Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αγώι

αγώι mittelgriechisch ἀγώγιον, ἀγώγι με αποβολή του [ʝ] altgriechisch ἀγώγιον ἄγω.[1] siehe auch mittelgriechisch λέξη ἀγωγιάζω.


αγών

αγών altgriechisch ἀγών


αγώνας

αγώνας altgriechisch ἀγών


αγωνία

αγωνία altgriechisch ἀγωνία ἀγών ἄγω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eǵ- (ἄγω)


αγωνίζομαι

αγωνίζομαι αγώνας ἀγών ἄγω


αγώνισμα

αγώνισμα altgriechisch ἀγώνισμα ἀγωνίζομαι


αγωνιστής

αγωνιστής altgriechisch ἀγωνιστής ἀγωνίζομαι


αγωνιστικά

αγωνιστικά von πληθ. του ουδετέρου του επιθέτου αγωνιστικός


αγωνιστική


αγωνιστικότητα

αγωνιστικότητα αγωνιστικός + -ότητα


αγωνίστρια

αγωνίστρια αγωνιστής + -τρια


αγωνιώ

αγωνιώ altgriechisch ἀγωνιάω, -ῶ


αγωνοδίκης

αγωνοδίκης altgriechisch ἀγωνοδίκης ἀγών + -δίκης


αγωνοθεσία

αγωνοθεσία Koine-Griechisch ἀγωνοθεσία altgriechisch ἀγωνοθέτης


αγωνοθέτης

αγωνοθέτης altgriechisch ἀγωνοθέτης (ο ιδρυτής αγώνα") ἀγών + τίθημι


αδαημοσύνη

αδαημοσύνη altgriechisch ἀδαημοσύνη ἀδαής


αδάκρυτα

αδάκρυτα αδάκρυτος


αδαμάντινος

αδαμάντινος altgriechisch ἀδαμάντινος ἀδάμας


αδαμαντοπωλείο

αδαμαντοπωλείο αδάμαντ- + -ο- + -πωλείο


αδαμαντοπώλης

αδαμαντοπώλης αδάμαντας + -ο- + -πώλης


αδαμαντουργία

αδαμαντουργία αδαμαντουργός + -ία


αδαμαντουργός

αδαμαντουργός αδάμαντας + -ουργός


αδαμαντωρυχείο

αδαμαντωρυχείο αδάμαντας + ορυχείο


αδαμαντωρύχος

αδαμαντωρύχος αδάμαντας + -ωρύχος


αδάμαστα

αδάμαστα αδάμαστος


άδεια

άδεια α στερητικό + δέος


αδειάζω

αδειάζω mittelgriechisch ἀδειάζω altgriechisch ἄδει(α) + -άζω


αδειανός

αδειανός άδειος


άδειασμα

άδειασμα αδειάζω


αδείλιαστα

αδείλιαστα αδείλιαστος


άδειος

άδειος altgriechisch ἄδειος


αδειούχος

αδειούχος άδεια + -ούχος ( έχω)


αδείπνητος

αδείπνητος α- + δειπνώ


αδεκαρία

αδεκαρία α- στερητικό + δεκάρα + -ία


αδέκαστα

αδέκαστα επίθετο αδέκαστος


αδέκαστο


αδελφάτο

αδελφάτο αδελφός


αδελφή

αδελφή von αθροιστικό ἀ και το altgriechisch δελφύς= μήτρα


αδελφικά

αδελφικά αδελφικός


αδελφικότητα

αδελφικότητα altgriechisch ἀδελφικότης


αδελφικώς


αδελφοκτονία

αδελφοκτονία αδελφός + -κτονία κτείνω (=σκοτώνω)


αδελφοκτόνος

αδελφοκτόνος altgriechisch ἀδελφοκτόνος (αδελφός + κτείνω)


αδελφοποίηση

αδελφοποίηση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀδελφοποίη(σις) + -ση[1]


αδελφοποιία

αδελφοποιία αδελφο- + -ποιία


αδελφός

αδελφός altgriechisch ἀδελφός ἀ- (αθροιστικό) + *δέλφος / δελφύς (μήτρα)


αδελφοσύνη

αδελφοσύνη altgriechisch ἀδελφοσύνη


αδελφότεκνος

αδελφότεκνος αδελφός+τέκνο


αδελφότης


αδελφότητα

αδελφότητα altgriechisch ἀδελφότης


αδελφώνω

αδελφώνω αδελφός


αδένας

αδένας altgriechisch ἀδήν


άδενδρος

άδενδρος : α- στερητικό + δέντρο Koine-Griechisch ἄδενδρος


αδενεκτομή

αδενεκτομή αδένας + εκτομή


αδενίτιδα

αδενίτιδα französisch adénite αδεν-(ας) + -ίτιδα Wort verwendet ab 1888


αδενοκαρκίνωμα

αδενοκαρκίνωμα (entlehnt aus) englisch adenocarcinoma


αδενολογία

αδενολογία Etymologie fehlt


αδενοπάθεια

αδενοπάθεια αδενοπαθής


αδένωμα

αδένωμα αδένας


αδέξια

αδέξια αδέξιος


αδέξιος

αδέξιος Koine-Griechisch ἀδέξιος ἀ- + δεξιός


αδεξιοσύνη

αδεξιοσύνη mittelgriechisch αδεξιοσύνη αδέξιος


αδεξιότητα

αδεξιότητα αδέξιος + -ότητα


αδερφή

αδερφή mittelgriechisch ἀδερφή ἀδερφ(ός) + -ή[1] altgriechisch ἀδελφός. siehe auch αδελφή


αδέρφι

αδέρφι Etymologie fehlt


αδερφικάτα

αδερφικάτα Etymologie fehlt


αδερφοδιώχτης

αδερφοδιώχτης αδερφός + διώκτης


αδερφομοιράδι

αδερφομοιράδι αδερφός + μοιράδι


αδερφοποιτός

αδερφοποιτός mittelgriechisch αδελφοποιτός αδελφός + ποιώ


αδερφός

αδερφός mittelgriechisch ἀδερφός altgriechisch ἀδελφός


αδερφοσκοτωμός

αδερφοσκοτωμός αδερφός + σκοτωμός


αδερφοσύνη

αδερφοσύνη αδελφός


αδερφούλα

αδερφούλα αδερφ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα


αδερφούλης

αδερφούλης αδερφ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης


αδέρφωμα

αδέρφωμα αδερφώνω + -μα


αδέσμευτα

αδέσμευτα αδέσμευτος + -α


αδέσποτα


αδέσποτο


αδευτέρωτα

αδευτέρωτα αδευτέρωτος + -α


άδηλα

άδηλα άδηλος


άδηλος

άδηλος altgriechisch ἄδηλος (Από το α (το στερητικό) και το δήλος = φανερός)


αδήλωτα


αδήλωτος

αδήλωτος α- στερητικό + δηλώνω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


αδημονία

αδημονία Koine-Griechisch ἀδημονία altgriechisch ἀδημονῶ ἀδήμων


αδημονώ

αδημονώ (λόγιο) altgriechisch ἀδημονῶ, (ἀδημονέω) ἀδήμων


αδήριτα


αδηφαγία

αδηφαγία (λόγιο) altgriechisch ἀδηφαγία ἄδην + -φαγία


αδηφάγος

αδηφάγος altgriechisch ἀδηφάγος ἅδην + φαγεῖν


αδιάβαστα


αδιάβλητα


αδιάβλητο


αδιάβροχο

αδιάβροχο substantiviertes Neutrum des Adjektivs αδιάβροχος


αδιαβροχοποίηση

αδιαβροχοποίηση αδιαβροχοποιώ + -ση


αδιαβροχοποιώ

αδιαβροχοποιώ α- (στερητικό) + διά + βρέχω + ποιώ


αδιαθεσία

αδιαθεσία αδιάθετος


αδιάθετος

αδιάθετος altgriechisch ἀδιάθετος.


αδιαθετώ

αδιαθετώ αδιάθετος


αδιαίρετα

αδιαίρετα αδιαίρετος


αδιαίρετο

αδιαίρετο Maskulinum von αδιαίρετος


αδιάκοπα

αδιάκοπα αδιάκοπος α στερητικό + διακοπή



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback