Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischάντζα mittelgriechisch άντζα / άτζα italienisch anca δημώδης lateinisch *hanca φραγκική *hanka proto-deutsch *ankō (άρθρωση, κλείδωση) proto-indogermanisch *ang- (άρθρωση, κλείδωση)
αντήλι mittelgriechisch ἀντήλιον altgriechisch ἀντήλιος ἀντί + ἥλιος
αντιγραφή mittelgriechisch ἀντιγραφή Koine-Griechisch ἀντιγραφή (=ἀντίγραφον, μεταγραφή) altgriechisch ἀντιγραφή ἀντί + γραφή ((Lehnbedeutung) γαλλικά copie)
αντίδερο mittelgriechisch αντίδερο αντίδωρο αντί + δώρο
αντίδι όψιμη mittelgriechisch mittelgriechisch εντύβιον, υποκ. του έντυβον και ίντυβον λατ. intibus.
αντιδονώ mittelgriechisch αντιδονώ ἀντί + δονέω / δονῶ
αντιζύγι mittelgriechisch αντιζύγι(ν) altgriechisch ἀντίζυγος ἀντί + ζυγός
αντίζυγο mittelgriechisch αντίζυγο(ν) altgriechisch ἀντίζυγος ἀντί + ζυγός
αντικρινός αντίκρυ + -ινός mittelgriechisch ἀντίκρυ altgriechisch ἀντικρύ
αντίκρυ mittelgriechisch ἀντίκρυ altgriechisch ἀντικρύ. siehe auch αντικρύ. [1]
αντιλόπη (αντιδάνειο), französisch antilope mittelgriechisch ἀνθόλοψ
αντιμαχία mittelgriechisch αντιμαχία Koine-Griechisch ἀντίμαχος altgriechisch μάχη
αντιμετριέμαι mittelgriechisch ἀντιμετρῶ (αποζημιώνω, ξεπληρώνω, αμείβω, τιμωρώ, αντιμετωπίζω)
αντιμήνσιο mittelgriechisch αντιμήνσιον αντί + lateinisch mensa (αντιτραπέζιον)
αντιμόνιο mittelgriechisch ἀντεμόνιον mittellateinisch antimonium arabisch إثمد (ʾiṯmid) altgriechisch στίμμι (αντιδάνειο) altägyptisch stm
αντίπασχα mittelgriechisch ἀντίπασχα ἀντί + Πάσχα
αντιπροίκι mittelgriechisch ἀντίπροικο ἀντί + altgriechisch προίξ πρό + ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι
αντίπροχθες mittelgriechisch αντίπροχθες
αντίς mittelgriechisch ἀντίς altgriechisch ἀντί
αντιστάθμιση mittelgriechisch ἀντιστάθμισις Koine-Griechisch ἀντισταθμίζω ἀντί + σταθμίζω σταθμόν
αντιστέκομαι mittelgriechisch, αντί + στέκομαι altgriechisch ἀνθίσταμαι
αντιστύλι mittelgriechisch αντιστύλι αντι- + στύλος
αντιφέγγω mittelgriechisch αντιφέγγω ἀντι- + φέγγω
αντίφωνο mittelgriechisch ἀντίφωνον altgriechisch ἀντίφωνος ἀντί + φωνή
αντιχτυπώ mittelgriechisch ἀντικτυπῶ ἀντι- + altgriechisch κτυπέω / κτυπῶ κτύπος
αντίψυχο mittelgriechisch ἀντίψυχον Koine-Griechisch ἀντίψυχος ἀντί + altgriechisch ψυχή
αντραλίζω mittelgriechisch αντραλίζω εντραλίζω τραλίζω
αντραλώνω αντραλίζω mittelgriechisch αντραλίζω εντραλίζω τραλίζω
άντρας mittelgriechisch ἄντρας αιτιατική τὸν ἄνδρα της altgriechisch ἀνήρ]. Με διατήρηση της προφοράς του νδ > ως [nd] με γραφή ντ>[1]
αντρειά mittelgriechisch αντρειά altgriechisch ἀνδρεία
αντρειεύω mittelgriechisch αντρειεύω αντρείος + -εύω
αντρειοσύνη mittelgriechisch αντρειοσύνη αντρείος altgriechisch ἀνδρεῖος
αντρειωμένος mittelgriechisch αντρειωμένος
αντρίκειος mittelgriechisch ἀντρίκειος altgriechisch ἀνδρικός ἀνήρ
αντρίκιος mittelgriechisch ἀντρίκειος altgriechisch ἀνδρικός ἀνήρ
αντρόγυνο mittelgriechisch αντρόγυνο
ανυπόμονος mittelgriechisch ανυπόμονος αν- + υπομονή
ανυπομονώ mittelgriechisch ανυπόμονος
ανύστακτος mittelgriechisch ανύστακτος
ανώγι mittelgriechisch ανώγι(ν) Koine-Griechisch ἀνώγειον
ανώι mittelgriechisch ανώγι(ν) Koine-Griechisch ἀνώγειον
ανώφελα ανώφελος + -α mittelgriechisch ἀνώφελος altgriechisch ἀνωφελής
ανώφελος mittelgriechisch ἀνώφελος altgriechisch ἀνωφελής
ανώφλι mittelgriechisch ανώφλι Koine-Griechisch ἀνώφλιον altgriechisch ἄνω + φλιά
άξαφνα mittelgriechisch έξαφνα altgriechisch ἐξαίφνης ἐξ + ἄφνω
αξίζω mittelgriechisch ἀξίζω altgriechisch ἄξιος
αξιοσύνη mittelgriechisch αξιοσύνη άξιος + -οσύνη
αξότητα mittelgriechisch αξότητα
αξούριστος mittelgriechisch αξούριστος
αόμματος mittelgriechisch όμματος ἀ- (στερητικό) + ὄμμα, μάτι
απάκι mittelgriechisch απάκι(ν)
απαντέχω mittelgriechisch ἀπαντέχω altgriechisch ὑπαντέχω[1]
απαράμιλλος mittelgriechisch ἀπαράμιλλος altgriechisch ἀ- + altgriechisch παράμιλλος παρά + ἅμιλλα
απαρέσκεια mittelgriechisch ἀπαρέσκεια altgriechisch ἀπαρέσκω
απαρνούμαι mittelgriechisch απαρνούμαι
άπαστρος mittelgriechisch άπαστρος πάστρα σπάστρα σπαστρεύω *σπαρτεύω σπάρτον altgriechisch σπάρτον σπαρτός σπείρω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω)
απατός mittelgriechisch απατός απαυτός
απαυτός mittelgriechisch απαυτός altgriechisch ἀπό αὐτόν αὐτός
απελευθερώνω mittelgriechisch ἀπελευθερώνω altgriechisch ἀπελευθερόω. Για σύγχρονους όρους, Lehnbedeutung από τη französisch libérer.[1] Συχρονικά αναλύεται σε (απο-) απ- + ελευθερώνω
απερπάτητος mittelgriechisch απερπάτητος α- + περπατώ
απήγανος mittelgriechisch ἀπήγανον altgriechisch πήγανον
απιδιά mittelgriechisch απιδιά απιδέα Koine-Griechisch ἀπίδιον altgriechisch ἄπιον (αχλάδι) ἄπιος (αχλαδιά)
απιθώνω mittelgriechisch ἀποθώνω ἀποθέτω altgriechisch ἀποτίθημι
απίστομα mittelgriechisch επίστομα altgriechisch ἐπί στόμα
απλήγωτος mittelgriechisch απλήγωτος α- + πληγώνω + -τος
απλούμιστος mittelgriechisch απλούμιστος α- + πλουμίζω + -τος πλουμί πλουμίον Koine-Griechisch πλοῦμον lateinisch pluma
απλοχεριά mittelgriechisch απλοχεριά
απλοχωριά mittelgriechisch απλοχωριά απλόχωρος
απλώνω mittelgriechisch απλώνω altgriechisch ἁπλόω / ἁπλῶ
απλωσιά mittelgriechisch ἁπλωσία Koine-Griechisch ἅπλωσις
απλωταριά mittelgriechisch ἁπλωταρέα ἁπλώνω altgriechisch ἁπλόω / ἁπλῶ
απλωτός mittelgriechisch απλωτός απλώνω
απόβαλμα mittelgriechisch απόβαλμα
αποβαρβαρώνω mittelgriechisch ἀποβαρβαροῦμαι ἀπό + βάρβαρος
απόβγαλμα mittelgriechisch απόβγαλμα αποβγάλλω
αποβραδίς mittelgriechisch ἀποβραδίς ἀπό + βράδυ βραδύς
απόγευμα mittelgriechisch ἀπόγευμα (ίδια σημασία) Koine-Griechisch ἀπόγευμα altgriechisch ἀπογεύω ἀπό + γεύω
απόδειπνο mittelgriechisch ἀπόδειπνον Koine-Griechisch ἀπόδειπνος ἀπό + altgriechisch δεῖπνον
αποδιώχνω mittelgriechisch αποδιώχνω από + διώχνω
αποζητώ mittelgriechisch αποζητώ απο- + ζητώ
αποθαλασσιά mittelgriechisch ἀποθαλασσία ἀπό + altgriechisch θάλασσα
αποθαμός mittelgriechisch αποθαμός αποθαίνω
αποθαρρύνω απο- + θαρρύνω ((Lehnübersetzung) französisch décourager) (πιθανά γύρω στο 1860· χρησιμοποιήθηκε το πρόθημα απο- σαν στερητικό και welches οδήγησε στη διαφοροποίηση της έννοιας της λέξης, και των παραγώγων της, von παλαιότερη λέξη ἀποθαρρύνω (με mittelgriechisch σημασία το αποθρασύνομαι και αρχαία ενθαρρύνω)
αποθέτω mittelgriechisch αποθέτω altgriechisch ἀποτίθημι
αποθυμιά mittelgriechisch αποθυμιά αποθυμώ
αποθυμώ mittelgriechisch αποθυμώ altgriechisch ἐπιθυμῶ
αποκαθηλώνω mittelgriechisch ἀποκαθηλόω ἀπό + Koine-Griechisch καθηλόω κατά + altgriechisch ἧλος
αποκάνω mittelgriechisch αποκάνω altgriechisch ἀποκάμνω
αποκόβω mittelgriechisch αποκόβω altgriechisch ἀποκόπτω
αποκορύφωση mittelgriechisch αποκορύφωσις αποκορυφώνω
απόκοτος mittelgriechisch απόκοτος από + κόττος (=κύβος, ζάρι)
αποκοτώ mittelgriechisch αποκοτώ απόκοτος
αποκριά mittelgriechisch ἀποκρέα ἀπόκρεως ἀπό + κρέως κρέας
αποκρυσταλλώνω αποκρυσταλλ- + -ώνω mittelgriechisch ἀποκρυσταλλοῦμαι (γίνομαι πάγος, παγώνω), και Lehnbedeutung από τη französisch cristalliser. Αναλύεται σε απο- + κρύσταλλος.[1]
απόκτημα mittelgriechisch απόκτημα αποκτώ
αποκτήνωση mittelgriechisch ἀποκτήνωσις Koine-Griechisch ἀποκτηνόω/ἀποκτηνῶ ἀπό + κτῆνος
αποκτώ mittelgriechisch ἀπoκτώ ἀπό (απο-) + κτῶ altgriechisch κτῶμαι. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀποκτῶμαι (χάνω την κατοχή)[1]
αποκύημα mittelgriechisch ἀποκύημα ἀποκυέω (γεννώ) ἀπό (ξε-)+ κυέω (φουσκώνω)
απολειτουργώ mittelgriechisch απολειτουργώ απο- + λειτουργώ
απολησμονιά mittelgriechisch απολησμονιά
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.