Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



κουράζω

κουράζω mittelgriechisch κουράζω κουρά -κούρεμα (πήρε γρήγορα τη σημερινή σχετικά δυσάρεστη έννοια επειδή συνδέθηκε στο Βυζάντιο με το κούρεμα των μοιχαλίδων, των μοναχών και των κατάδικων αλλά και υπό την επίδραση ίσως des altgriechischen κείρω)


δοσοληψία

δοσοληψία spätgriechisch δοσο- (altgriechisch δόσις) + -ληψία ( altgriechisch λῆψις)


αναγγέλλω

αναγγέλλω altgriechisch


αιματουρία

αιματουρία (entlehnt aus) französisch hématurie altgriechisch αἷμα + οὖρον


πρωτόνιο

πρωτόνιο (entlehnt aus) englisch proton (1919-1920) altgriechisch πρῶτον πρῶτος


νεφρίτιδα

νεφρίτιδα altgriechisch νεφρῖτις


κηροπήγιο

κηροπήγιο Katharevousa κηροπήγιον κηρός + πήγ- (altgriechisch πήγνυμι) + -ιον με κατάληξη της κοινής νεοελληνικής -ιο[1]


εξαίφνης

εξαίφνης altgriechisch ἐξαίφνης ἐξ + ἄφνω


ατασθαλία

ατασθαλία altgriechisch ἀτασθαλία ἀτάσθαλος πιθανόν από τη φράση: ἄτας θάλλων (αυτός που προκαλεί συμφορές)


αγχόνη

αγχόνη altgriechisch ἀγχόνη


φαντεζί

φαντεζί französisch fantaisie altgriechisch φαντάζω (αντιδάνειο)


περιπτεράς

περιπτεράς περίπτερο + -άς Koine-Griechisch περίπτερον, Maskulinum von περίπτερος περί + altgriechisch πτερόν πέτομαι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ)


έντρομα

έντρομα έντρομος + -α Koine-Griechisch ἔντρομος altgriechisch ἐν + τρόμος proto-indogermanisch *trem- (τρέμω) *ter- (αδύναμος, τρυφερός)


έμβολο

έμβολο Katharevousa ἔμβολον altgriechisch ἔμβολον ἐμβάλλω


εκατονταετία

εκατονταετία altgriechisch ἑκατονταετία ἑκατόν + ἔτος + -ία


βυθοκόρος

βυθοκόρος βυθός + altgriechisch κορέω + -ος ((Lehnübersetzung) französisch cure-môle)


ανέχομαι

ανέχομαι altgriechisch ἀνέχομαι, Passiv von ἀνέχω ἀνά + ἔχω


χρηστότητα

χρηστότητα altgriechisch χρηστότης


στρόβιλος

στρόβιλος για τη μετεωρολογία και φυσική (λόγιο) Koine-Griechisch στρόβιλος altgriechisch στρόβος στρέφω


προσέτι

προσέτι altgriechisch προσέτι


θρεπτικός

θρεπτικός altgriechisch θρεπτικός


ευτελής

ευτελής altgriechisch εὐτελής


επίταση

επίταση altgriechisch ἐπίτασις


εικονικός

εικονικός Koine-Griechisch εἰκονικός altgriechisch εἰκών (3.(Lehnübersetzung) englisch virtual)


απόσχιση

απόσχιση altgriechisch ἀπόσχισις ἀποσχίζω ἀπό + σχίζω proto-griechisch *skʰídyō indoeuropäisch (Wurzel) *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) *skey (χωρίζω, ανατέμνω)


αναίσθητος

αναίσθητος altgriechisch ἀναίσθητος α- στερητικό + αἰσθάνομαι


αδρανής

αδρανής altgriechisch ἀδρανής α- (στερητικό) + δραίνω δράω


τρίμμα

τρίμμα altgriechisch τρῖμμα τρίβω


ρόδιο

ρόδιο (entlehnt aus) neulateinisch rhodium altgriechisch ῥόδον


περίσσευμα

περίσσευμα Koine-Griechisch περίσσευμα altgriechisch περισσεύω περισσός / περιττός περί indoeuropäisch (Wurzel) *per-


θησαυροφυλάκιο

θησαυροφυλάκιο Koine-Griechisch θησαυροφυλάκιον altgriechisch θησαυρός + φυλάσσω


εντοπιότητα

εντοπιότητα εντόπιος + -ότητα altgriechisch ἐντόπιος


ανισορροπία

ανισορροπία Koine-Griechisch ἀνισορροπία ἰσορροπία altgriechisch ἰσόρροπος ῥοπή (2. (Lehnbedeutung) französisch déséquilibre)


αδικώ

αδικώ altgriechisch ἀδικέω, -ῶ


ψύλλος

ψύλλος altgriechisch ψύλλος ή ἡ ψύλλα[1]


χόνδρος

χόνδρος altgriechisch χόνδρος (σβώλος από κάτι που δεν έχει αλεστεί πλήρως και χόνδρος με τη σημερινή έννοια)


χοιροβοσκός

χοιροβοσκός Koine-Griechisch χοιροβοσκός altgriechisch χοῖρος + βοσκός


φέγγω

φέγγω altgriechisch φέγγω φέγγος (συγγενές του φάος)


πνεύμονας

πνεύμονας altgriechisch πνεύμων


παντομίμα

παντομίμα (αντιδάνειο) französisch pantomime lateinisch pantomimus spätgriechisch παντόμιμος παντο- + μίμος altgriechisch πᾶς + μιμέομαι


κάλμα

κάλμα italienisch calma spätlateinisch cauma altgriechisch καῦμα καίω (αντιδάνειο)


ένοπλος

ένοπλος (λόγιο) altgriechisch ἔνοπλος. Συγχρονικά αναλύεται σε έν- + όπλ(ο) + -ος


διασκεδάζω

διασκεδάζω Koine-Griechisch διασκεδάζω altgriechisch διασκεδάννυμι (von αόριστο διεσκέδασα) διά + σκεδάννυμι proto-indogermanisch *sqhed- (1-4: (Lehnübersetzung) französisch dissiper)


άνοστος

άνοστος altgriechisch ἄνοστος ἀ- + νόστος


φοιτώ

φοιτώ altgriechisch φοιτῶ, συνηρημένου τύπου του φοιτάω (και του ιωνικού φοιτέω)


παράσιτο

παράσιτο (entlehnt aus) französisch parasite[1] altgriechisch παράσιτος παρά + σῖτος


κλιμακτήριος

κλιμακτήριος (entlehnt aus) englisch climacterial neulateinisch climacterium climacter altgriechisch κλιμακτήρ (σκαλοπάτι, κρίσιμο σημείο)[1]


ιπποπόταμος

ιπποπόταμος Koine-Griechisch ἱπποπόταμος altgriechisch ἵππος + ποταμός


επαΐων

επαΐων altgriechisch ἐπαΐων


ανιψιά

ανιψιά mittelgriechisch altgriechisch ἀνεψιά, Femininum von ἀνεψιός


ανελευθερία

ανελευθερία altgriechisch ἀνελευθερία ἀν- + ἐλευθερία


ισχύω

ισχύω altgriechisch ἰσχύω


εξημερώνω

εξημερώνω (λόγιο) altgriechisch ἐξημερ(ῶ) (συνηρημένος τύπος του ἐξημερόω: ξεχερσώνω γη, με ελληνιστική σημασία: εξανθρωπίζω) + -ώνω. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + ημερώνω ήμερος. Διαφορετικής σημασίας το μεσαιωνικό ἐξημερώνω


γδύνω

γδύνω mittelgriechisch altgriechisch ἐκδύω


αυτόγραφο

αυτόγραφο altgriechisch αὐτόγραφον


απονέμω

απονέμω altgriechisch ἀπονέμω ἀπό + νέμω ((Lehnbedeutung) französisch attribuer)


συμφέρω

συμφέρω altgriechisch συμφέρω


ιμάτιο

ιμάτιο altgriechisch ἱμάτιον


δοτική

δοτική altgriechisch δοτική, substantiviertes Femininum des Adjektivs δοτικός δίδωμι


γλυκύτητα

γλυκύτητα altgriechisch γλυκύτης γλυκύς


απόρθητα

απόρθητα απόρθητος + -α altgriechisch ἀπόρθητος πορθέω / πορθῶ πέρθω ( indoeuropäisch (Wurzel) *bheredh-: κόβω)


αμόνι

αμόνι mittelgriechisch αμόνι(ν) Koine-Griechisch ἀκμόνιον altgriechisch ἄκμων


αγκινάρα

αγκινάρα mittelgriechisch ἀγκινάρα Koine-Griechisch κινάρα altgriechisch κυνάρα


χτένα

χτένα altgriechisch ο κτείς, του κτενός


πατερίτσα

πατερίτσα mittelgriechisch πατερική (ράβδος, βακτηρία) πατερικός altgriechisch πατήρ


παλαιότητα

παλαιότητα altgriechisch παλαιότης παλαιός + -ότης / -ότητα


λειτουργώ

λειτουργώ altgriechisch λειτουργῶ


καθορίζω

καθορίζω Koine-Griechisch καθορίζω κατά + altgriechisch ὁρίζω ὅρος proto-griechisch wórwos proto-indogermanisch *werw- ((Lehnübersetzung) französisch déterminer)


ιδιοφυΐα

ιδιοφυΐα altgriechisch ἰδιοφυΐα


ευρύχωρος

ευρύχωρος altgriechisch εὐρύχωρος


εκσκαφέας

εκσκαφέας εκσκαφή + -έας Koine-Griechisch ἐκσκαφή ἐκσκάπτω ἐκ + altgriechisch σκάπτω ((Lehnübersetzung) englisch excavator)


άδειος

άδειος altgriechisch ἄδειος


χάρακας

χάρακας altgriechisch χάραξ


αφύσικος

αφύσικος altgriechisch ἀφύσικος ἀ- + φυσικός φύσις φύω


ακριβολογώ

ακριβολογώ altgriechisch ἀκριβολογέομαι-ἀκριβολογοῦμαι


σήμαντρο

σήμαντρο altgriechisch σήμαντρον


προσκαλώ

προσκαλώ altgriechisch προσκαλέω / προσκαλῶ πρός + καλέω / καλῶ


παραχαράκτης

παραχαράκτης Koine-Griechisch παραχαράκτης altgriechisch παραχαράσσω


μελιά

μελιά altgriechisch μελία


μανιακός

μανιακός altgriechisch μανιακός (μαινόμενος)


λευκότητα

λευκότητα altgriechisch λευκότης


καταιγισμός

καταιγισμός altgriechisch καταιγισμός


θαυμάσιος

θαυμάσιος altgriechisch θαυμάσιος


υμνωδός

υμνωδός altgriechisch ὑμνῳδός


τσιρίζω

τσιρίζω altgriechisch συρίζω (orthografische Vereinfachung[1]) σῦριγξ vorhellenistisch[2]


κύμβαλο

κύμβαλο altgriechisch κύμβαλον κύμβος / κύμβη


κτύπος

κτύπος altgriechisch κτύπος


ζαρώνω

ζαρώνω mittelgriechisch ζαρώνω (μικραίνω, πτυχώνομαι, τσαλακώνομαι) οζαρώνω ίσως από altgriechisch ὄζος (μεταξύ άλλων και το μάτι του φυτού), αλλά αβέβαιο


ερωδιός

ερωδιός altgriechisch ἐρῳδιός


βομβαρδίζω

βομβαρδίζω ιταλικά bombardare bomba ( altgriechisch βόμβος) + ardo ( altgriechisch ἄρδω (=ποτίζω) ) + λατινικά κατάλ. απαρ. -re


αγοραφοβία

αγοραφοβία (entlehnt aus) deutsch Agoraphobie altgriechisch ἀγορά + -φοβία


φρασεολογία

φρασεολογία (entlehnt aus) französisch phraséologie ή neulateinisch phraseologia phrase- altgriechisch φρασεω- (φράσις) + -logia ή -logie altgriechisch -λογία[1]


προφέρω

προφέρω altgriechisch προφέρω προ- + φέρω (φέρνω μπροστά)


νυμφίος

νυμφίος altgriechisch νυμφίος


μολυβδαίνιο

μολυβδαίνιο (entlehnt aus) neulateinisch molybdaenum altgriechisch μόλυβδος (επειδή τα δυο στοιχεία συγχέονται συχνά)


λαρδί

λαρδί mittelgriechisch λαρδί(ο)ν, υποκοριστικό του (Koine-Griechisch) λάρδος lateinisch lardum (=αλατισμένο / παστωμένο κρέας) altgriechisch λαρινός (=παχύς, λιπαρός) (αντιδάνειο)


ίκτερος

ίκτερος altgriechisch ἴκτερος


επικρίνω

επικρίνω altgriechisch ἐπικρίνω ((Lehnübersetzung) französisch censurer)


εγκάρδιος

εγκάρδιος altgriechisch ἐγκάρδιος ἐν + καρδία ((Lehnübersetzung) französisch cordial)


άτοπο

άτοπο ἄτοπον in Katharevousa και στην altgriechisch von Maskulinum von επιθέτου ἄτοπος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback