Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



διερμήνευση

διερμήνευση (λόγιο) Koine-Griechisch διερμήνευ(σις) + -ση διά (δι-) + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


διερμηνεία

διερμηνεία Koine-Griechisch διερμηνεία διερμηνεύω διά + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


διερμηνέας

διερμηνέας Katharevousa διερμηνεύς διερμηνεύω Koine-Griechisch διερμηνεύω διά + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


διερευνώ

διερευνώ altgriechisch διερευνάω διά + ἐρευνάω ἔρευνα ἔρομαι εἴρω proto-indogermanisch *ser-


διερεύνηση

διερεύνηση Koine-Griechisch διερεύνησις altgriechisch διερευνάω


διέπω

διέπω (λόγιο) altgriechisch διέπω


διέξοδος

διέξοδος altgriechisch διέξοδος διά + ἔξοδος


διεξέρχομαι

διεξέρχομαι altgriechisch διεξέρχομαι διά + ἐξ + ἔρχομαι


διεξαγωγή

διεξαγωγή Koine-Griechisch διεξαγωγή διεξάγω διά + altgriechisch ἐξάγω ἐξ + ἄγω


διεξάγω

διεξάγω Koine-Griechisch διεξάγω διά + altgriechisch ἐξάγω ἐξ + ἄγω


διένεξη

διένεξη mittelgriechisch διένεξις altgriechisch διαφέρω (πρόθεση διά + αοριστικό θέμα ἐνεγκ- του φέρω)


διεκτραγωδώ

διεκτραγωδώ διά + Koine-Griechisch ἐκτραγῳδέω / ἐκτραγῳδῶ ἐκ + altgriechisch τραγῳδέω / τραγῳδῶ τράγος + ᾄδω


διεκπεραιώνω

διεκπεραιώνω Koine-Griechisch διεκπεραιόω / διεκπεραιῶ διά + ἐκ + altgriechisch πέρας


διεκδικώ

διεκδικώ Koine-Griechisch διεκδικέω / διεκδικῶ δι- + ἐκδικέω altgriechisch δίκη ((Lehnübersetzung) französisch revendiquer)


διεισδύω

διεισδύω Koine-Griechisch διεισδύω / διεισδύνω διά + altgriechisch εἰσδύνω ( δύω)


διεγέρτης

διεγέρτης διεγείρω + -της altgriechisch διεγείρω διά + ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) ((Lehnübersetzung) französisch excitant)


διέγερση

διέγερση Koine-Griechisch διέγερσις altgriechisch διεγείρω διά + ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) ((Lehnbedeutung) französisch excitation)


διεγείρω

διεγείρω altgriechisch διεγείρω διά + ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) ((Lehnbedeutung) französisch exciter)


δίδω

δίδω Koine-Griechisch δίδω altgriechisch δίδωμι


δίδυμος

δίδυμος altgriechisch δίδυμος (δίς) δι- + -δυ + -μος (εκφραστικός αναδιπλασιασμός του δύο)


διδαχή

διδαχή altgriechisch διδαχή διδάσκω


διδάσκω

διδάσκω altgriechisch διδάσκω proto-griechisch *di-dəs-skō proto-indogermanisch *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)


διδάσκαλος

διδάσκαλος (λόγιο) altgriechisch διδάσκαλος. siehe auch δάσκαλος


διδασκαλία

διδασκαλία altgriechisch διδασκαλία


διδασκαλείο

διδασκαλείο altgriechisch διδασκαλεῖον διδάσκω proto-griechisch *di-dəs-skō proto-indogermanisch *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)


διδακτός

διδακτός altgriechisch διδακτός διδάσκω


διδακτισμός

διδακτισμός französisch didactisme didactique Koine-Griechisch διδακτικός (αντιδάνειο) altgriechisch διδακτός διδάσκω δάω indoeuropäisch (Wurzel) *deḱ- (παίρνω)


διδακτικός

διδακτικός altgriechisch διδακτικός διδάσκω


διδακτήριο

διδακτήριο διδάσκω + -τήριο altgriechisch διδάσκω proto-griechisch *di-dəs-skō proto-indogermanisch *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)


δίδαγμα

δίδαγμα altgriechisch δίδαγμα διδάσκω proto-griechisch *di-dəs-skō proto-indogermanisch *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)


δίγνωμος

δίγνωμος Koine-Griechisch δίγνωμος[1] δι- + altgriechisch γνώμη γιγνώσκω proto-indogermanisch *ǵiǵneh₃- *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω)


διγνωμία

διγνωμία δίγνωμος + -ία Koine-Griechisch δίγνωμος δι- + altgriechisch γνώμη γιγνώσκω proto-indogermanisch *ǵiǵneh₃- *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω)


διβολίζω

διβολίζω Koine-Griechisch διβολέω / διβολῶ altgriechisch δίβολος δι- + βάλλω


διάψευση

διάψευση Koine-Griechisch διάψευσις altgriechisch διαψεύδω


διαψεύδω

διαψεύδω Koine-Griechisch διαψεύδω altgriechisch διαψεύδομαι ή διά και ψεύδω


διαχωρισμός

διαχωρισμός Koine-Griechisch διαχωρισμός altgriechisch διαχωρίζω διά + χωρίζω χῶρος / χώρα proto-indogermanisch *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)


διαχωρίζω

διαχωρίζω altgriechisch διαχωρίζω διά + χωρίζω χῶρος / χώρα proto-indogermanisch *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)


διαχυτικότητα

διαχυτικότητα διαχυτικός + -ότητα altgriechisch διαχυτικός διαχέω διά + χέω proto-indogermanisch *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω)


διάχυση

διάχυση altgriechisch διάχυσις διαχέω διά + χέω proto-indogermanisch *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω) ((Lehnübersetzung) französisch diffusion)


διαχύσεις

διαχύσεις Mehrzahl von διάχυση altgriechisch διάχυσις διαχέω διά + χέω proto-indogermanisch *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω) ((Lehnübersetzung) französisch effusions)


διάχρυσος

διάχρυσος Koine-Griechisch διάχρυσος διά + altgriechisch χρυσός


διαχέω

διαχέω altgriechisch διαχέω διά και χέω


διαχείριση

διαχείριση altgriechisch διαχείρισις


διαχειρίζομαι

διαχειρίζομαι altgriechisch διαχειρίζομαι, Passiv von διαχειρίζω


διαχειμάζω

διαχειμάζω altgriechisch διαχειμάζω δια- + altgriechisch χειμάζω χεῖμα


διαφωτίζω

διαφωτίζω Koine-Griechisch διαφωτίζω διά + altgriechisch φωτίζω φάος / φῶς proto-griechisch *pʰáos indoeuropäisch (Wurzel) *bʰéh₂os *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)


διαφωνώ

διαφωνώ altgriechisch διαφωνέω / διαφωνῶ διά + φωνέω / φωνῶ φωνή


διαφύλαξη

διαφύλαξη διαφύλαξις altgriechisch διαφυλάσσω και διαφυλάττω διά + φυλάττω


διαφυγή

διαφυγή altgriechisch διαφυγή διά + φυγή φεύγω


διάφραγμα

διάφραγμα altgriechisch διάφραγμα διαφράσσω φράσσω


διαφορά

διαφορά altgriechisch διαφορά διαφέρω


διαφιλονικώ

διαφιλονικώ altgriechisch διαφιλονικῶ


διαφθορέας

διαφθορέας altgriechisch διαφθορεύς


διαφθορά

διαφθορά altgriechisch διαφθορά διαφθείρω διά + φθείρω proto-griechisch kʷʰtʰéřřō proto-indogermanisch *dʰgʷʰér-ye-ti *dʰgʷʰer- (ρέω, χύνω, εξαφανίζω)


διαφθείρω

διαφθείρω altgriechisch διαφθείρω διά + φθείρω proto-griechisch kʷʰtʰéřřō proto-indogermanisch *dʰgʷʰér-ye-ti *dʰgʷʰer- (ρέω, χύνω, εξαφανίζω)


διαφέρω

διαφέρω altgriechisch διαφέρω διά + φέρω


δίαυλος

δίαυλος (λόγιο) altgriechisch δίαυλος δί- + αὐλός indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eulos (σωλήνας)


διαυγής

διαυγής altgriechisch διαυγής αὐγής αὐγή


διαύγεια

διαύγεια Koine-Griechisch διαύγεια altgriechisch διαυγής διά + αὐγής


διαυγάζω

διαυγάζω altgriechisch διαυγάζω ((Lehnbedeutung) (γαλλικά) clarifier-clarifié)


διατύπωση

διατύπωση altgriechisch διατύπωσις (ολοκληρωμένη μορφή)


διατυπώνω

διατυπώνω altgriechisch διατυπόω / διατυπῶ διά + τυπόω / τυπῶ τύπος ((Lehnbedeutung) deutsch ausdrücken)


διάττοντας

διάττοντας altgriechisch διᾴττων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διᾴττω / διᾴσσω / διαΐσσω ἀΐσσω


διατρυπώ

διατρυπώ (λόγιο) altgriechisch διατρυπῶ, συνηρημένος τύπος του διατρυπάω. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + τρυπώ


διατροφή

διατροφή altgriechisch διατροφή διατρέφω διά + τρέφω


διατριβή

διατριβή altgriechisch διατριβή διατρίβω διά + τρίβω


διατρέχω

διατρέχω altgriechisch διατρέχω διά + τρέχω ((Lehnbedeutung) französisch parcourir[1] [2])


διατρέφω

διατρέφω altgriechisch διατρέφω διά + τρέφω


διατρέξαντα

διατρέξαντα altgriechisch διατρέξαντα, Mehrzahl von διατρέξαν, Maskulinum von διατρέξας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος διατρέχω διά + τρέχω


διατομή

διατομή altgriechisch διατομή διατέμνω διά + τέμνω ((Lehnbedeutung) französisch section)


διάτομα

διάτομα (entlehnt aus) französisch diatomées altgriechisch διάτομος διά + τέμνω


διατιμώ

διατιμώ Koine-Griechisch διατιμάω / διατιμῶ (παρόμοια σημασία) altgriechisch διατιμάω / διατιμῶ τιμάω / τιμῶ τιμή


διατίμηση

διατίμηση Koine-Griechisch διατίμησις altgriechisch τιμάω


διατηρώ

διατηρώ altgriechisch διατηρέω / διατηρῶ διά + τηρέω / τηρῶ ((Lehnbedeutung) französisch conserver)


διατελώ

διατελώ altgriechisch διατελέω / διατελῶ


διατείνομαι

διατείνομαι altgriechisch διατείνομαι διά + τείνω


διατάσσω

διατάσσω altgriechisch διατάσσω διά + τάσσω


διάταση

διάταση altgriechisch διάτασις


διαταράσσω

διαταράσσω altgriechisch διαταράσσω διά + ταράσσω ((Lehnbedeutung) französisch perturber)


διάταξη

διάταξη altgriechisch διάταξις διατάσσω


διατάζω

διατάζω altgriechisch διατάσσω


διαταγή

διαταγή altgriechisch διαταγή διατάσσω


διάσωση

διάσωση (λόγιο) Koine-Griechisch διάσω(σις) + -ση altgriechisch διασῴζω διά (διά-) + σῴζω σῶς + -ίζω


διασώζω

διασώζω (λόγιο) altgriechisch διασῴζω διά + σῴζω ( σῶ(σαι) + -ίζω)


διασχίζω

διασχίζω altgriechisch διασχίζω διά + σχίζω


διασφάλιση

διασφάλιση διασφαλίζω + -ση Koine-Griechisch διασφαλίζομαι διά + ἀσφαλίζω altgriechisch ἀσφαλής σφάλλω proto-indogermanisch *(s)gʷʰh₂el-


διασφαλίζω

διασφαλίζω Koine-Griechisch διασφαλίζομαι διά + ἀσφαλίζω altgriechisch ἀσφαλής σφάλλω proto-indogermanisch *(s)gʷʰh₂el-


διασυρμός

διασυρμός Koine-Griechisch altgriechisch διασύρω


διαστροφή

διαστροφή Koine-Griechisch διαστροφή altgriechisch διαστροφή διαστρέφω διά + στρέφω


διαστροφέας

διαστροφέας Koine-Griechisch διαστροφεύς altgriechisch διαστρέφω διά + στρέφω


διαστρέφω

διαστρέφω altgriechisch διαστρέφω διά + στρέφω


διάστρεμμα

διάστρεμμα altgriechisch διαστρέφω


διαστρέβλωση

διαστρέβλωση διαστρεβλώνω + -ση altgriechisch διαστρεβλόω / διαστρεβλῶ στρεβλόω / στρεβλῶ στρεβλός στρέφω proto-indogermanisch *strebʰ-


διαστρεβλώνω

διαστρεβλώνω altgriechisch διαστρεβλόω / διαστρεβλῶ στρεβλόω / στρεβλῶ στρεβλός στρέφω proto-indogermanisch *strebʰ-


διαστολή

διαστολή Koine-Griechisch διαστολή altgriechisch διαστολή


διαστολέας

διαστολέας Koine-Griechisch διαστολεύς altgriechisch διαστέλλω διά + στέλλω


διάστιχο

διάστιχο mittelgriechisch διάστιχο δια- + στίχος + -ο altgriechisch στίχος στείχω proto-indogermanisch *steygʰ- (περπατώ, βαδίζω)


διαστέλλω

διαστέλλω altgriechisch διαστέλλω διά + στέλλω


διάσταση

διάσταση altgriechisch διάστασις διίσταμαι (διά και ἵσταμαι)


διασπώ

διασπώ altgriechisch διασπάω / διασπῶ διά + σπάω / σπῶ proto-indogermanisch *sp(h)ei- (τραβώ)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback