Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αγκυροβόλιο


αγκυροβολώ

αγκυροβολώ altgriechisch ἀγκυροβολέω ἄγκυρα + βάλλω


αγκύρωση

αγκύρωση άγκυρα + -ωση ((Lehnbedeutung) (γερμανικά) Verankerung ή (αγγλικά) anchoring)


αγκωνάρι

αγκωνάρι mittelgriechisch ἀγκωνάριν altgriechisch ἀγκών


αγκώνας

αγκώνας altgriechisch ἀγκών


αγκωνή

αγκωνή mittelgriechisch ἀγκωνή ἀγκών + γωνία (συμφυρμός)


Αγλαΐα

Αγλαΐα altgriechisch Ἀγλαΐα ἀγλαός (λαμπερός)


αγλαΐζω

αγλαΐζω altgriechisch ἀγλαΐζω


αγλάισμα

αγλάισμα altgriechisch ἀγλάϊσμα ἀγλαός ("θαυμάσιος, λαμπρός")


αγλέουρας

αγλέουρας ( *αλέουρος *αλέβουρος *ελέβουρος) altgriechisch ἑλλέβορος[1]


αγλωσσία

αγλωσσία altgriechisch ἀγλωσσία ἀ- στερητικό + -γλωσσία ( γλῶσσα )


αγνά


αγνάντεμα

αγνάντεμα αγναντεύω


αγναντεύω

αγναντεύω αγνάντια


αγνάντι

αγνάντι αγνάντια


αγνάντια

αγνάντια altgriechisch «τὰ ἐναντία» (τα απέναντι) > τα ενάντια > τ' αγνάντια [1]


αγνάντιο

αγνάντιο αγναντεύω


άγνεθος

άγνεθος α- + γνέθω + -τος


αγνεία

αγνεία altgriechisch ἁγνεία ἁγνεύω


αγνίζω

αγνίζω ἁγνός


αγνισμός

αγνισμός Koine-Griechisch ἁγνισμός


άγνοια

άγνοια altgriechisch ἄγνοια


αγνοούμενος

Ο αγνοούμενος υπερήλικας τελικά βρέθηκε να περιπλανιέται στην Ομόνοια


αγνός

αγνός altgriechisch ἁγνός


αγνότητα

αγνότητα altgriechisch ἀγνότης


αγνοώ

αγνοώ altgriechisch ἀγνοῶ


άγνωμα

άγνωμα άγνωμος


αγνώμονας

αγνώμονας altgriechisch ἀγνώμων


αγνωμοσύνη

αγνωμοσύνη altgriechisch ἀγνωμοσύνη


αγνώριστος

αγνώριστος α- στερητικό + γνωρίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


άγνωρος

άγνωρος α- + γνωρίζω


αγνωσία

αγνωσία α(στερητικό) + γιγνώσκω


αγνωσιαρχία

αγνωσιαρχία Από το γαλλικό agnosticisme. Από το άγνωστος, που δεν γνωρίζει.


άγνωστα


αγνωστικισμός

αγνωστικισμός (entlehnt aus) englisch agnosticism altgriechisch ἄγνωστος[1] (Wort verwendet ab 1888)


αγνωστικιστής

αγνωστικιστής αγνωστικισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


αγνωστικός


άγνωστο


άγνωστος

άγνωστος altgriechisch ἄγνωστος. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + γνωστός


αγόγγυστα

αγόγγυστα αγόγγυστος


άγομαι

άγομαι Passiv von άγω, altgriechisch ἄγομαι


άγονα


αγονία

αγονία Koine-Griechisch ἄγονος


άγονο

άγονο άγονος


αγορά

αγορά altgriechisch ἀγορά ἀγείρω


αγοράζω

αγοράζω altgriechisch ἀγοράζω (συχνάζω στην αγορά) ἀγορά ἀγείρω


αγοραίο


αγοραίος

αγοραίος altgriechisch ἀγοραῖος ἀγορά ἀγείρω


αγοράκι

αγοράκι αγόρι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι


αγορανομία

αγορανομία αγορανόμος


αγορανόμος

αγορανόμος altgriechisch ἀγορανόμος, Lehnbedeutung από τη französisch contrôleur de marché ή von (Lehnbedeutung) englisch market inspector.[1] Αναλύεται σε αγορα- + -νόμος


αγοραπωλησία

αγοραπωλησία αγορά + πώληση


αγόρασμα

αγόρασμα altgriechisch ἀγόρασμα


αγοραστής

αγοραστής spätgriechisch ἀγοραστής


αγοραστός

αγοραστός ρηματικό επίθετο von αγοράζω


αγοραφοβία

αγοραφοβία (entlehnt aus) deutsch Agoraphobie altgriechisch ἀγορά + -φοβία


αγόρευση

αγόρευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀγόρευσις altgriechisch ἀγορεύω ἀγορά


αγορεύω

αγορεύω (λόγιο) altgriechisch ἀγορεύω ἀγορά


αγορητής

αγορητής altgriechisch ἀγορητής


αγόρι

αγόρι mittelgriechisch αγόρι(ν) / αγούριν Koine-Griechisch ἄγωρος altgriechisch ἄωρος ἀ- + ὥρα indoeuropäisch (Wurzel) *yōr-ā *yēr / *yeh₁r- (έτος, εποχή)


αγορίνα

αγορίνα αγόρι + κατάληξη θηλυκού -ίνα


αγορίστικα


αγοροκόριτσο

αγοροκόριτσο αγόρι + κορίτσι


άγος

άγος altgriechisch ἄγος


άγουρα


αγουράδα

αγουράδα άγουρος + -άδα altgriechisch ἄωρος ὥρα


αγουρέλαιο

αγουρέλαιο άγουρος+έλαιο


αγουρίδα

αγουρίδα υποκοριστικό του άγουρος


αγουρίλα

αγουρίλα άγουρος + -ίλα altgriechisch ἄωρος ὥρα


αγουροθερίζω

αγουροθερίζω άγουρος + -ο- + θερίζω


αγουρόλαδο

αγουρόλαδο άγουρος + λάδι


αγουροξύπνημα

αγουροξύπνημα αγουροξυπνώ + -μα


αγουροξυπνώ

αγουροξυπνώ άγουρος + -ο- + ξυπνώ


άγουρος

άγουρος mittelgriechisch άγουρος altgriechisch ἄωρος


άγουσα

άγουσα altgriechisch ἄγουσα, Femininum von ἄγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄγω


αγουστιά

αγουστιά α- στερητικό + γούστο + -ιά


άγρα

άγρα altgriechisch ἄγρα


αγράμματος

αγράμματος altgriechisch ἀγράμματος α στερητικό + γράμμα


αγραμματοσύνη

αγραμματοσύνη αγράμματ(ος) + -οσύνη


αγρανάπαυση

αγρανάπαυση αγρός + ανάπαυση


άγραφα


άγραφος

άγραφος α- στερητικό + γράφω


αγρέλι

αγρέλι αγριελιά Koine-Griechisch ἀγριελαία / ἀγριέλαιος


αγρέλλιν

π.χ. εσύναξα αγρέλια


άγρευση

άγρευση Koine-Griechisch ἄγρευσις altgriechisch ἀγρεύω


αγρεύω

αγρεύω altgriechisch ἀγρεύω


άγρια

άγρια άγριος


αγριαγκινάρα

αγριαγκινάρα άγριος + αγκινάρα


αγριάδα

αγριάδα mittelgriechisch άγριος


αγριάνθρωπος

αγριάνθρωπος άγριος + άνθρωπος


αγριαπιδιά

αγριαπιδιά άγρια + απιδιά


αγριαχλαδιά

αγριαχλαδιά άγρια + αχλαδιά


αγριαψιθιά

αγριαψιθιά αγριο- + αψιθιά


αγριελιά

αγριελιά altgriechisch ἀγριελαία


αγρίεμα

αγρίεμα αγριεύω + -μα


αγριεμένα


αγριεύω

αγριεύω άγριος


αγρικώ

αγρικώ Etymologie fehlt


αγρίλι

αγρίλι αγριελιά Koine-Griechisch ἀγριελαία / ἀγριέλαιος


αγριλιά

αγριλιά αγριελιά



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback