Griechische Definition zu αντιχτυπώ
αντιχτυπώ [andíxtipó] (& Solom αντικτυπώ) αντιχτυπά & αντιχτυπάει, ipf αντιχτυπούσα (& 3sg αντιχτύπα [Sikel]), aor αντιχτύπησα (subj αντιχτυπήσω), mi αντιχτυπιέμαι L & region.
① to strike or hit back:
ρίχνανε όλα τα κανόνια μαζί, μα το κάστρο αντιχτυπούσε ανδρεία (KRados) |
ο τύραννος δεν άργησε ν' αντιχτυπήσει, καταδικάζοντας σε θάνατο τρεις πασάδες (Floros) θέλησε να συγκρατήσει τα μπουλούκια του πριν προλάβουν οι Tούρκοι ν' αντιχτυπήσουν (Petsadivs)
ⓐ retort, reply:
το πρόσωπό του σκοτείνιασε, μα δε βρήκε λόγο βαρύ ν' αντιχτυπήσει (GPhidivppou) |
poem μα ο δοξαράς τη σκότα σφίγγοντας αντιχτυπάει του βλάμη |
| "πολύ μου αρέσει .. τ' όνειρο και χέρα δε σηκώνω!" (Kazantz Od 8.1192)
② strike, stamp, hit:
αντιχτυπούσε τα ξύλινα τσόκαρά της στο πάτωμα |
άμποτε ν' αντιχτυπήσει η αύρα τα κουρασμένα μέτωπά μας (Tsatsos) |
poem .. το .. μαστίγι του χερώνει, | το αντιχτυπάει, τινάξαν τ' άλογα το πέρφανο κεφάλι | κι ορμούν κλ (Kazantz Od 4.1344) |
.. νοιώθει με λαχτάρα | ν' αντιχτυπούν τα κύματα, να κρουν σα στήθια το κορμί του (ib 21.981)
ⓑ hit or clash against each other:
τα αίματά τους ορμούν ενάντια, αντιχτυπιούνται, βροντάνε τον ίδιο άγριο ρυθμό (Myriv) |
οι καιροί μας αλλάζουν μορφή γοργά κι αντιχτυπούν από τον ένα τοίχο στον άλλο (Panagiotop) |
poem εάν οι άνεμοι .. | μουγκοφυσούν, σειούνται σειούνται τα μαυράδια, | οπού οι κλώνοι αντικτυπούν (Solom) |
.. σκουντρίξαν τα σκουτάρια | και των αντρών των χαλκοθώρακων η αντρειά, κι αντιχτυπούσαν | οι αφαλωτές ασπίδες (Homer Il 4.448 Kaz-Kakr)
③ resound, reverberate, echo (of place or sound) (syn in αντηχώ):
όταν περπατούσε αντιχτυπούσαν οι πλάκες |
οι εκρήξεις αντιχτυπιούνται στα τοιχώματα |
ο αντίλαλος αντιχτυπήθηκε μέσα στο σπίτι |
η φωνή της αντιχτύπησε στη λαγκαδιά, στη ρεματιά |
poem και φάνη μου πως η καρδιά | της γης βαριά αντιχτύπα (Sikel) |
στο δεύτερο, το τούμπανο βροντάει κι αντιχτυπάει το χώμα (Kazantz Od 6.149)
ⓒ be reflected (syn αντικαθρεφτίζομαι [αντικαθρεφτίζω 1]):
το φως του ήλιου αντιχτυπάει στην ασπρίλα του βουνού |
poem .. μια αχτίδα ..|..| στη λόγχη μου αντιχτύπησεν, ακέριες | τις κορυφές εχρύσωσε κλ (Sikel)
ⓓ fig be reflected or echoed, reverberate (of events, thoughts etc):
κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες (Kazantz) |
ο μυθιστοριογράφος αισθάνεται ν' αντιχτυπά μέσα του η ζωή σαν χείμαρρος ασταμάτητος (Chatzinis) |
το ατύχημα αντιχτυπάει στη νεοελληνική ποίηση (Palam) |
poem .. ήσουν η πιο μεγάλη | κι αντιχτυπούσε απάνω σου κάποιος υπέρθεος νους (id.)
[fr K, PatrG ἀντικτυπῶ]
[...]
http://www.greek-language.gr