διαθέτω διά + θέτω (πβ. altgriechisch διατίθημι) altgriechisch τίθημι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Οι πληροφορίες που διαθέτω αναφέρονται στο περιεχόμενο της οδηγίας του 1995, η οποία δεν προβλέπει κανένα μέτρο προς το συγκεκριμένο σκοπό. | Die mir vorliegenden Informationen haben mit der Richtlinie von 1995 zu tun, die keine Maßnahmen in diesem Sinne vorsieht. Übersetzung bestätigt |
Λόγω ορισμένων προτάσεων οι οποίες συγχέουν τη φιλοδοξία με την πραγματικότητα, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής επιτροπής χρηματιστηριακών συναλλαγών δεν είναι οπωσδήποτε η νούμερο ένα προτεραιότητα και εφόσον δεν διαθέτω περισσότερο χρόνο αγόρευσης, κύριε Πρόεδρε, αύριο θα παρουσιάσω μια εξήγηση ψήφου για να πω όσα είχα να πω ακόμη, εφόσον ως εισηγήτρια γνωμοδότησης και ως αγορητής μιας δεύτερης έκθεσης, είναι πράγματι αδύνατο να πω όλα αυτά σε δύο λεπτά. | Was den Aktionsplan zur Vertiefung des Binnenmarktes der Finanzdienstleistungen betrifft, so möchte ich vor einigen Strategen warnen, die sich die Liberalisierung der Finanzdienstleistungen zunutze machen möchten, nachdem die unternommenen Anstrengungen hinsichtlich der Besteuerung der Zinserträge ihrer Meinung nach nicht genug gebracht haben. Übersetzung bestätigt |
Λυπούμαι που δεν διαθέτω πληροφορίες σχετικά με την ερώτηση που απευθύνατε στην Προεδρία, εν πάση περιπτώσει όμως, θα τη θέσω προκειμένου να λάβετε τη δέουσα απάντηση. | Ich bedauere, keine Informationen zu der Frage zu besitzen, die Sie an die Präsidentschaft gerichtet haben, aber ich werde sie auf jeden Fall weiterleiten, damit sie entsprechend beantwortet wird. Übersetzung bestätigt |
Στο λίγο χρόνο που διαθέτω, θα ήθελα να τονίσω ότι μια από τις μεγαλύτερες δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι νέοι γεωργοί που εισέρχονται στο επάγγελμα σήμερα, είναι τα προβλήματα κεφαλαίου και ρευστού κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας. | In der kurzen mir zur Verfügung stehenden Redezeit möchte ich betonen, dass Junglandwirte in ihrem ersten Betriebsjahr vor allem mit Kapitalund Cashflow-Problemen zu kämpfen haben. Übersetzung bestätigt |
Δεν κρύβω ωστόσο, κύριε Πρόεδρε, και σε αυτό το ζήτημα θα ήθελα να αναφερθώ στον υπόλοιπο χρόνο ομιλίας που διαθέτω, ότι η Ομάδα μου διεξήγαγε μία σοβαρή συζήτηση, με την ευκαιρία αυτών των φακέλων, σχετικά με το εάν θα πρέπει πραγματικά το Κοινοβούλιο και τα 626 μέλη του να συζητήσουν τέτοια λεπτομερή μέτρα. | Ich will jedoch, Herr Präsident, keinen Hehl daraus machen, und dafür möchte ich meine restliche Redezeit verwenden, dass wir in unserer Fraktion anlässlich dieser Richtlinienvorschläge ernsthaft darüber diskutiert haben, ob es nun wirklich Aufgabe eines Parlaments ist, solch detaillierte Maßnahmen mit 626 Abgeordneten zu debattieren. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαθέτω | διαθέτουμε, διαθέτομε | διατίθεμαι | διατιθέμεθα |
διαθέτεις | διαθέτετε | διατίθεσαι | διατίθεσθε | ||
διαθέτει | διαθέτουν(ε) | διατίθεται | διατίθενται | ||
Imper fekt | διέθετα | διαθέταμε | |||
διέθετες | διαθέτατε | ||||
διέθετε | διέθεταν, διαθέταν(ε) | διατίθετο | διατίθεντο | ||
Aorist | διέθεσα | διαθέσαμε | διατέθηκα | διατεθήκαμε | |
διέθεσες | διαθέσατε | διατέθηκες | διατεθήκατε | ||
διέθεσε | διέθεσαν, διαθέσαν(ε) | διατέθηκε | διατέθηκαν, διατεθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαθέτω | θα διαθέτουμε, | θα διατίθεμαι | θα διατιθέμεθα | |
θα διαθέτεις | θα διαθέτετε | θα διατίθεσαι | θα διατίθεσθε | ||
θα διαθέτει | θα διαθέτουν(ε) | θα διατίθεται | θα διατίθενται | ||
Fut ur | θα διαθέσω | θα διαθέσουμε, | θα διατεθώ | θα διατεθούμε | |
θα διαθέσεις | θα διαθέσετε | θα διατεθείς | θα διατεθείτε | ||
θα διαθέσει | θα διαθέσουν(ε) | θα διατεθεί | θα διατεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαθέτω | να διαθέτουμε, | να διατίθεμαι | να διατιθέμεθα |
να διαθέτεις | να διαθέτετε | να διατίθεσαι | να διατίθεσθε | ||
να διαθέτει | να διαθέτουν(ε) | να διατίθεται | να διατίθενται | ||
Aorist | να διαθέσω | να διαθέσουμε, | να διατεθώ | να διατεθούμε | |
να διαθέσεις | να διαθέσετε | να διατεθείς | να διατεθείτε | ||
να διαθέσει | να διαθέσουν(ε) | να διατεθεί | να διατεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διέθετε | διαθέτετε | διατίθεσθε | |
Aorist | διέθεσε | διαθέσετε, διαθέστε | διαθέσου | διατεθείτε | |
Part izip | Pres | διαθέτοντας | |||
Perf | έχοντας διαθέσει | διατεθειμένος, -η, -ο | διατεθειμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαθέσει | διατεθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | habe | ||
du | hast | |||
er, sie, es | hat | |||
Präteritum | ich | hatte | ||
Konjunktiv II | ich | hätte | ||
Imperativ | Singular | habe! hab! | ||
Plural | habt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gehabt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:haben |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | veräußere | ||
du | veräußerst | |||
er, sie, es | veräußert | |||
Präteritum | ich | veräußerte | ||
Konjunktiv II | ich | veräußerte | ||
Imperativ | Singular | veräußere! | ||
Plural | veräußert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
veräußert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:veräußern |
διαθέτω [δiaθéto] -ομαι, διατίθεμαι [δiatíθeme] Ρ αόρ. διέθεσα, απαρέμφ. διαθέσει, παθ. διατίθεμαι, διατίθεσαι, διατίθεται, διατιθέμεθα, διατίθεστε, διατίθενται, και (προφ.) διαθέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) διετίθετο, διετίθεντο, αόρ. διατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και διετέθη, διετέθησαν, απαρέμφ. διατεθεί, μππ. διατεθειμένος* : 1α. έχω κτ., μου ανήκει κτ. και μπορώ να το χρησιμοποιήσω: Διαθέτει μεγάλη περιουσία / προίκα. Διαθέτει ευφυΐα / εξυπνάδα / μυαλό / ικανότητες. Διαθέτει φίλους στην κυβέρνηση. || Πώς διαθέτεις τον ελεύθερο χρόνο σου; β. έχω κτ. και το προσφέρω για χρήση, για κατανάλωση: Tο ξενοδοχείο διαθέτει κλιματισμό / πισίνα. Tο κατάστημα διαθέτει μεγάλη ποικιλία προϊόντων. Είναι λίγα τα χρήματα που διατίθενται κάθε χρόνο για την εκπαίδευση. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.