fehlt


ακαμψία

ακαμψία α- (στερητικό) + κάμψη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


υπονόμευση

υπονόμευση υπονομεύω + -ση Koine-Griechisch ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος ὑπονέμομαι ὑπό + νέμω


τηλεδιάσκεψη

τηλεδιάσκεψη τηλε- + διάσκεψη ((Lehnübersetzung) englisch teleconference)


προσωπείο

προσωπείο altgriechisch προσωπεῖον πρόσωπον (4. (Lehnbedeutung) französisch masque)


μάσημα

μάσημα Koine-Griechisch μάσημα


διάβημα

διάβημα Koine-Griechisch διάβημα altgriechisch διαβαίνω διά + βαίνω ((Lehnbedeutung) französisch démarche)


γκίνια

γκίνια italienisch ghigna ghignare französisch guigner guigne


ασπλαχνία

ασπλαχνία Koine-Griechisch ἀσπλαγχνία


άρτε


ανευθυνότητα

ανευθυνότητα (Katharevousa) ἀνευθυνότης


χιονίζει

χιονίζει altgriechisch χιονίζει, τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος χιονίζω χιών


χαρτοπαιξία

χαρτοπαιξία χαρτοπαίκ(της) + -σία (ξ κ + σ), (Lehnübersetzung) englisch cardplaying[1]


υμνογραφία

υμνογραφία υμνογράφος


τροχοπέδη

τροχοπέδη Koine-Griechisch τροχοπέδη altgriechisch τροχός ( τρέχω) + πέδη (2. (Lehnbedeutung) französisch frein)


τραχανάς

τραχανάς türkisch tarhana osmanisch türkisch ترخانه (tarhana) persisch ترخوانه (tarxʷâna: σούπα γιαουρτιού)


προσιδιάζω

προσιδιάζω (λόγιο), προσ- + Koine-Griechisch ἰδιάζω (είμαι ιδιόμορφος)[1][2]


εξιδανικεύω

εξιδανικεύω εξ- + ιδανικεύω ιδανικό + -εύω ιδανικός Koine-Griechisch ἰδανικός altgriechisch ἰδέα ἰδεῖν εἶδον εἴδω indoeuropäisch (Wurzel) *weyd- (βλέπω, γνωρίζω) ((Lehnübersetzung) französisch idéaliser)


εξαρχαϊσμός

εξαρχαϊσμός εξαρχαΐζω + -μός


εντορμία

εντορμία εν- + altgriechisch τόρμος + -ία


δραματουργός

δραματουργός altgriechisch δραματουργός δρᾶμα + -ουργός ( ἔργον)


διασημότητα

διασημότητα διάσημος


δερβένι

δερβένι λόγια επίδραση στο ντερβένι türkisch derbent + -ι με αποβολή του [t][1] persisch دربند (darband)


αδιόρθωτα

αδιόρθωτα αδιόρθωτος


χλιδή

χλιδή altgriechisch χλιδή


φαΐ

φαΐ mittelgriechisch φαγί το φαγεῖν altgriechisch φαγεῖν, απαρέμφατο του ἔφαγον


πρόθεμα

αμείβω


πλεξίδα

πλεξίδα πλεξούδα


όμοιος

όμοιος altgriechisch ὅμοιος


ξεγύμνωμα

ξεγύμνωμα ξεγυμνώνω


κοπέλι

κοπέλι mittelgriechisch κοπέλιν υποκοριστικό του κόπελος albanisch kopil (υπηρέτης, δούλος)[1]


έγκατα

έγκατα altgriechisch ἔγκατα (εντόσθια, σωθικά), αβέβαιου ετύμου


διψώ

διψώ altgriechisch διψάω / διψώω / διψέω / διψῶ δίψα vorhellenistisch


αντικαταστάτρια

αντικαταστάτρια αντικαταστάτης + -τρια


αληθοφάνεια

αληθοφάνεια αληθοφαν(ής) + -εια, Lehnübersetzung από τη französisch vraisemblance (Wort verwendet ab 1853)


ψώνιο

ψώνιο mittelgriechisch ψώνι(ν) Koine-Griechisch ὀψώνιον altgriechisch ὀψώνης ὄψον + ὠνέομαι


χαρακίρι

χαρακίρι englisch hara-kiri japanisch 腹切り (はらかり (hara-kiri: κοιλιά-κόψιμο)[1] Στην japanisch η αντίστοιχη έκφραση είναι 切腹 (せっぷく, seppuku).


τοιχογραφία

τοιχογραφία τοίχος + -γραφία


σούμο

σούμο japanisch 相撲 (すも, sumō) (相=μαζί, 撲=χτυπάω)


σαμποτέρ

σαμποτέρ französisch saboteur


θερμοκοιτίδα

θερμοκοιτίδα θερμο- + κοιτίς + -ίδα



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback