αναθέτω Verb  [anatheto, anathetw]

  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu αναθέτω

αναθέτω altgriechisch ἀνατίθημι ανά+θέτω


GriechischDeutsch
Θέλω την παλιά δουλειά μου σαν σύμβουλος αποψυγμένων και να αναθέτω καριέρες.Ich will meinen alten Job und Aufgetauten stellen zuteilen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αναθέτω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναθέτωαναθέτουμε, αναθέτομεανατίθεμαιανατιθέμεθα
αναθέτειςαναθέτετεανατίθεσαιανατίθεσθε
αναθέτειαναθέτουν(ε)ανατίθεταιανατίθενται
Imper
fekt
ανέθετα, ανάθετααναθέταμε
ανέθετες, ανάθετεςαναθέτατε
ανέθετε, ανάθετεανέθεταν, ανάθεταν, αναθέταν(ε)ανετίθετοανετίθεντο
Aoristανέθεσα, ανάθεσααναθέσαμεανατέθηκαανατεθήκαμε
ανέθεσες, ανάθεσεςαναθέσατεανατέθηκεςανατεθήκατε
ανέθεσε, ανάθεσεανέθεσαν, ανάθεσαν, αναθέσαν(ε)ανατέθηκεανατέθηκαν, ανατεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναθέσειέχουμε αναθέσειέχω ανατεθεί
είμαι ανατεθειμένος, -η
έχουμε ανατεθεί
είμαστε ανατεθειμένοι, -ες
έχεις αναθέσειέχετε αναθέσειέχεις ανατεθεί
είσαι ανατεθειμένος, -η
έχετε ανατεθεί
είστε ανατεθειμένοι, -ες
έχει αναθέσειέχουν αναθέσειέχει ανατεθεί
είναι ανατεθειμένος, -η, -ο
έχουν ανατεθεί
είναι ανατεθειμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναθέσειείχαμε αναθέσειείχα ανατεθεί
ήμουν ανατεθειμένος, -η
είχαμε ανατεθεί
ήμαστε ανατεθειμένοι, -ες
είχες αναθέσειείχατε αναθέσειείχες ανατεθεί
ήσουν ανατεθειμένος, -η
είχατε ανατεθεί
ήσαστε ανατεθειμένοι, -ες
είχε αναθέσειείχαν αναθέσειείχε ανατεθεί
ήταν ανατεθειμένος, -η, -ο
είχαν ανατεθεί
ήταν ανατεθειμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναθέτωθα αναθέτουμε, θα αναθέτομεθα ανατίθεμαιθα ανατιθέμεθα
θα αναθέτειςθα αναθέτετεθα ανατίθεσαιθα ανατίθεσθε
θα αναθέτειθα αναθέτουν(ε)θα ανατίθεταιθα ανατίθενται
Fut
ur
θα αναθέσωθα αναθέσουμε, θα αναθέσομεθα ανατεθώθα ανατεθούμε
θα αναθέσειςθα αναθέσετεθα ανατεθείςθα ανατεθείτε
θα αναθέσειθα αναθέσουν(ε)θα ανατεθείθα ανατεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναθέσειθα έχουμε αναθέσειθα έχω ανατεθεί
θα είμαι ανατεθειμένος, -η
θα έχουμε ανατεθεί
θα είμαστε ανατεθειμένοι, -ες
θα έχεις αναθέσειθα έχετε αναθέσειθα έχεις ανατεθεί
θα είσαι ανατεθειμένος, -η
θα έχετε ανατεθεί
θα είστε ανατεθειμένοι, -ες
θα έχει αναθέσειθα έχουν αναθέσειθα έχει ανατεθεί
θα είναι ανατεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν ανατεθεί
θα είναι ανατεθειμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναθέτωνα αναθέτουμε, να αναθέτομενα ανατίθεμαινα ανατιθέμεθα
να αναθέτειςνα αναθέτετενα ανατίθεσαινα ανατίθεσθε
να αναθέτεινα αναθέτουν(ε)να ανατίθεταινα ανατίθενται
Aoristνα αναθέσωνα αναθέσουμε, να αναθέσομενα ανατεθώνα ανατεθούμε
να αναθέσειςνα αναθέσετενα ανατεθείςνα ανατεθείτε
να αναθέσεινα αναθέσουν(ε)να ανατεθείνα ανατεθούν(ε)
Perfνα έχω αναθέσεινα έχουμε αναθέσεινα έχω ανατεθεί
να είμαι ανατεθειμένος, -η
να έχουμε ανατεθεί
να είμαστε ανατεθειμένοι, -ες
να έχεις αναθέσεινα έχετε αναθέσεινα έχεις ανατεθεί
να είσαι ανατεθειμένος, -η
να έχετε ανατεθεί
να είστε ανατεθειμένοι, -ες
να έχει αναθέσεινα έχουν αναθέσεινα έχει ανατεθεί
να είναι ανατεθειμένος, -η, -ο
να έχουν ανατεθεί
να είναι ανατεθειμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανάθετεαναθέτετεανατίθεσθε
Aoristανέθεσεαναθέσετε, αναθέστεαναθέσουανατεθείτε
Part
izip
Presαναθέτοντας
Perfέχοντας αναθέσειανατεθειμένος, -η, -οανατεθειμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναθέσειανατεθεί











Griechische Definition zu αναθέτω

αναθέτω [anaθéto] -ομαι, ανατίθεμαι [anatíθeme] Ρ αόρ. ανέθεσα και ανάθεσα, απαρέμφ. αναθέσει, παθ. ανατίθεμαι, ανατίθεσαι, ανατίθεται, ανατιθέμεθα, ανατίθεστε, ανατίθενται, και (προφ.) αναθέτομαι, αόρ. ανατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανετέθη, ανετέθησαν, απαρέμφ. ανατεθεί : δίνω εντολή σε κπ. ή συμφωνώ με κπ. να αναλάβει την εκτέλεση ενός έργου: Ο διοικητής τού ανέθεσε μια δύσκολη στρατιωτική αποστολή / την ένορκη διοικητική εξέταση. Οι έρευνες για πετρελαιοφόρα κοιτάσματα ανατέθηκαν σε ξένη εταιρεία. Θα του αναθέσουν τη διαχείριση της πολυκατοικίας. || εμπιστεύομαι σε κπ. ένα έργο, τον επιφορτίζω με κάποια υποχρέωση: Στη μητέρα έχει ανατεθεί η φροντίδα της οικογένειας.

[λόγ. < αρχ. ἀνατίθημι `τοποθετώ βάρος, αφιερώνω΄ με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το τίθημι > θέτω (πρβ. μσν. αναθέτω ίδ. σημ.), σημδ. γαλλ. charger· λόγ. < αρχ. ἀνατίθεμαι]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback