Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischδιασπείρω altgriechisch διασπείρω ((Lehnbedeutung) englisch disseminate)
διασκορπώ διασκορπίζω Koine-Griechisch διασκορπίζω διά + σκορπίζω altgriechisch σκορπίος proto-indogermanisch *(s)ker- (κόβω)
διασκορπισμός Koine-Griechisch διασκορπισμός διασκορπίζω διά + σκορπίζω altgriechisch σκορπίος proto-indogermanisch *(s)ker- (κόβω)
διασκόρπιση Koine-Griechisch διασκόρπισις διασκορπίζω διά + σκορπίζω altgriechisch σκορπίος proto-indogermanisch *(s)ker- (κόβω)
διασκορπίζω Koine-Griechisch διασκορπίζω διά + σκορπίζω altgriechisch σκορπίος proto-indogermanisch *(s)ker- (κόβω)
διάσκεψη altgriechisch διάσκεψις διασκέπτομαι διά + σκέπτομαι ((Lehnbedeutung) französisch délibération)
διασκευή Koine-Griechisch διασκευή διά + altgriechisch σκευή ((Lehnübersetzung) französisch arrangement)
διασκευαστής Koine-Griechisch διασκευαστής διασκευάζω altgriechisch διασκευάζομαι διά + σκευή ((Lehnbedeutung) französisch arrangeur)
διασκευάζω Koine-Griechisch διασκευάζω altgriechisch διασκευάζομαι διά + σκευάζω σκευή ((Lehnübersetzung) französisch arranger)
διασκέπτομαι altgriechisch διασκέπτομαι διά + σκέπτομαι ((Lehnbedeutung) französisch délibérer)
διασκελισμός διασκελίζω + -μός mittelgriechisch διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος ((Lehnübersetzung) französisch enjambement)
διασκέλισμα mittelgriechisch διασκέλισμα διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος
διασκελίζω mittelgriechisch διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος
διασκεδάζω Koine-Griechisch διασκεδάζω altgriechisch διασκεδάννυμι (von αόριστο διεσκέδασα) διά + σκεδάννυμι proto-indogermanisch *sqhed- (1-4: (Lehnübersetzung) französisch dissiper)
διάσειση (λόγιο) Koine-Griechisch + -ση altgriechisch διασείω
διασαφηνίζω altgriechisch διασαφηνίζω διά + σαφηνίζω σαφηνής σαφής
διασαλεύω altgriechisch διασαλεύω διά + σαλεύω σάλος
διαρρυθμίζω Koine-Griechisch διαρρυθμίζω διά + altgriechisch ῥυθμίζω ῥυθμός ῥέω proto-indogermanisch *srew- (ρέω)
διάρροια altgriechisch διάρροια διαρρέω
διαρροή altgriechisch διαρροή διαρρέω
διάρρηξη Koine-Griechisch διάρρηξις altgriechisch διά + ῥήγνυμι (2, 3: (Lehnbedeutung) (γερμανικά) Εinbruch)
διαρρήκτης διαρρηγνύω altgriechisch διαρρήγνυμι
διαρρηγνύω altgriechisch διαρρήγνυμι διά + ῥήγνυμι
διαρρέω altgriechisch διαρρέω διά + ῥέω Συχρονικά αναλύεται σε δια- + ρέω
διαρπάζω altgriechisch διαρπάζω διά + ἁρπάζω
διαρπαγή altgriechisch διαρπαγή διαρπάζω διά + ἁρπάζω
διάρκεια spätgriechisch διάρκεια altgriechisch διαρκής
διάρθρωση altgriechisch διάρθρωσις
διαρθρώνω altgriechisch διαρθρόω / διαρθρῶ + -ώνω διά + ἀρθρόω ἄρθρον ἀραρίσκω proto-indogermanisch *h₂er- + -σκω ( proto-indogermanisch *-sḱéti)
διαπρέπω (λόγιο) altgriechisch διαπρέπω. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + altgriechisch πρέπω (φαίνομαι καλά, ξεχωρίζω)
διαπράττω altgriechisch διαπράττω δια + πράττω
διαπραγμάτευση διαπραγματεύ(ομαι) + ση altgriechisch διαπραγματεύομαι (δια- πραγματεύομαι)[1]
διαπνοή altgriechisch διαπνοή διαπνέω διά + πνέω
διαπληκτίζομαι altgriechisch διαπληκτίζομαι διά + πληκτίζομαι πλήσσω
διαπλέω altgriechisch διαπλέω διά + πλέω
διαπλέκω altgriechisch
διαπλατύνω altgriechisch διαπλατύνω διά + πλατύνω πλατύς
διαπλάθω altgriechisch διαπλάσσω διά + πλάσσω
διαπιστώνω διά + altgriechisch πιστόω / πιστῶ πιστός πείθω proto-griechisch *péitʰō proto-indogermanisch *bʰéydʰeti *bʰeydʰ- (πιστεύω, εμπιστεύομαι)
διαπιστευτήριο διαπιστεύω + -τήριο altgriechisch διαπιστεύω πιστεύω πίστις ((Lehnübersetzung) französisch lettres de créance)
διαπίστευση διαπιστεύω + -ση altgriechisch διαπιστεύω πιστεύω πίστις
διαπίδυση altgriechisch διαπίδυσις διαπιδύω διά + πιδύω πῖδαξ
διαπεραιώνω Koine-Griechisch διαπεραιόω / διαπεραιῶ altgriechisch περαιόω / περαιῶ πέρας
διαπερνώ altgriechisch διαπεράω / διαπερῶ διά + περάω / περῶ indoeuropäisch (Wurzel) *per- (περνώ, διασχίζω)
διαπασών altgriechisch διαπασῶν
διαπαντός mittelgriechisch διαπαντός διά + παντός altgriechisch πᾶς proto-indogermanisch *peh₂nts *peh₂-
διαπάλη Koine-Griechisch διαπᾰ́λη διά + altgriechisch πάλη
διανύω altgriechisch διανύω διά + ἀνύω ((Lehnübersetzung) französisch parcourir)
διάνυσμα Koine-Griechisch διάνυσμα altgriechisch διανύω διά + ἀνύω
διάνυση Koine-Griechisch διάνυσις altgriechisch διανύω διά + ἀνύω
διανυκτερεύω altgriechisch διανυκτερεύω διά + νυκτερεύω νύκτερος νύξ
διανυκτέρευση (λόγιο) Koine-Griechisch διανυκτέρευ(σις) + -ση altgriechisch διανυκτερεύω διά (δια-) + νυκτερεύω νύκτερος νύξ
διανοούμαι altgriechisch διανοοῦμαι
διανομή altgriechisch διανομή διανέμω διά + νέμω
διανοίγω altgriechisch διανοίγω
διανοητής altgriechisch διανοητής
διανόηση altgriechisch διανόησις διανοέω / διανοῶ νόος / νοῦς
διανόημα altgriechisch διανόημα διανοέομαι / διανοοῦμαι
διανθίζω (λόγιο) Koine-Griechisch διανθίζω[1] altgriechisch ἀνθίζω ἄνθος. Συγχρονικά αναλύεται σε (δια-) δι + ανθίζω
διανέμω altgriechisch διανέμω διά + νέμω
διαμφισβητώ altgriechisch διαμφισβητέω / διαμφισβητῶ
διαμορφώνω Koine-Griechisch διαμορφόω / διαμορφῶ διά + μορφόω / μορφῶ altgriechisch μορφή
διαμονητήριο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: διαμονητήριος διαμονή + -τήριος altgriechisch διαμονή διαμένω διά + μένω
διαμονή altgriechisch διαμονή διαμένω διά + μένω ((Lehnbedeutung) französisch résidence)
διαμοιράζω Koine-Griechisch διαμοιράζω διά + μοιράζω altgriechisch μοιράω / μοιρῶ μοῖρα μείρομαι proto-indogermanisch *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)
διαμετρώ altgriechisch διαμετρέω
διάμετρος altgriechisch διάμετρος διά + μέτρον proto-indogermanisch *meh₁- (μετρώ)
διαμέτρημα altgriechisch διαμετρέω / διαμετρῶ + -μα διά + μετρέω / μετρῶ μέτρον proto-indogermanisch *meh₁- (μετρώ) ((Lehnübersetzung) französisch calibre)
διαμέσου mittelgriechisch διαμέσου (altgriechisch διάμεσον) διά & μέσου
διαμερίζω altgriechisch διαμερίζω διά + μερίζω μέρος proto-indogermanisch *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)
διαμένω altgriechisch διαμένω διά + μένω ((Lehnbedeutung) französisch résider)
διαμελισμός Koine-Griechisch διαμελισμός διαμελίζω διά + μελίζω altgriechisch μέλος
διαμελίζω Koine-Griechisch διαμελίζω διά + μελίζω altgriechisch μέλος proto-indogermanisch *mel- (μέλος, άκρο του σώματος)
διαμάχη altgriechisch διαμάχη διαμάχομαι
διαμαρτυρώ altgriechisch διαμαρτυρέω-διαμαρτυρῶ
διαμαρτύρομαι altgriechisch διαμαρτύρομαι
διαμαρτυρία Koine-Griechisch διαμαρτυρία altgriechisch διαμαρτυρέω / διαμαρτυρῶ μαρτυρέω / μαρτυρῶ μάρτυς
διαμαρτία altgriechisch διαμαρτία ((Lehnübersetzung) (αγγλικά) malformation)
διαμάντι mittelgriechisch διαμάντι italienisch diamante spätlateinisch diamas lateinisch adamas altgriechisch ἀδάμας (αντιδάνειο) δαμάω / δαμνάω / δαμάζω / δάμνημι proto-indogermanisch *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω) (ίσως όμως και σημιτικής προέλευσης· πβ. ακκαδικά ????????????: adamu)
διαλύω altgriechisch διαλύω διά + λύω
διάλυση altgriechisch διάλυσις
διάλογος (λόγιο) altgriechisch διάλογος. Συγχρονικά αναλύεται σε διά- + λόγος
διαλογίζομαι Koine-Griechisch διαλογίζομαι διά + altgriechisch λογίζομαι
διαλογή altgriechisch διαλογή
διαλλάσσω altgriechisch διαλλάσσω διά + ἀλλάσσω / ἀλλάττω ἄλλος proto-indogermanisch *h₂élyos
διαλευκαίνω Koine-Griechisch διαλευκαίνω διά + altgriechisch λευκαίνω λευκός
διαλεκτική (αντιδάνειο) Dialektik altgriechisch διαλεκτική τέχνη
διάλειψη altgriechisch διάλειψις διαλείπω
διάλειμμα Koine-Griechisch διάλειμμα (παύση) altgriechisch διάλειμμα (διάκενο, κενό) διαλείπω + -μα διά + λείπω
διαλέγω altgriechisch διαλέγω διά + λέγω (τακτοποιώ)
διαλέγομαι altgriechisch διαλέγομαι
διαλαμβάνω altgriechisch διαλαμβάνω διά + λαμβάνω
διακωμωδώ altgriechisch διακωμῳδέω / διακωμῳδῶ διά + κωμῳδέω / κωμῳδῶ κωμῳδία κῶμος + ᾠδή
διακωμώδηση διακωμωδώ + -ση altgriechisch διακωμῳδέω / διακωμῳδῶ διά + κωμῳδέω / κωμῳδῶ κωμῳδία κῶμος + ᾠδή
διακύμανση διακυμαίνομαι + -ση Koine-Griechisch διακυμαίνω διά + altgriechisch κῦμα κύω indoeuropäisch (Wurzel) *ḱewh₁- (διογκώνομαι, φουσκώνω)((Lehnübersetzung) französisch fluctuation)
διακυβερνώ altgriechisch διακυβερνάω / διακυβερνῶ διά + κυβερνάω / κυβερνῶ
διακυβέρνηση Koine-Griechisch διακυβέρνησις altgriechisch διακυβερνάω διά + κυβερνάω proto-indogermanisch *kʷerb- (στρέφω) ή vorhellenistisch
διακριτικότητα Koine-Griechisch διακριτικότης altgriechisch διακριτικός διακρίνω διά + κρίνω
διακριτικός altgriechisch διακρίνω
διάκριση altgriechisch διάκρισις διακρίνω
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.