übertragen
 Verb

μεταφέρω Verb
(25)
αναθέτω Verb
(1)
μεταβιβάζω Verb
(1)
εκπέμπω Verb
(1)
μεταδίδω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Seit Langem habe ich eine private Krankenversicherung in meinem eigenen Land, kann sie aber nicht auf meinen neuen Wohnsitz übertragen, so dass ich eine neue private Krankenversicherung abschließen müsste.Είχα από καιρό ιδιωτική ασφάλιση υγείας στο κράτος μέλος καταγωγής μου, αλλά δεν μπορώ να τη μεταφέρω στον νέο τόπο κατοικίας μου και θα υποχρεωθώ να κάνω νέα ιδιωτική ασφάλιση υγείας.

Übersetzung bestätigt

Wenn ich ihn richtig zitiere, dann hat er Ihnen noch die Aufgabe übertragen, die Türkei nach vorne zu bringen.Αν μεταφέρω σωστά τα λόγια του, σας ανέθεσε τελικά να προωθήσετε την ένταξη της Τουρκίας. "

Übersetzung bestätigt

Ich möchte diesen Spruch mit Vorbehalt auf die Diskussion zur Postrichtlinie übertragen.Θέλω να μεταφέρω αυτή τη ρήση με κάποια επιφύλαξη στη συζήτηση σχετικά με την οδηγία για τα ταχυδρομεία.

Übersetzung bestätigt

In meiner Heimat pflegt der Spiritus rector meiner politischen Gruppierung ständig zu wiederholen, wie wichtig "Programm, Programm, Programm" sei, und ich maße es mir an, dies hier im Europäischen Parlament auf die Beschäftigung zu übertragen und dreimal zu sagen: Beschäftigung, Beschäftigung, Beschäftigung.Στην χώρα μου, ο αρχηγός της πολιτικής μου κατάρτισης συνηθίζει να επαναλαμβάνει πως είναι πολύ σημαντικό το "πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα». Και εγώ τολμώ να μεταφέρω εδώ, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αυτή την πρόταση απασχόλησης επαναλαμβάνοντάς την τρεις φορές: απασχόληση, απασχόληση, απασχόληση.

Übersetzung bestätigt

Ich mag diese Definition, weil es mir ermöglicht, ihre Sichtweise auf meine Daten zu übertragen.Μου αρέσει αυτός ο ορισμός διότι μου επιτρέπει να μεταφέρω τη νοοτροπία τους στο σύνολο δεδομένων.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταφέρωμεταφέρουμε, μεταφέρομεμεταφέρομαιμεταφερόμαστε
μεταφέρειςμεταφέρετεμεταφέρεσαιμεταφέρεστε, μεταφερόσαστε
μεταφέρειμεταφέρουν(ε)μεταφέρεταιμεταφέρονται
Imper
fekt
μετέφερα, μετάφεραμεταφέραμεμεταφερόμουν(α)μεταφερόμαστε, μεταφερόμασταν
μετέφερες, μετάφερεςμεταφέρατεμεταφερόσουν(α)μεταφερόσαστε, μεταφερόσασταν
μετέφερε, μετάφερεμετέφεραν, μετάφεραν, μεταφέραν(ε)μεταφερόταν(ε)μεταφέρονταν, μεταφερόντανε, μεταφερόντουσαν
Aoristμετέφερα, μετάφεραμεταφέραμεμεταφέρθηκαμεταφερθήκαμε
μετέφερες, μετάφερεςμεταφέρατεμεταφέρθηκεςμεταφερθήκατε
μετέφερε, μετάφερεμετέφεραν, μετάφεραν, μεταφέραν(ε)μεταφέρθηκεμεταφέρθηκαν, μεταφερθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταφέρειέχουμε μεταφέρειέχω μεταφερθείέχουμε μεταφερθεί
έχεις μεταφέρειέχετε μεταφέρειέχεις μεταφερθείέχετε μεταφερθεί
έχει μεταφέρειέχουν μεταφέρειέχει μεταφερθείέχουν μεταφερθεί
Plu
per
fekt
είχα μεταφέρειείχαμε μεταφέρειείχα μεταφερθείείχαμε μεταφερθεί
είχες μεταφέρειείχατε μεταφέρειείχες μεταφερθείείχατε μεταφερθεί
είχε μεταφέρειείχαν μεταφέρειείχε μεταφερθείείχαν μεταφερθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταφέρωθα μεταφέρουμε, θα μεταφέρομεθα μεταφέρομαιθα μεταφερόμαστε
θα μεταφέρειςθα μεταφέρετεθα μεταφέρεσαιθα μεταφέρεστε, θα μεταφερόσαστε
θα μεταφέρειθα μεταφέρουν(ε)θα μεταφέρεταιθα μεταφέρονται
Fut
ur
θα μεταφέρωθα μεταφέρουμε, θα μεταφέρομεθα μεταφερθώθα μεταφερθούμε
θα μεταφέρειςθα μεταφέρετεθα μεταφερθείςθα μεταφερθείτε
θα μεταφέρειθα μεταφέρουν(ε)θα μεταφερθείθα μεταφερθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταφέρειθα έχουμε μεταφέρειθα έχω μεταφερθείθα έχουμε μεταφερθεί
θα έχεις μεταφέρειθα έχετε μεταφέρειθα έχεις μεταφερθείθα έχετε μεταφερθεί
θα έχει μεταφέρειθα έχουν μεταφέρειθα έχει μεταφερθείθα έχουν μεταφερθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταφέρωνα μεταφέρουμε, να μεταφέρομενα μεταφέρομαινα μεταφερόμαστε
να μεταφέρειςνα μεταφέρετενα μεταφέρεσαινα μεταφέρεστε, να μεταφερόσαστε
να μεταφέρεινα μεταφέρουν(ε)να μεταφέρεταινα μεταφέρονται
Aoristνα μεταφέρωνα μεταφέρουμε, να μεταφέρομενα μεταφερθώνα μεταφερθούμε
να μεταφέρειςνα μεταφέρετενα μεταφερθείςνα μεταφερθείτε
να μεταφέρεινα μεταφέρουν(ε)να μεταφερθείνα μεταφερθούν(ε)
Perfνα έχω μεταφέρεινα έχουμε μεταφέρεινα έχω μεταφερθείνα έχουμε μεταφερθεί
να έχεις μεταφέρεινα έχετε μεταφέρεινα έχεις μεταφερθείνα έχετε μεταφερθεί
να έχει μεταφέρεινα έχουν μεταφέρεινα έχει μεταφερθείνα έχουν μεταφερθεί
Imper
ativ
Presμεταφέρεμεταφέρετεμεταφέρεστε
Aoristμεταφέρεμεταφέρετε, μεταφέρτεμεταφέρουμεταφερθείτε
Part
izip
Presμεταφέρονταςμεταφερόμενος
Perfέχοντας μεταφέρειμεταφερμένος, -η, -ομεταφερμένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταφέρειμεταφερθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναθέτωαναθέτουμε, αναθέτομεανατίθεμαιανατιθέμεθα
αναθέτειςαναθέτετεανατίθεσαιανατίθεσθε
αναθέτειαναθέτουν(ε)ανατίθεταιανατίθενται
Imper
fekt
ανέθετα, ανάθετααναθέταμε
ανέθετες, ανάθετεςαναθέτατε
ανέθετε, ανάθετεανέθεταν, ανάθεταν, αναθέταν(ε)ανετίθετοανετίθεντο
Aoristανέθεσα, ανάθεσααναθέσαμεανατέθηκαανατεθήκαμε
ανέθεσες, ανάθεσεςαναθέσατεανατέθηκεςανατεθήκατε
ανέθεσε, ανάθεσεανέθεσαν, ανάθεσαν, αναθέσαν(ε)ανατέθηκεανατέθηκαν, ανατεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναθέσειέχουμε αναθέσειέχω ανατεθεί
είμαι ανατεθειμένος, -η
έχουμε ανατεθεί
είμαστε ανατεθειμένοι, -ες
έχεις αναθέσειέχετε αναθέσειέχεις ανατεθεί
είσαι ανατεθειμένος, -η
έχετε ανατεθεί
είστε ανατεθειμένοι, -ες
έχει αναθέσειέχουν αναθέσειέχει ανατεθεί
είναι ανατεθειμένος, -η, -ο
έχουν ανατεθεί
είναι ανατεθειμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναθέσειείχαμε αναθέσειείχα ανατεθεί
ήμουν ανατεθειμένος, -η
είχαμε ανατεθεί
ήμαστε ανατεθειμένοι, -ες
είχες αναθέσειείχατε αναθέσειείχες ανατεθεί
ήσουν ανατεθειμένος, -η
είχατε ανατεθεί
ήσαστε ανατεθειμένοι, -ες
είχε αναθέσειείχαν αναθέσειείχε ανατεθεί
ήταν ανατεθειμένος, -η, -ο
είχαν ανατεθεί
ήταν ανατεθειμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναθέτωθα αναθέτουμε, θα αναθέτομεθα ανατίθεμαιθα ανατιθέμεθα
θα αναθέτειςθα αναθέτετεθα ανατίθεσαιθα ανατίθεσθε
θα αναθέτειθα αναθέτουν(ε)θα ανατίθεταιθα ανατίθενται
Fut
ur
θα αναθέσωθα αναθέσουμε, θα αναθέσομεθα ανατεθώθα ανατεθούμε
θα αναθέσειςθα αναθέσετεθα ανατεθείςθα ανατεθείτε
θα αναθέσειθα αναθέσουν(ε)θα ανατεθείθα ανατεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναθέσειθα έχουμε αναθέσειθα έχω ανατεθεί
θα είμαι ανατεθειμένος, -η
θα έχουμε ανατεθεί
θα είμαστε ανατεθειμένοι, -ες
θα έχεις αναθέσειθα έχετε αναθέσειθα έχεις ανατεθεί
θα είσαι ανατεθειμένος, -η
θα έχετε ανατεθεί
θα είστε ανατεθειμένοι, -ες
θα έχει αναθέσειθα έχουν αναθέσειθα έχει ανατεθεί
θα είναι ανατεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν ανατεθεί
θα είναι ανατεθειμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναθέτωνα αναθέτουμε, να αναθέτομενα ανατίθεμαινα ανατιθέμεθα
να αναθέτειςνα αναθέτετενα ανατίθεσαινα ανατίθεσθε
να αναθέτεινα αναθέτουν(ε)να ανατίθεταινα ανατίθενται
Aoristνα αναθέσωνα αναθέσουμε, να αναθέσομενα ανατεθώνα ανατεθούμε
να αναθέσειςνα αναθέσετενα ανατεθείςνα ανατεθείτε
να αναθέσεινα αναθέσουν(ε)να ανατεθείνα ανατεθούν(ε)
Perfνα έχω αναθέσεινα έχουμε αναθέσεινα έχω ανατεθεί
να είμαι ανατεθειμένος, -η
να έχουμε ανατεθεί
να είμαστε ανατεθειμένοι, -ες
να έχεις αναθέσεινα έχετε αναθέσεινα έχεις ανατεθεί
να είσαι ανατεθειμένος, -η
να έχετε ανατεθεί
να είστε ανατεθειμένοι, -ες
να έχει αναθέσεινα έχουν αναθέσεινα έχει ανατεθεί
να είναι ανατεθειμένος, -η, -ο
να έχουν ανατεθεί
να είναι ανατεθειμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανάθετεαναθέτετεανατίθεσθε
Aoristανέθεσεαναθέσετε, αναθέστεαναθέσουανατεθείτε
Part
izip
Presαναθέτοντας
Perfέχοντας αναθέσειανατεθειμένος, -η, -οανατεθειμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναθέσειανατεθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταδίδωμεταδίδουμε, μεταδίδομεμεταδίδομαιμεταδιδόμαστε
μεταδίδειςμεταδίδετεμεταδίδεσαιμεταδίδεστε, μεταδιδόσαστε
μεταδίδειμεταδίδουν(ε)μεταδίδεταιμεταδίδονται
Imper
fekt
μετέδιδαμεταδίδαμεμεταδιδόμουν(α)μεταδιδόμαστε
μετέδιδεςμεταδίδατεμεταδιδόσουν(α)μεταδιδόσαστε
μετέδιδεμετέδιδαν, μεταδίδαν(ε)μεταδιδόταν(ε)μεταδίδονταν
Aoristμετέδωσα, μετάδωσαμεταδώσαμεμεταδόθηκαμεταδοθήκαμε
μετέδωσες, μετάδωσεςμεταδώσατεμεταδόθηκεςμεταδοθήκατε
μετέδωσε, μετάδωσεμετέδωσαν, μεταδώσαν(ε)μεταδόθηκεμεταδόθηκαν, μεταδοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταδώσειέχουμε μεταδώσειέχω μεταδοθεί
(είμαι μεταδομένος, -η)
έχουμε μεταδοθεί
(είμαστε μεταδομένοι, -ες)
έχεις μεταδώσειέχετε μεταδώσειέχεις μεταδοθεί
(είσαι μεταδομένος, -η)
έχετε μεταδοθεί
(είστε μεταδομένοι, -ες)
έχει μεταδώσειέχουν μεταδώσειέχει μεταδοθεί
(είναι μεταδομένος, -η, -ο)
έχουν μεταδοθεί
(είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα μεταδώσειείχαμε μεταδώσειείχα μεταδοθεί
(ήμουν μεταδομένος, -η)
είχαμε μεταδοθεί
(ήμαστε μεταδομένος, -η)
είχες μεταδώσειείχατε μεταδώσειείχες μεταδοθεί
(ήσουν μεταδομένος, -η)
είχατε μεταδοθεί
(ήσαστε μεταδομένος, -η)
είχε μεταδώσειείχαν μεταδώσειείχε μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένος, -η, -ο)
είχαν μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταδίδωθα μεταδίδουμε, θα μεταδίδομεθα μεταδίδομαιθα μεταδιδόμαστε
θα μεταδίδειςθα μεταδίδετεθα μεταδίδεσαιθα μεταδίδεστε, θα μεταδιδόσαστε
θα μεταδίδειθα μεταδίδουν(ε)θα μεταδίδεταιθα μεταδίδονται
Fut
ur
θα μεταδώσωθα μεταδώσουμε, θα μεταδώσομεθα μεταδοθώθα μεταδοθούμε
θα μεταδώσειςθα μεταδώσετεθα μεταδοθείςθα μεταδοθείτε
θα μεταδώσειθα μεταδώσουν(ε)θα μεταδοθείθα μεταδοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταδώσειθα έχουμε μεταδώσειθα έχω μεταδοθεί
(θα είμαι μεταδομένος, -η)
θα έχουμε μεταδοθεί
(θα είμαστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχεις μεταδώσειθα έχετε μεταδώσειθα έχεις μεταδοθεί
(θα είσαι μεταδομένος, -η)
θα έχετε μεταδοθεί
(θα είστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχει μεταδώσειθα έχουν μεταδώσειθα έχει μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένος, -η, -ο)
θα έχουν μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταδίδωνα μεταδίδουμε, να μεταδίδομενα μεταδίδομαινα μεταδιδόμαστε
να μεταδίδειςνα μεταδίδετενα μεταδίδεσαινα μεταδίδεστε, να μεταδιδόσαστε
να μεταδίδεινα μεταδίδουν(ε)να μεταδίδεταινα μεταδίδονται
Aoristνα μεταδώσωνα μεταδώσουμε, να μεταδώσομενα μεταδοθώνα μεταδοθούμε
να μεταδώσειςνα μεταδώσετενα μεταδοθείςνα μεταδοθείτε
να μεταδώσεινα μεταδώσουν(ε)να μεταδοθείνα μεταδοθούν(ε)
Perfνα έχω μεταδώσεινα έχουμε μεταδώσεινα έχω μεταδοθεί
(να είμαι μεταδομένος, -η)
να έχουμε μεταδοθεί
(να είμαστε μεταδομένοι, -ες)
να έχεις μεταδώσεινα έχετε μεταδώσεινα έχεις μεταδοθεί
(να είσαι μεταδομένος, -η)
να έχετε μεταδοθεί
(να είστε μεταδομένοι, -ες)
να έχει μεταδώσεινα έχουν μεταδώσεινα έχει μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένος, -η, -ο)
να έχουν μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presμετάδιδεμεταδίδετεμεταδίδεστε
Aoristμετάδωσεμεταδώστε, μεταδώσετεμεταδώσουμεταδοθείτε
Part
izip
Presμεταδίδονταςμεταδιδόμενος
Perfέχοντας μεταδώσειμεταδομένος, -η, -ομεταδομένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταδώσειμεταδοθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback