Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αστερίσκος

αστερίσκος (λόγιο) Koine-Griechisch ἀστερίσκος[1] ἀστήρ, ἀστερ- + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος


αστενοχώρητος

αστενοχώρητος Koine-Griechisch ἀστενοχώρητος


αστειότητα

αστειότητα Koine-Griechisch ἀστειότης


αστεΐζομαι

αστεΐζομαι Koine-Griechisch ἀστεΐζομαι


άσπρος

άσπρος Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


ασπροπάρι

ασπροπάρι *ασπογυπάρι Koine-Griechisch ἄσπρος ( lateinisch asper) + altgriechisch γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ


ασπρίλα

ασπρίλα άσπρος + -ίλα Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


ασπράδα

ασπράδα mittelgriechisch ασπράδα Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


άσπονδος

άσπονδος Koine-Griechisch ἄσπονδος ἀ- στερητικό + σπονδή


ασπλαχνία

ασπλαχνία Koine-Griechisch ἀσπλαγχνία


Ασμοδαίος

Ασμοδαίος Koine-Griechisch Ἀσμοδαῖος hebräisch אשמדאי‎


ασκί

ασκί mittelgriechisch ασκί(ν) Koine-Griechisch ἀσκίον, υποκοριστικό της αρχαίας ελληνικής λέξης ἀσκός


ασκητήριο

ασκητήριο Koine-Griechisch ἀσκητήριον (2. (Lehnbedeutung) französisch ermitage)


ασκεπής

ασκεπής Koine-Griechisch ἀσκεπής


άσκαυλος

άσκαυλος ασκός + αυλός + -ος (πβ. Koine-Griechisch ἀσκαύλης)


ασκανδάλιστος

ασκανδάλιστος Koine-Griechisch ἀσκανδάλιστος σκάνδαλον


ασκανδάλιστα

ασκανδάλιστα ασκανδάλιστος + -α Koine-Griechisch ἀσκανδάλιστος σκάνδαλον


ασελγώ

ασελγώ Koine-Griechisch ἀσελγέω altgriechisch ἀσελγής


ασεβώς

ασεβώς Koine-Griechisch ἀσεβῶς altgriechisch ἀσεβής


ασβέστιο

ασβέστιο Koine-Griechisch ἀσβέστιον altgriechisch ἄσβεστος


αρωματικός

αρωματικός Koine-Griechisch ἀρωματικός altgriechisch ἄρωμα ἀρόω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂erh₃- (οργώνω) (2. (Lehnbedeutung) englisch aromatic)


αρχολίπαρος

αρχολίπαρος Koine-Griechisch αρχή + λιπαρῶ (=επιθυμώ, επιζητώ)


αρχιτελώνης

αρχιτελώνης Koine-Griechisch ἀρχιτελώνης altgriechisch ἀρχή + τελώνης τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, στρίβω)


αρχιμηνιά

αρχιμηνιά mittelgriechisch αρχιμηνιά[1] Koine-Griechisch ἀρχιμηνία[2] ἀρχι- + altgriechisch μήν


αρχιμανδρίτης

αρχιμανδρίτης Koine-Griechisch ἀρχιμανδρίτης ἀρχι- + μάνδρα


αρχιληστής

αρχιληστής Koine-Griechisch ἀρχιλῃστής ἀρχι- + λῃστής


αρχιεπίσκοπος

αρχιεπίσκοπος Koine-Griechisch ἀρχιεπίσκοπος ἀρχι- + ἐπίσκοπος


αρχίδι

αρχίδι mittelgriechisch ἀρχίδι ἀρχίδια τὰ 'ρχίδια τὰ ὀρχίδια Koine-Griechisch ὀρχίδιον, υποκοριστικό του ὄρχις (altgriechisch )


αρχέτυπο

1 αρχέτυπο Koine-Griechisch ἀρχέτυπον, Maskulinum von ἀρχέτυπος altgriechisch ἀρχή + τύπος


αρχειοφύλακας

αρχειοφύλακας Koine-Griechisch ἀρχειοφύλαξ


αρχέγονος

αρχέγονος Koine-Griechisch ἀρχέγονος ἀρχή + -γονος ( γίγνομαι)


αρχαϊστής

αρχαϊστής französisch archaïste archaïsme lateinisch archaismus archaismos Koine-Griechisch ἀρχαϊσμός (αντιδάνειο)


αρχαιόθεν

αρχαιόθεν Koine-Griechisch ἀρχαιόθεν


αρχαΐζω

αρχαΐζω Koine-Griechisch ἀρχαΐζω


αρχάγγελος

αρχάγγελος Koine-Griechisch ἀρχάγγελος altgriechisch ἄρχω + ἄγγελος. Συγχρονικά αναλύεται σε αρχ- + άγγελος


αρτεμισία

αρτεμισία Koine-Griechisch ἀρτεμισία altgriechisch Ἀρτεμισία Ἄρτεμις


αρσενοκοίτης

αρσενοκοίτης Koine-Griechisch ἀρσενοκοίτης ἄρσην + κοίτη


αρραβωνιάζω

αρραβωνιάζω mittelgriechisch Koine-Griechisch ἀρραβωνίζω altgriechisch ἀρραβών


αρπακτικός

αρπακτικός Koine-Griechisch ἁρπακτικός


άρπαγμα

άρπαγμα Koine-Griechisch ἅρπαγμα altgriechisch ἁρπάζω


αρματοδρομία

αρματοδρομία (λόγιο) Koine-Griechisch ἁρματοδρομία. Συγχρονικά αναλύεται σε άρματ(ος) + -ο- + -δρομία


άρκευθος

άρκευθος Koine-Griechisch ἄρκευθος


αριστεροχειρία

αριστεροχειρία Koine-Griechisch ἀριστερόχειρ


αριστερόχειρας

αριστερόχειρας Koine-Griechisch ἀριστερόχειρ


άρθρωση

άρθρωση Koine-Griechisch ἄρθρωσις altgriechisch ἄρθρον ἀραρίσκω (συνενώνω, συνάπτω)


αρέσκεια

αρέσκεια Koine-Griechisch ἀρέσκεια ἀρεσκεύομαι ἀρέσκω


αργυροχόος

αργυροχόος Koine-Griechisch ἀργυροχόος ἄργυρος + χέω


αργυρολογία

αργυρολογία Koine-Griechisch ἀργυρολογία altgriechisch ἀργυρολόγος ἀργυρός + λέγω


αργυραμοιβός

αργυραμοιβός Koine-Griechisch ἀργυραμοιβός


αργάτης

αργάτης mittelgriechisch Koine-Griechisch ἐργάτης


αργαλειός

αργαλειός αργαλειό Koine-Griechisch ἀργαλεῖον altgriechisch ἐργαλεῖον ἔργον


αργαλειό

αργαλειό Koine-Griechisch ἀργαλεῖον altgriechisch ἐργαλεῖον ἔργον


αραβίδα

αραβίδα Katharevousa αραβίς Αραβίς Άραβας Koine-Griechisch Ἄραψ


απροσωπόληπτος

απροσωπόληπτος Koine-Griechisch ἀπροσωπόληπτος ἀ- + προσωπολήπτης altgriechisch πρόσωπον + λαμβάνω


απρόσκοπτος

απρόσκοπτος Koine-Griechisch ἀπρόσκοπτος (που δε συναντά εμπόδια) α- στερητικό + προσκόπτω (σκοντάφτω)


απρονοησία

απρονοησία Koine-Griechisch ἀπρονοησία altgriechisch ἀπρονόητος προνοέω πρό + νοέω


απρόκοφτος

απρόκοφτος Koine-Griechisch άπρόκοπος


απρόκοπος

απρόκοπος (Katharevousa) και mittelgriechisch ἀπρόκοπος Koine-Griechisch ἀπρόκοπος α στερητικό και προκόπτω (προχωρώ, προοδεύω)


Απριλομάης

Απριλομάης Απρίλης ( lateinisch aprilis ετρουσκικά Apru αρχαία ελληνικά Ἀφρώ Ἀφροδίτη (αντιδάνειο)) + -ο- + Μάης ( Μάιος Koine-Griechisch Μάιος lateinisch Maius Maia altgriechisch Μαῖα (αντιδάνειο) μαῖα proto-indogermanisch *méh₂tēr)


άπραγος

άπραγος Koine-Griechisch ἄπραγος


αποψίλωση

αποψίλωση Koine-Griechisch ἀποψίλωσις altgriechisch ἀποψιλόω/ἀποψιλῶ ἀπό + ψιλός


απόψε

απόψε mittelgriechisch απόψε Koine-Griechisch ἀποψέ ἀπ’ ὀψέ


απόχυμα

απόχυμα Koine-Griechisch ἀπόχυμα


απόχρωση

απόχρωση Koine-Griechisch ἀπόχρωσις ἀποχρώννυμι ἀπό + χρώννυμι / χρωννύω altgriechisch χρῴζω indoeuropäisch (Wurzel) *gʰrēw- ‎(αλέθω, τρίβω) *gʰer- (τρίβω) ‎((Lehnbedeutung) französisch coloration)


αποχή

αποχή Koine-Griechisch ἀποχή altgriechisch ἀπέχω ἀπό + ἔχω (1.(Lehnbedeutung) französisch abstention)


αποχέτευση

αποχέτευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀποχέτευ(σις) + -ση altgriechisch ἀποχετεύω ὀχετός ὄχος / ὀχέω ἔχω


αποχαιρετώ

αποχαιρετώ mittelgriechisch αποχαιρετώ Koine-Griechisch ἀποχαιρετίζω ἀπό + χαιρετίζω χαῖρε, β’ ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος χαίρω proto-griechisch *kʰəřřō indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰer- (λαχταρώ, ποθώ)


αποχαιρετίζω

αποχαιρετίζω Koine-Griechisch ἀποχαιρετίζω ἀπό + χαιρετίζω χαῖρε, β’ ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος χαίρω proto-griechisch *kʰəřřō indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰer- (λαχταρώ, ποθώ)


αποφώνηση

αποφώνηση Koine-Griechisch ἀποφωνέω / ἀποφωνῶ + -ση


αποφούρνισμα

αποφούρνισμα αποφουρνίζω + -μα φούρνος Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


αποφουρνίζω

αποφουρνίζω από + φουρνίζω φούρνος Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


αποφορτίζω

αποφορτίζω Koine-Griechisch ἀποφορτίζω (1.(Lehnbedeutung) französisch décharger)


αποφορά

αποφορά Koine-Griechisch ἀποφορά (παρόμοια σημασία) altgriechisch ἀποφορά


αποφοίτηση

αποφοίτηση Koine-Griechisch ἀποφοίτησις altgriechisch ἀποφοιτῶ ἀπό + φοιτῶ


αποφασίζω

αποφασίζω mittelgriechisch αποφασίζω Koine-Griechisch ἀπόφασις altgriechisch ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω


αποτύπωση

αποτύπωση Koine-Griechisch ἀποτύπωσις


αποτυπώνω

αποτυπώνω Koine-Griechisch ἀποτυπόω / ἀποτυπῶ


αποτυμπανισμός

αποτυμπανισμός Koine-Griechisch ἀποτυμπανισμός


αποτρυγώ

αποτρυγώ Koine-Griechisch ἀποτρυγάω / ἀποτρυγῶ ἀπό + altgriechisch τρυγάω / τρυγῶ τρύγη


αποτροπιασμός

αποτροπιασμός Koine-Griechisch ἀποτροπιασμός (που σήμαινε: τελετή για την αποτροπή του κακού) (Lehnbedeutung) französisch exécration


αποτροπιάζω

αποτροπιάζω Koine-Griechisch ἀποτροπιάζω


αποτρίχωση

αποτρίχωση mittelgriechisch αποτρίχωσις αποτρίχω Koine-Griechisch ἀπότριχος ἀπό + altgriechisch θρίξ ((Lehnübersetzung) französisch épilation)


αποτριχώνω

αποτριχώνω αποτρίχωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch αποτρίχωσις αποτρίχω Koine-Griechisch ἀπότριχος ἀπό + altgriechisch θρίξ


απότμημα

απότμημα Koine-Griechisch ἀπότμημα altgriechisch ἀποτέμνω ἀπό + τέμνω


αποτιτάνωση

αποτιτάνωση αποτιτάνωσις (Katharevousa) από + Koine-Griechisch τιτανοῦμαι


απότιστος

απότιστος Koine-Griechisch ἀπότιστος


απότιση

απότιση Koine-Griechisch ἀπότισις / ἀπότεισις altgriechisch ἀποτίνω ἀπό + τίνω (με επιρροή και του ρήματος τίω)


αποτίμηση

αποτίμηση Koine-Griechisch ἀποτίμησις altgriechisch ἀποτιμάω ἀπό + τιμάω


αποτέφρωση

αποτέφρωση αποτεφρώνω + -ση Koine-Griechisch ἀποτεφρόω / ἀποτεφρῶ ἀπό altgriechisch τέφρα


αποταμιεύω

αποταμιεύω Koine-Griechisch ἀποταμιεύω / ἀποταμιεύομαι ἀπό + altgriechisch ταμιεύω ταμίας τέμνω proto-indogermanisch *tm̥-n-h₂- *temh₂- ‎(κόβω)


αποταμίευση

αποταμίευση Katharevousa αποταμίευσις αποταμιεύω + -σις Koine-Griechisch ἀποταμιεύομαι altgriechisch ταμιεύω ταμιεῖον ταμίας


αποσχηματίζω

αποσχηματίζω Koine-Griechisch ἀποσχηματίζω


αποσυνάγωγος

αποσυνάγωγος Koine-Griechisch ἀποσυνάγωγος συναγωγή


απόστροφος

απόστροφος Koine-Griechisch ἀπόστροφος, substantiviertes Femininum des altgriechischen επιθέτου ἀπόστροφος (στραμμένος σε άλλη μεριά) ἀπό (από-) + -στροφος. Το αρσενικό, προσαρμοσμένος τύπος της δημοτικής. [1]


αποστρατεύω

αποστρατεύω Koine-Griechisch ἀποστρατεύομαι ἀπό + altgriechisch στρατεύω στρατός


αποστραγγίζω

αποστραγγίζω Koine-Griechisch ἀποστραγγίζομαι ἀπό + στραγγίζω στράγξ ((Lehnbedeutung) französisch égoutter)


αποστομώνω

αποστομώνω Koine-Griechisch ἀποστομόω / ἀποστομῶ


αποστολικός

αποστολικός Koine-Griechisch ἀποστολικός ἀπόστολος (απόστολος altgriechisch ἀπόστολος (πρεσβευτής ἀποστέλλω ἀπό + στέλλω ((Lehnbedeutung) französisch apôtre)


αποστηθίζω

αποστηθίζω Koine-Griechisch ἀποστηθίζω ἀπό στήθους altgriechisch στῆθος


αποστείρωση

αποστείρωση mittelgriechisch αποστείρωσις Koine-Griechisch ἀποστειρόω / ἀποστειρῶ ἀπό + στειρόω / στειρῶ altgriechisch στεῖρος (2. (Lehnbedeutung) englisch sterilization)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback