Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



διακρίνω

διακρίνω altgriechisch διακρίνω διά + κρίνω


διακρίβωση

διακρίβωση Koine-Griechisch διακρίβωσις altgriechisch διακριβόω / διακριβῶ διά + ἀκριβόω / ἀκριβῶ ἀκριβής ἄκρος proto-indogermanisch *h₂ḱrós (ὀξύς) *h₂eḱ- (ὀξύς) +‎ *-rós


διακριβώνω

διακριβώνω altgriechisch διακριβόω / διακριβῶ διά + ἀκριβόω / ἀκριβῶ ἀκριβής ἄκρος proto-indogermanisch *h₂ḱrós (ὀξύς) *h₂eḱ- +‎ *-rós (ὀξύς)


διακοσμώ

διακοσμώ altgriechisch διακοσμέω / διακοσμῶ διά + κοσμέω / κοσμῶ κόσμος ((Lehnbedeutung) französisch décorer)


διακόσιοι

διακόσιοι altgriechisch διακόσιοι δύο + ἑκατόν


διακορεύω

διακορεύω altgriechisch διακορεύω δια- + κόρη + -εύω


διακόρευση

διακόρευση (λόγιο) Koine-Griechisch + -ση altgriechisch διακορεύω διά (δια-) + κόρη


διακόπτω

διακόπτω altgriechisch διακόπτω


διακοπή

διακοπή altgriechisch διακοπή


διακονώ

διακονώ altgriechisch διακονέω / διακονῶ


διακονία

διακονία altgriechisch


διακόνημα

διακόνημα mittelgriechisch διακόνημα (ίδια σημασία) altgriechisch διακόνημα


διακομίζω

διακομίζω altgriechisch διακομίζω διά + κομίζω


διακομιδή

διακομιδή altgriechisch διακομιδή διακομίζω διά + κομίζω


διακινώ

διακινώ altgriechisch διακινέω / διακινῶ κινέω / κινῶ proto-indogermanisch *ḱey-


διακινητής

διακινητής διακινώ + -τής altgriechisch διακινέω / διακινῶ κινέω / κινῶ proto-indogermanisch *ḱey-


διακίνηση

διακίνηση Koine-Griechisch διακίνησις altgriechisch διακινέω / διακινῶ κινέω / κινῶ proto-indogermanisch *ḱey-


διακινδυνεύω

διακινδυνεύω altgriechisch διακινδυνεύω κινδυνεύω κίνδυνος ((Lehnbedeutung) französisch endanger}


διακινδύνευση

διακινδύνευση διακινδυνεύω + -ση altgriechisch κινδυνεύω κίνδυνος ((Lehnbedeutung) englisch endangerment)


διακηρύσσω

διακηρύσσω Koine-Griechisch διακηρύσσω διά + altgriechisch κηρύσσω ((Lehnübersetzung) französisch proclamer)


διακήρυξη

διακήρυξη Koine-Griechisch διακήρυξις διακηρύσσω διά + altgriechisch κηρύσσω ((Lehnübersetzung) französisch proclamation)


διάκενο

διάκενο substantiviertes Neutrum des altgriechischen επιθέτου διάκενος


διάκειμαι

διάκειμαι altgriechisch διάκειμαι


διακανονισμός

διακανονισμός διακανονίζω + -μός διά + κανονίζω altgriechisch κανονίζω κανών


διακανονίζω

διακανονίζω διά + κανονίζω altgriechisch κανονίζω κανών


διαιτητής

διαιτητής altgriechisch διαιτητής διαιτάομαι/διαιτῶμαι ( διά + εἶμι ή αἴτιος)


δίαιτα

δίαιτα altgriechisch δίαιτα (von έννοια: τρόπος ζωής)


διαίσθηση

διαίσθηση Koine-Griechisch διαίσθησις altgriechisch διαισθάνομαι διά + αἰσθάνομαι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ) ((Lehnbedeutung) französisch intuition)


διαισθάνομαι

διαισθάνομαι altgriechisch διαισθάνομαι διά + αἰσθάνομαι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)


διαιρώ

διαιρώ altgriechisch διαιρέω / διαιρῶ διά + αἱρέω / αἱρῶ


διαιρέτης

διαιρέτης altgriechisch διαιρέτης διαιρῶ


διαίρεση

διαίρεση altgriechisch διαίρεσις


διάθλαση

διάθλαση διαθλώ + -ση Koine-Griechisch διαθλάω / διαθλῶ altgriechisch θλάω / θλῶ ((Lehnübersetzung) englisch refraction)


διαθήκη

διαθήκη altgriechisch διαθήκη


διαθέτω

διαθέτω διά + θέτω (πβ. altgriechisch διατίθημι) altgriechisch τίθημι


διαθέτης

διαθέτης altgriechisch διαθέτης διατίθημι διά + τίθημι


διάθεση

διάθεση altgriechisch διάθεσις διατίθημι διά + τίθημι (=θέτω)


διαθερμία

διαθερμία (entlehnt aus) französisch diathermie altgriechisch διά + θερμός


διάζωμα

διάζωμα altgriechisch διάζωμα διαζώννυμι διά + ζώννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *ios (ζώνομαι)


διαζύγιο

διαζύγιο Koine-Griechisch διαζύγιον διαζυγία διά + altgriechisch ζυγός indoeuropäisch (Wurzel) *yugóm (ζυγός) *yewg- (ζεύγνυμι, ενώνω)


διαζευγνύω

διαζευγνύω altgriechisch διαζευγνύω / διαζεύγνυμι διά + ζευγνύω / ζεύγνυμι proto-indogermanisch *yewg- (ενώνω)


διάδρομος

διάδρομος altgriechisch διάδρομον (substantiviertes Neutrum des Adjektivs διάδρομος


διαδρομή

διαδρομή altgriechisch διαδρομή


διαδοχή

διαδοχή altgriechisch διαδοχή διαδέχομαι διά + δέχομαι ((Lehnbedeutung) französisch succession)


διάδοση

διάδοση Koine-Griechisch διάδοσις altgriechisch διαδίδωμι διά + δίδωμι


διαδικασία

διαδικασία altgriechisch διαδικασία


διαδίδω

διαδίδω mittelgriechisch διαδίδω altgriechisch διαδίδωμι διά + δίδωμι


διαδέχομαι

διαδέχομαι altgriechisch διαδέχομαι διά + δέχομαι


διαδέτης

διαδέτης mittelgriechisch διαδέτης altgriechisch διαδέω


διαγωνισμός

διαγωνισμός Koine-Griechisch διαγωνισμός altgriechisch διαγωνίζομαι διά + ἀγωνίζομαι ἀγών ἄγω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eǵ- (ἄγω)


διαγώνισμα

διαγώνισμα διαγωνίζομαι + -μα altgriechisch διαγωνίζομαι διά + ἀγωνίζομαι ἀγών ἄγω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eǵ- (ἄγω)


διαγωνίζομαι

διαγωνίζομαι altgriechisch διαγωνίζομαι διά + ἀγωνίζομαι


διαγωγή

διαγωγή altgriechisch διαγωγή διάγω διά + ἄγω


διάγω

διάγω altgriechisch διάγω


διαγράφω

διαγράφω altgriechisch διαγράφω διά + γράφω


διαγραφή

διαγραφή altgriechisch διαγραφή


διαγράμμιση

διαγράμμιση διαγραμμίζω + -ση Koine-Griechisch διαγραμμίζω διά + γραμμίζω altgriechisch γραμμή γράφω indoeuropäisch (Wurzel) *gerbʰ- (χαράσσω)


διαγραμμίζω

διαγραμμίζω Koine-Griechisch διαγραμμίζω διά + γραμμίζω altgriechisch γραμμή γράφω indoeuropäisch (Wurzel) *gerbʰ- (χαράσσω)


διάγνωση

διάγνωση altgriechisch διάγνωσις διαγιγνώσκω διά + γιγνώσκω


διαγιγνώσκω

διαγιγνώσκω altgriechisch διαγιγνώσκω διά + γιγνώσκω proto-indogermanisch *ǵiǵneh₃- *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω)


διάγγελμα

διάγγελμα Koine-Griechisch διάγγελμα altgriechisch διαγγέλλω διά + ἀγγέλλω ἄγγελος


διαβρώνω

διαβρώνω διάβρωσις + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch διάβρωσις διαβιβρώσκω διά + altgriechisch βιβρώσκω


διαβρέχω

διαβρέχω altgriechisch διαβρέχω δια- + βρέχω


διαβουλεύομαι

διαβουλεύομαι altgriechisch διαβουλεύομαι


διαβολή

διαβολή altgriechisch διαβολή. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + βολή


διαβόητος

διαβόητος Koine-Griechisch διαβόητος altgriechisch βοάω / βοῶ ((Lehnbedeutung) französisch notoire)


διαβλέπω

διαβλέπω altgriechisch διαβλέπω διά + βλέπω


διαβίωση

διαβίωση Koine-Griechisch διαβίωσις altgriechisch διαβιόω / διαβιῶ διά + βιόω / βιῶ βίος proto-indogermanisch *gʷeyh₃- (ζω)


διαβιώνω

διαβιώνω altgriechisch διαβιόω / διαβιῶ διά + βιόω / βιῶ βίος proto-indogermanisch *gʷeyh₃- (ζω)


διαβιβάζω

διαβιβάζω altgriechisch διαβιβάζω διά + βιβάζω


διάβημα

διάβημα Koine-Griechisch διάβημα altgriechisch διαβαίνω διά + βαίνω ((Lehnbedeutung) französisch démarche)


διαβεβαιώνω

διαβεβαιώνω altgriechisch διαβεβαιῶ


διαβατός

διαβατός altgriechisch : ρηματικό επίθετο von διαβαίνω


διαβάτης

διαβάτης altgriechisch διαβάτης Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + -βάτης.


διαβατήριο

διαβατήριο altgriechisch διαβατήρια επίθετο διαβατήριος


διάβαση

διάβαση altgriechisch διάβασις


διαβάλλω

διαβάλλω altgriechisch διαβάλλω διά + βάλλω


διαβαίνω

διαβαίνω altgriechisch διαβαίνω


διά

διά altgriechisch διά *δισ-α indoeuropäisch (Wurzel) *dwis-


δημώδης

δημώδης altgriechisch


δημοτικός

δημοτικός altgriechisch δημοτικός


δημοτική

δημοτική (entlehnt aus) französisch démotique altgriechisch δημοτική, Femininum von δημοτικός δῆμος


δημότης

δημότης altgriechisch δημότης


δημόσιος

δημόσιος altgriechisch δημόσιος


δημοσιογράφος

δημοσιογράφος δημόσι(ος) ( altgriechisch δημόσιος δῆμος) + -ο- + -γράφος, απόδοση για τη französisch publiciste[1]


δημοσιογραφία

δημοσιογραφία δημοσιογράφος + -ία δημόσιος ( altgriechisch δημόσιος δῆμος) + γράφω


δημοσιεύω

δημοσιεύω (λόγιο) altgriechisch δημοσιεύω δημόσιος δῆμος proto-indogermanisch *deh₂mos *deh₂- (διαιρώ)


δημοπρατώ

δημοπρατώ δημοπράτης + -ώ altgriechisch δημοπράτης δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) πιπράσκω / πέρνημι


δημοπρατήριο

δημοπρατήριο δημοπρατώ + -τήριο Koine-Griechisch δημοπράτης altgriechisch δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) πιπράσκω / πέρνημι


δημοπρασία

δημοπρασία Koine-Griechisch δημοπράτης + -σία altgriechisch δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) πιπράσκω / πέρνημι


δημοκρατία

δημοκρατία altgriechisch δημοκρατία (άμεση δημοκρατία), (entlehnt aus) französisch démocratie αρχαία ελληνικά δημοκρατία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δήμος + -κρατία


δημοκόπος

δημοκόπος (λόγιο) Koine-Griechisch δημοκόπος altgriechisch δῆμος δημο- + -κόπος ( κόπτω)


δημογεροντία

δημογεροντία δημογέροντας + -ία altgriechisch δημογέρων


δημιουργώ

δημιουργώ altgriechisch δημιουργέω / δημιουργῶ δημιουργός δῆμος + ἔργον


δημιούργημα

δημιούργημα Koine-Griechisch δημιούργημα altgriechisch δημιουργέω / δημιουργῶ δημιουργός δῆμος + ἔργον


δήμιος

δήμιος altgriechisch δήμιος (σε αντιδιαστολή με τον ιδιωτικό, σχετίζεται με το δῆμον: ο δήμιος δούλος αναλάμβανε την εκτέλεση των θανατικών ποινών)


δημεύω

δημεύω altgriechisch δημεύω δῆμος proto-indogermanisch *deh₂mos *deh₂- (διαιρώ)


δήμαρχος

δήμαρχος altgriechisch δήμαρχος δῆμος + ἄρχω


δημαρχία

δημαρχία altgriechisch δημαρχία


δημαιρεσίες

δημαιρεσίες (δήμος) δημ- + altgriechisch αἵρεσις + -ία (πληθυντικός: -ίες



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback