Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αλφάβητο

αλφάβητο mittelgriechisch ἀλφάβητον Koine-Griechisch ἀλφάβητος altgriechisch ἄλφα + βῆτα


αλφαδάκι

αλφαδάκι αλφάδι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι mittelgriechisch ἀλφάδιον, υποκοριστικό του ἄλφα


αλφάδι

αλφάδι mittelgriechisch ἀλφάδιον, υποκοριστικό του ἄλφα


αλφαδιά

αλφαδιά αλφάδι + -ιά mittelgriechisch ἀλφάδιον, υποκοριστικό του ἄλφα


αλφαδιάζω

αλφαδιάζω αλφάδι mittelgriechisch ἀλφάδιον altgriechisch ἄλφα


αλφάδιασμα

αλφάδιασμα αλφαδιάζω + -μα αλφάδι mittelgriechisch ἀλφάδιον, υποκοριστικό τού altgriechisch ἄλφα


αλώνι

αλώνι mittelgriechisch αλώνι(ν) Koine-Griechisch ἁλώνιον, υποκοριστικό του ἅλως


αμάλαγος

αμάλαγος mittelgriechisch αμάλαγος ἀ- + μαλάσσω


αμαξάς

αμαξάς mittelgriechisch αμαξάς άμαξα


άμε

άμε mittelgriechisch άμε ἄγωμε altgriechisch ἄγωμεν ἄγω


αμεσότητα

αμεσότητα mittelgriechisch ἀμεσότης ἄμεσος altgriechisch μέσον


άμετε

άμετε άμε mittelgriechisch ἄμε altgriechisch ἄγωμεν ἄγω


άμμος

άμμος mittelgriechisch ἄμμος altgriechisch ἄμμος[1] (ή ἄμαθος, συνώνυμα: ψάμμος και ψάμαθος)


αμοίραστος

αμοίραστος mittelgriechisch αμοίραστος α- + μοιράζω + -τος


αμολάω

αμολάω mittelgriechisch ἀμολάρω


αμολώ

αμολώ αμολάω mittelgriechisch ἀμολάρω von ναυτικό όρο mola ή ammolla, ενετικής ή italienisch προέλευσης,


αμόνι

αμόνι mittelgriechisch αμόνι(ν) Koine-Griechisch ἀκμόνιον altgriechisch ἄκμων


αμόρε

αμόρε mittelgriechisch αμόρε (αγάπη) italienisch amore lateinisch amor amo indoeuropäisch (Wurzel) *am-a- (μητέρα)


αμπάρα

αμπάρα mittelgriechisch αμπάρα italienisch barra


αμπάρωμα

αμπάρωμα αμπαρώνω + -μα αμπάρα mittelgriechisch ἀμπάρα italienisch barra


αμπέλι

αμπέλι mittelgriechisch altgriechisch ἀμπέλιον, υποκοριστικό του ἄμπελος


αμπελοκλάδι

αμπελοκλάδι mittelgriechisch αμπελοκλάδι(ν) altgriechisch ἄμπελος + κλάδος


αμπελοκόμος

αμπελοκόμος (λόγιο) mittelgriechisch ἀμπελοκόμος[1] altgriechisch ἄμπελος, Συγχρονικά αναλύεται σε αμπελο- + -κόμος


άμυαλος

άμυαλος mittelgriechisch άμυαλος


αμυγδαλόλαδο

αμυγδαλόλαδο mittelgriechisch ἀμυγδαλόλαδον


αμυδρότητα

αμυδρότητα mittelgriechisch ἀμυδρότης


αναβίβαση

αναβίβαση (Katharevousa) ἀναβίβασις mittelgriechisch ἀναβίβασις Koine-Griechisch ἀναβιβασμός


αναβράζω

αναβράζω mittelgriechisch ἀναβράζω altgriechisch ἀναβράσσω ἀνά + βράσσω


αναβρύζω

αναβρύζω mittelgriechisch ἀναβρύζω altgriechisch ἀναβρύω


αναγάλλια

αναγάλλια mittelgriechisch ἀναγαλλιά ἀναγαλλιῶ Koine-Griechisch ἀγαλλιάω / ἀγαλλιῶ altgriechisch ἀγάλλω


αναγουλιάζω

αναγουλιάζω ανα- + mittelgriechisch γούλα + -ιάζω lateinisch gula (λαιμός) indoeuropäisch (Wurzel) *gʷel- (λαιμός)


αναγουλιαστικά

αναγουλιαστικά αναγουλιαστικός + -ά αναγουλιάζω mittelgriechisch γούλα + -ιάζω lateinisch gula (λαιμός) indoeuropäisch (Wurzel) *gʷel- (λαιμός)


αναδεξιμιός

αναδεξιμιός mittelgriechisch ἀναδεξιμαῖος (altgriechisch) ἀναδέχομαι


αναδίδω

αναδίδω mittelgriechisch ἀναδίδω altgriechisch ἀναδίδωμι δίδωμι indoeuropäisch (Wurzel) *dédeh₃- *deh₃-


αναδίνω

αναδίνω mittelgriechisch ἀναδίδω altgriechisch ἀναδίδωμι δίδωμι indoeuropäisch (Wurzel) *dédeh₃- *deh₃-


αναθεματίζω

αναθεματίζω mittelgriechisch ἀναθεματίζω spätgriechisch ἀνάθεμα ἀνάθημα (αφιέρωμα, τάμα) ἀνατίθημι


αναθύμηση

αναθύμηση mittelgriechisch ἀναθύμησις altgriechisch ἐνθύμησις ἐνθυμοῦμαι


ανάκατος

ανάκατος mittelgriechisch ἀνάκατος von αμαρτύρητο *ἀνώκατος ἄνω κάτω


ανακτορικός

ανακτορικός ἀνακτορικός in Katharevousa mittelgriechisch και altgriechisch ἀνάκτορον


αναλάμπω

αναλάμπω mittelgriechisch ἀναλάμπω (ακτινοβολώ) αλλά και vonυς παράλληλους τύπους ἀναλαμπαίνω και αναλαμπάνω (γίνομαι καλά και λάμπω, καίγομαι) ίσως επηρεασμένο τόσο von altgriechisch ἀναλαμβάνω όσο και von επίσης altgriechisch ἀναλάμπω (παίρνω φωτιά)


ανάλατος

ανάλατος mittelgriechisch α- στερητικό + αλάτι


αναλόγως

αναλόγως Katharevousa ἀναλόγως mittelgriechisch ἀναλόγως και ἀνάλογα altgriechisch ἀναλόγως


ανάμεσα

ανάμεσα mittelgriechisch ἀνάμεσα ἀνάμεσον altgriechisch ἀνάμεσος ἀνά + μέσος


ανάμεσο

ανάμεσο mittelgriechisch ἀνάμεσον altgriechisch ἀνάμεσος ἀνά + μέσος


αναμεταδίδω

αναμεταδίδω ανα- + μεταδίδω mittelgriechisch μεταδίδω altgriechisch μεταδίδωμι μετά + δίδωμι ((Lehnübersetzung) französisch retransmettre)


αναμεταξύ

αναμεταξύ ἀναμεταξύ in Katharevousa και mittelgriechisch και Koine-Griechisch altgriechisch ἀνά και μεταξύ (μετά + ξύν)


αναμονή

αναμονή mittelgriechisch ἀναμονή ἀναμένω


ανάμπαιγμα

ανάμπαιγμα αναμπαίζω mittelgriechisch ἀναμπαίζω και ἀνεμπαίζω altgriechisch ἀνά και ἐμπαίζω


αναμπαίζω

αναμπαίζω mittelgriechisch ἀναμπαίζω και ἀνεμπαίζω altgriechisch ἀνά και ἐμπαίζω


αναπαριστώ

αναπαριστώ ἀναπαριστῶ και ἀναπαριστάνω, η πρώτη λόγια λέξη της Katharevousaς von ἀνά και το παρίστημι um das französische wiederzugeben représenter, η δεύτερη πάλι λόγια λέξη von ἀνά και τη mittelgriechisch παριστάνω και παρασταίνω ( παρίστημι)


αναπνιά

αναπνιά mittelgriechisch ἀναπνιά altgriechisch ἀναπνέω πνέω indoeuropäisch (Wurzel) *pnew-


αναπτερώνω

αναπτερώνω mittelgriechisch ἀναπτερώνω και παράλληλα ἀναπτερυγιάζω altgriechisch ἀναπτερόω-ἀναπτερῶ


αναρμάτωτος

αναρμάτωτος mittelgriechisch αναρμάτωτος αρματώνω άρμα lateinisch arma indoeuropäisch (Wurzel) *h₂(e)rmos *h₂er- ‎(ἀραρίσκω)


ανασαιμιά

ανασαιμιά mittelgriechisch ἀνασασμός mittelgriechisch ἀνασαίνω ή von altgriechisch ἄνεσις ( ἀνίημι) ή άμεσα von ἀνίημι μέσω του αορίστου του ἀνέσαιμι


ανασαίνω

ανασαίνω mittelgriechisch ἀνασαίνω ἀνεσαίνω ἄνεσις


ανάσαση

ανάσαση mittelgriechisch ἀνάσαση και ἀνασασμός


ανασασμός

ανασασμός mittelgriechisch ἀνασασμός ἀνασαίνω + -σμος


ανασηκώνω

ανασηκώνω mittelgriechisch ἀνασηκώνω altgriechisch ἀνασηκόω - ἀνασηκῶ


ανασκαλώνω

ανασκαλώνω ανα- + σκαλώνω mittelgriechisch *σκαλώνω Koine-Griechisch σκάλα lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend- (πηδώ)


ανάσκελα

ανάσκελα mittelgriechisch ανάσκελα ανά + σκέλος


ανασκελώνω

ανασκελώνω mittelgriechisch ἀνασκελώνω ίσως von επίσης mittelgriechisch ἀνάσκελα ίσως αντιστρόφως


ανασκιρτώ

ανασκιρτώ mittelgriechisch ἀνασκιρτῶ ἀνά και altgriechisch σκιρτάω-σκιρτῶ


αναστέναγμα

αναστέναγμα mittelgriechisch ἀναστέναγμα και παράλληλοι τύποι ἀναστέναμα, ἀναστεναγμός, ἀναστεναμός altgriechisch ἀναστενάζω


αναστενάρης

αναστενάρης ίσως από mittelgriechisch λέξη που συνδύασε το αναστενάζω με το στρηνιάζω (ερωτικό πάθος, οίστρος)


αναστηλώνω

αναστηλώνω ἀναστηλώνω στην (Katharevousa) mittelgriechisch ἀναστηλώνω Koine-Griechisch ἀναστηλόω-ἀναστηλῶ ανά + στηλόω (στήνω, αφιερώνω μνημείο, τάμα)


ανασύρω

ανασύρω Katharevousa ἀνασύρω (ἀνά και σύρω mittelgriechisch ἀνασύρνω και ἀνασέρνω altgriechisch ἀνασύρομαι


ανατοκίζω

ανατοκίζω mittelgriechisch ἀνατοκίζω


αναφτερώνω

αναφτερώνω mittelgriechisch ἀναφτερώνω[1] Koine-Griechisch ἀναπτερώνω {νέα ελληνική ἀναπτερόω - ἀναπτερῶ. siehe auch ἀναπτερυγίζω


αναχωρητήριο

αναχωρητήριο mittelgriechisch ἀναχωρητήριον Koine-Griechisch ἀναχωρητής altgriechisch ἀναχωρέω / ἀναχωρῶ χωρέω / χωρῶ


αναψυχώνω

αναψυχώνω ἀναψυχώνω in Katharevousa mittelgriechisch ἀναψυχώνω και ἀναψυχῶ altgriechisch ἀναψύχω (δροσίζω αλλά και ανανεώνω, αναπτερώνω το ηθικό)


ανδράδελφος

ανδράδελφος mittelgriechisch ἀνδράδελφος / αντράδελφος Koine-Griechisch ἀνδράδελφος altgriechisch ἀνήρ + ἀδελφός


ανδρειεύω

ανδρειεύω mittelgriechisch ανδρειεύω


ανδρειώνω

ανδρειώνω mittelgriechisch ανδρειώνω Koine-Griechisch ἀνδρειόω / ἀνδρειῶ


ανδρόγυνο

ανδρόγυνο Katharevousa ἀνδρόγυνον mittelgriechisch ἀνδρόγυνον / ἀντρόγυνο(ν) Koine-Griechisch ἀνδρόγυνον altgriechisch ἀνδρόγυνον (ερμαφρόδιτος, γυναικωτός ἀνήρ + γυνή


ανεβάζω

ανεβάζω (Katharevousa) ἀνεβάζω mittelgriechisch ἀνεβάζω Koine-Griechisch ἀναβάζω υπό την επίδραση του ἀναβαίνω (ανεβαίνω εγώ) και του ἀναβιβάζω (ανεβάζω κάτι)


ανέβασμα

ανέβασμα mittelgriechisch ἀνέβασμα (σκάλα)


ανέγγιχτος

ανέγγιχτος άνέγγιχτος στην (Katharevousa) mittelgriechisch λέξη άνάγγιχτος από α στερητικό και ἐγγίζω, παράλληλη με το ἄγγιχτος ως αντώνυμο του άγγιχτός ( altgriechisch ἐγγύς)


ανεμόμυλος

ανεμόμυλος mittelgriechisch ἀνεμόμυλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανεμό- + μύλος


ανεμόσκαλα

ανεμόσκαλα mittelgriechisch ἀνεμόσκαλα altgriechisch ἄνεμος + Koine-Griechisch σκάλα ( lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend-)


ανεμπαίζω

ανεμπαίζω mittelgriechisch ἀνεμπαίζω ανα- + altgriechisch ἐμπαίζω


ανευλόγητος

ανευλόγητος mittelgriechisch ἀνευλόγητος altgriechisch εὐλογέω εὖ + λέγω


ανήμερα

ανήμερα mittelgriechisch ανήμερα altgriechisch ἐν ἡμέρᾳ (εντός της ημέρας)


ανημποριά

ανημποριά ανήμπορος + -ιά mittelgriechisch ἀνήμπορος ἀν- + ἠμπορῶ ἐμπορῶ altgriechisch εὐπορῶ


ανήμπορος

ανήμπορος mittelgriechisch ανήμπορος ημπορώ εμπορώ altgriechisch εὐπορῶ


ανήφορος

ανήφορος mittelgriechisch ανήφορος Koine-Griechisch ἀνώφορος altgriechisch ἀνωφερής


ανθός

ανθός mittelgriechisch ἀνθός, ἀθθός, ἀθός (πρβλ. ἀθθυμίζω ἐνθυμίζομαι) altgriechisch ἄνθος[1]


ανθότυρο

ανθότυρο mittelgriechisch ἀθότυρο μετά από λόγια επέμβαση που αποκατέστησε το χαμένο ν στο συνθετικό ἄθος και ἀθθός και ἀθός (που συνυπήρξε στο μεσαίωνα με το ἄνθος αλλά όχι για τα τυροκομικά)


ανθρακώνω

ανθρακώνω mittelgriechisch ἀνθρακόω altgriechisch ἀνθρακόομαι ἄνθραξ


ανθρωπιά

ανθρωπιά mittelgriechisch άνθρωπος + -ιά


ανιψιά

ανιψιά mittelgriechisch altgriechisch ἀνεψιά, Femininum von ἀνεψιός


ανιψίδι

ανιψίδι mittelgriechisch ἀνεψίδιν ἀνεψίδιον ἀνεψιός + -ίδιον


ανοιχτήρι

ανοιχτήρι mittelgriechisch ἀνοικτήριον altgriechisch ἀνοίγω / ἀνοίγνυμι


ανόρεχτος

ανόρεχτος mittelgriechisch ανόρεχτος altgriechisch ἀνόρεκτος


ανορθώνω

ανορθώνω mittelgriechisch ανορθώνω altgriechisch ἀνορθόω / ἀνορθῶ


ανταμείβω

ανταμείβω mittelgriechisch ἀνταμείβω altgriechisch ἀνταμείβομαι ἀμείβω


ανταμώνω

ανταμώνω mittelgriechisch ἀνταμώνω ἀντάμα


ανταρτικός

ανταρτικός mittelgriechisch ανταρτικός αντάρτης


άντε

άντε άμετε mittelgriechisch άμε[1] altgriechisch ἄγετε, προστακτική του ἄγω[2]. siehe auch το άιντε, δάνειο von türkisch haydi[3] ή hayde οθωμανικά τουρκικά هایده (hayde), هایدی (haydi)


αντεράστρια

αντεράστρια mittelgriechisch αντεράστρια altgriechisch ἀντεραστής ἐραστής ἐράω / ἐρῶ


άντερο

άντερο mittelgriechisch ἄντερο(ν) altgriechisch ἔντερον



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback