Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αγριλίδα

αγριλίδα Koine-Griechisch ἀγριελαία / ἀγριέλαιος


Αγρίνιο


άγριο


αγριόγαλος

αγριόγαλος άγριος γάλος


αγριογαρίφαλο

αγριογαρίφαλο άγρι(ος) + -ο- + γαρίφαλο


αγριόγατα

αγριόγατα : άγριος + γάτα Koine-Griechisch ἀγριοκάττα


αγριόγατος

αγριόγατος άγριος + γάτος


αγριογκορτσιά

αγριογκορτσιά αγριο- + γκορτσιά


αγριογούρουνο

αγριογούρουνο mittelgriechisch ἀγριογούρουνον άγριος + γουρούνι


αγριοθύμαρο

αγριοθύμαρο αγριο- + θυμάρι + -ο


αγριοκαστανιά

αγριοκαστανιά αγριο- + καστανιά


αγριοκάστανο

αγριοκάστανο αγριο- + κάστανο


αγριοκάτσικο

αγριοκάτσικο σύνθετη λέξη: αγριο- (άγριος) + -κάτσικο (κατσίκι)


αγριοκοίταγμα

αγριοκοίταγμα αγριοκοιτάζω


αγριοκοιτάζω

αγριοκοιτάζω άγριος + κοιτάζω


αγριοκόκορας


αγριόκοτα


αγριοκουμαριά

αγριοκουμαριά αγριο- + κουμαριά


αγριοκούνελο

αγριοκούνελο άγριος + -ο- + κουνέλι mittelgriechisch κουνέλι italienisch coniglio (διαλεκτικός τύπος: cunelo, πληθυντικός: cuneli) lateinisch cuniculus


αγριόκρινος

αγριόκρινος άγριος + -ο- + κρίνος


αγριολεβάντα

αγριολεβάντα αγριο- + λεβάντα italienisch lavanda


αγριολινάρι

αγριολινάρι αγριο- + λινάρι


αγριολούλουδο

αγριολούλουδο άγριος + λουλούδι


αγριομηλιά

αγριομηλιά άγριος + μηλιά


αγριομιλώ

αγριομιλώ mittelgriechisch αγριομιλώ αγριο- + μιλώ


αγριονεραντζιά

αγριονεραντζιά αγριο- + νεραντζιά


αγριοπαπαρούνα

αγριοπαπαρούνα άγριος + -ο- + παπαρούνα


αγριόπαπια

αγριόπαπια άγριος + πάπια


αγριοπασχαλιά

αγριοπασχαλιά αγριο- + πασχαλιά


αγριοπερίστερο

αγριοπερίστερο άγριος + -ο- + περιστέρι + -ο


αγριόπευκο

αγριόπευκο αγριο- + πεύκο


αγριορίγανη

αγριορίγανη Koine-Griechisch ἀγριορίγανος (Maskulinum)[1] altgriechisch } ἀγριο- + ὀρίγανος (Femininum) / ὀρίγανον (Neutrum) [• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


αγριοσυκιά

αγριοσυκιά Koine-Griechisch ἀγριοσυκῆ + -ιά ἄγριος + συκῆ


αγριότης

αγριότης altgriechisch ἀγριότης ἄγριος


αγριότητα

αγριότητα altgriechisch ἀγριότης


αγριότοπος

αγριότοπος αγριό- + -τόπος


αγριοφλισκούνι

αγριοφλισκούνι αγριο- + φλισκούνι


αγριοφωνάρα

αγριοφωνάρα αγριο- + φωνάρα


αγριόφωνος

αγριόφωνος altgriechisch ἀγριόφωνος ἄγριος + φωνή


αγριόχηνα

αγριόχηνα αγριο- + χήνα altgriechisch χήν proto-indogermanisch *ǵʰh₂éns (χήνα)


αγριόχοιρος

αγριόχοιρος Koine-Griechisch ἀγριόχοιρος αγριο- (άγριος) + χοίρος


αγριόχορτο

αγριόχορτο άγριος + χόρτο


αγρίωμα


αγριώνω

αγριώνω Etymologie fehlt


αγριωπά

τον κοίταξε αγριωπά


αγρίως

αγρίως Etymologie fehlt


αγροβιολογία

αγροβιολογία Etymologie fehlt


αγροζημία

αγροζημία (λόγιο) αγρο- + ζημία


αγροικία

αγροικία Koine-Griechisch ἀγροικία ἀγρός + οἰκία


αγροίκος

αγροίκος altgriechisch ἄγροικος / ἀγροῖκος ἀγρός + οἰκέω


αγροκαλλιέργεια

αγροκαλλιέργεια αγρο- + -καλλιέργεια


αγροκήπιο

αγροκήπιο Koine-Griechisch ἀγρός + κήπος + κατάληξη υποκοριστικού -ιον


αγρόκτημα

αγρόκτημα αγρ(ός) + -ό- + κτήμα


αγρολήπτης

αγρολήπτης αγρο- ( αγρός) + -λήπτης ( λαμβάνω)


αγροληψία

αγροληψία αγρο- ( αγρός) + -ληψία ( λαμβάνω)


αγρομίσθωση

αγρομίσθωση αγρός + -ο- + μίσθωση


αγρονομία

αγρονομία αγρονόμος


αγρονόμος

αγρονόμος altgriechisch ἀγρονόμος ἀγρός - νέμω


αγρόπολη

αγρόπολη αγρός + πόλη, von αγγλικό garden city Απόδοση του αγγλικού όρου (που επινόησε ο πολεοδόμος και μεταρρυθμιστής Εμπενήζερ Χάουαρντ, στα τέλη του 19ου αι.) στα ελληνικά von σοσιαλιστή Πλάτωνα Δρακούλη


αγρός

αγρός von altgriechisch ἀγρός, η οποία μπορεί να προέρχεται von ρήμα ἄγω (: οδηγώ), με την έννοια ότι οδηγούσαν τα ποίμνια στους ἀγρούς, δηλαδή στα χωράφια που δεν καλλιεργούνταν για κάποιο διάστημα ή από τη Λατινική ager (γεν.agri)


αγροτεμάχιο

αγροτεμάχιο αγρός + τεμάχιο


αγρότης

αγρότης αγρός


αγροτιά

αγροτιά αγρότης + -ιά


αγροτικά


αγροτικός

αγροτικός αγρότης + -ικός


αγρότισσα

αγρότισσα αγρότης + κατάληξη θηλυκού -ισσα


αγροτόσπιτο

αγροτόσπιτο αγρότης + -ο- + σπίτι + -ο


αγροφύλακας

αγροφύλακας : λόγια λέξη altgriechisch ἀγροφύλαξ


αγροφυλακή

αγροφυλακή αγροφύλαξ


άγρυπνα

άγρυπνα άγρυπνος


αγρύπνια

αγρύπνια (αναδρομικός σχηματισμός) αγρυπν(ώ) + -ια. (Επίσης δείτε, αγρυπνία και την altgriechisch ἀγρυπνία)


αγρυπνία

αγρυπνία (λόγιο) altgriechisch ἀγρυπνία (αγρύπνια)[1]


άγρυπνος

άγρυπνος altgriechisch ἅγρυπνος ἀγρέω + ὕπνος


αγρυπνώ

αγρυπνώ ἀγρυπνέω


αγρύπνως

αγρύπνως Etymologie fehlt


άγρωστη

άγρωστη altgriechisch ἄγρωστις


αγρωστοειδή

αγρωστοειδή άγρωστη + -οειδή altgriechisch ἄγρωστις ((Lehnübersetzung) französisch graminées)


αγυιόπαιδο

αγυιόπαιδο Katharevousa αγυιόπαις αγυιά + παις / παιδί


αγύμναστα


αγύμναστοι


αγύριστα


αγύριστος

αγύριστος α- στερητικό + γυρίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


αγυρτεία

αγυρτεία altgriechisch ἀγυρτεία


αγύρτης

αγύρτης altgriechisch ἀγύρτης ἀγείρω


αγχίνοια

αγχίνοια altgriechisch ἀγχίνοια


αγχιστεία

αγχιστεία altgriechisch ἀγχιστεία ἀγχιστεύω ἄγχω


άγχομαι

άγχομαι άγχος


αγχόνη

αγχόνη altgriechisch ἀγχόνη


άγχος

άγχος altgriechisch ἄγχος


αγχώνω

αγχώνω άγχος + -ώνω παθητική φωνή αγχώνομαι μετοχή παθ. παρακειμ. αγχωμένος


άγχωση


άγω

άγω (λόγιο) altgriechisch ἄγω[1] proto-indogermanisch *h₂eǵ- (άγω)


αγωγή

αγωγή ἄγω


αγώγι

αγώγι mittelgriechisch ἀγώγιον, ἀγώγι altgriechisch ἀγώγιον ἄγω.[1] siehe auch mittelgriechisch λέξη ἀγωγιάζω.


αγωγιάζω

αγωγιάζω mittelgriechisch ἀγωγιάζω. Συγχρονικά αναλύεται σε αγώγ(ι) + -ιάζω


αγωγιαστής

αγωγιαστής mittelgriechisch αγωγιαστής αγωγιάζω αγώγι


αγωγιάτης

αγωγιάτης mittelgriechisch ἀγωγιάτης[1] ἀγώγι, ἀγώγιον altgriechisch ἀγώγιον ἄγω. Συγχρονικά αναλύεται σε αγώγ(ι) + -ιάτης.


αγωγιάτικα

αγωγιάτικα αγωγιάτης


αγωγιμότητα

αγωγιμότητα αγώγιμος


αγωγός

αγωγός (λόγιο) altgriechisch ἀγωγός ἄγω [1]



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback