Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



θερμόμετρο

θερμόμετρο (entlehnt aus) französisch thermomètre altgriechisch θερμός + μέτρον / αναλύεται σε θερμό- + -μετρο


θερμοκρασία

θερμοκρασία altgriechisch θερμοκρασία θερμός + κρᾶσις


θερμοκαυτήρας

θερμοκαυτήρας (entlehnt aus) englisch thermocautère altgriechisch θερμός + καυτήρ καίω


θερμογράφος

θερμογράφος (entlehnt aus) englisch thermographe altgriechisch θερμός + γράφω


θερμογραφία

θερμογραφία (entlehnt aus) englisch thermographie thermographe altgriechisch θερμός + γράφω


θερμαντικός

θερμαντικός altgriechisch θερμαντικός (για το 2: (Lehnübersetzung) (γαλλικά) calorifique)


θερμαντήρας

θερμαντήρας Koine-Griechisch θερμαντήρ altgriechisch θερμαντός θερμαίνω θερμός ( θέρω) proto-indogermanisch *gʷʰer-mo-[1] *gʷʰer- (θερμός, ζεστός)


θέρμανση

θέρμανση altgriechisch θέρμανσις θερμαίνω θερμός


θερμαίνω

θερμαίνω altgriechisch θερμαίνω θερμός + -αίνω ( θέρω) proto-indogermanisch *gʷʰer-mo-[1] *gʷʰer- (θερμός, ζεστός)


θερισμός

θερισμός altgriechisch θερίζω θέρος


θερίζω

θερίζω altgriechisch θερίζω θέρος proto-griechisch *tʰéros proto-indogermanisch *gʷʰéros (ζέστη, ζεστός καιρός) *gʷʰer- (ζεστός)


θέρετρο

θέρετρο altgriechisch θέρετρον θέρος


θεράπων

θεράπων altgriechisch θεράπων vorhellenistisch[1]


θεραπεύω

θεραπεύω altgriechisch θεραπεύω


θεραπευτικός

θεραπευτικός altgriechisch θεραπευτικός


θεραπεία

θεραπεία altgriechisch θεραπεία (υπηρεσία, γιατρειά, ιατρική αγωγή)[1]


θεοτικός

θεοτικός mittelgriechisch θεοτικός Koine-Griechisch θεότης altgriechisch θεός


θεότητα

θεότητα Koine-Griechisch θεότης altgriechisch θεός proto-griechisch *tʰehós proto-indogermanisch *dʰéh₁s *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s


θεόσοφος

θεόσοφος Koine-Griechisch θεόσοφος altgriechisch θεός + σοφός


θεοσοφισμός

θεοσοφισμός (entlehnt aus) englisch theosophism theosophy Koine-Griechisch θεοσοφία altgriechisch θεός + σοφία


θεοσοφία

θεοσοφία (entlehnt aus) englisch theosophy Koine-Griechisch θεοσοφία altgriechisch θεός + σοφία


θεοσέβεια

θεοσέβεια altgriechisch θεοσέβεια θεοσεβής θεός + σέβας


θεολογώ

θεολογώ altgriechisch θεολογέω / θεολογῶ θεολόγος θεός + λέγω


θεολόγος

θεολόγος altgriechisch θεολόγος. Συγχρονικά αναλύεται σε θεο- + -λόγος


θεοκρατία

θεοκρατία Koine-Griechisch θεοκρατία altgriechisch θεός + κρατέω / κρατῶ


θεοδόλιχος

θεοδόλιχος (Wort verwendet ab 1897) εσφαλμένη μεταφορά από τη französisch theodolite με παρετυμολογική σύνδεση προς την altgriechisch λέξη δόλιχος. Η συνώνυμη französisch alidade arabisch العِضَادَة (al-ʿiḍāda)[1]


θεογεννήτρια

θεογεννήτρια mittelgriechisch θεογεννήτρια ( θεο- + γεννήτρια ) θεογεννήτωρ altgriechisch θεός + γεννήτωρ


θεμελιώνω

θεμελιώνω altgriechisch θεμελιῶ


θεμέλιος

θεμέλιος altgriechisch θεμέλιος τίθημι


θέλω

θέλω altgriechisch θέλω, παράλληλος τύπος του ἐθέλω


θέλησις

θέλησις λέξη των χριστιανικών χρόνων altgriechisch θέλω και ἐθέλω


θέληση

θέληση altgriechisch θέλησις θέλω


θέλημα

θέλημα altgriechisch θέλημα


θέλγω

θέλγω altgriechisch θέλγω


θέλγητρο

θέλγητρο altgriechisch θέλγητρον


θείος

θείος (λόγιο) altgriechisch θεῖος[1] θεός


θείο

θείο altgriechisch θεῖον


θειαφιστήρι

θειαφιστήρι θειαφίζω + -τήρι θειάφι mittelgriechisch θειάφι(ν) Koine-Griechisch θειάφιον altgriechisch θεῖον


θειάφι

θειάφι mittelgriechisch θειάφι(ν) Koine-Griechisch θειάφιον altgriechisch θεῖον


θεία

θεία spätgriechisch θεία altgriechisch θεῖος


θέατρο

θέατρο altgriechisch θέατρον


θεατρικός

θεατρικός altgriechisch θεατρικός θέατρον


θεατής

θεατής altgriechisch θεατής


θέαση

θέαση Koine-Griechisch θέασις altgriechisch θεάομαι / θεῶμαι θέα


θεαθήναι

θεαθήναι altgriechisch θεαθῆναι, απαρέμφατο παθητικού αορίστου του ρήματος θεάομαι, -ῶμαι


θεά

θεά altgriechisch θεά Femininum von θεός


θέα

θέα altgriechisch θέα


θαυματουργός

θαυματουργός altgriechisch θαυματουργός θαῦμα + -ουργός ( ἔργο)


θαυματουργία

θαυματουργία Koine-Griechisch θαυματουργός altgriechisch θαῦμα + ἔργον


θαυματοποιός

θαυματοποιός altgriechisch θαυματοποιός θαῦμα + ποιῶ


θαυμαστός

θαυμαστός altgriechisch θαυμαστός : ρηματικό επίθετο σε -τος von ρήμα θαυμάζω


θαυμαστικός

θαυμαστικός altgriechisch θαυμαστικός θαυμάζω


θαυμαστής

θαυμαστής altgriechisch


θαυμασμός

θαυμασμός Koine-Griechisch θαυμασμός altgriechisch θαυμάζω θαῦμα θάομαι


θαυμάσιος

θαυμάσιος altgriechisch θαυμάσιος


θαυμάζω

θαυμάζω altgriechisch θαυμάζω


θαύμα

θαύμα altgriechisch θαῦμα


θάρρος

θάρρος altgriechisch θάρρος (μορφή του θάρσος στην αττική διάλεκτο)


θάπτω

θάπτω altgriechisch θάπτω


θανή

θανή mittelgriechisch θανή altgriechisch απαρέμφατο θανεῖν


θανάτωση

θανάτωση altgriechisch θανάτωσις θανατόω


θανατώνω

θανατώνω altgriechisch θανατόω, -ῶ


θάνατος

θάνατος altgriechisch θάνατος indoeuropäisch (Wurzel) *dʰnh₂-


θανατηφόρος

θανατηφόρος altgriechisch θανατηφόρος θάνατος + φέρω


θανατάς

θανατάς θάνατος + -άς (ή mittelgriechisch τοῦ θανατᾶν altgriechisch θανατάω / θανατῶ θάνατος indoeuropäisch (Wurzel) dʰnh₂-)


θανάσιμος

θανάσιμος altgriechisch θανάσιμος (θανατηφόρος, αλλά και ο μελλοθάνατος και ο νεκρός) θάνατος


θαμώνας

θαμώνας altgriechisch θαμά, συχνά ή θαμινός (συχνός)


θαμπώνω

θαμπώνω mittelgriechisch θαμπώνω Koine-Griechisch θαμβόω θαμβόομαι altgriechisch θαμβέω / θαμβῶ θάμβος τέθηπα


θάμπωμα

θάμπωμα mittelgriechisch θάμπωμα θαμπώνω + -μα altgriechisch θαμβέω / θαμβῶ θάμβος τέθηπα


θαμπός

θαμπός mittelgriechisch θαμπός θαμβός altgriechisch θάμβος


θάμπος

θάμπος altgriechisch θάμβος


θαμπάδα

θαμπάδα θαμπός + -άδα mittelgriechisch θαμβός altgriechisch θάμβος


θάμνος

θάμνος altgriechisch θαμινός (πυκνός)


θάμβος

θάμβος altgriechisch θάμβος vorhellenistisch[1]


θάλπω

θάλπω altgriechisch θάλπω


θάλπος

θάλπος altgriechisch θάλπος


θάλλω

θάλλω altgriechisch θάλλω (θάλ-jω/θάλ-νω) (ανθώ, βλασταίνω)


θαλερότητα

θαλερότητα Katharevousa θαλερότης altgriechisch θαλερός + -ότης/-ότητα


θαλερός

θαλερός altgriechisch θαλερός θάλλω


θαλασσοκρατορία

θαλασσοκρατορία altgriechisch θαλασσοκράτωρ + -ία


θαλασσοκράτορας

θαλασσοκράτορας altgriechisch θαλασσοκράτωρ


θαλασσοκρατία

θαλασσοκρατία (λόγιο) Koine-Griechisch θαλασσοκρατία[1] altgriechisch θαλασσοκρατέω. Συγχρονικά αναλύεται σε θαλασσο- + -κρατία


θαλάσσιος

θαλάσσιος altgriechisch θαλάσσιος και θαλάττιος (ο ναυτικός, ο θαλασσινός) θάλασσα και θάλαττα


θάλασσα

θάλασσα altgriechisch θάλασσα


θάλαμος

θάλαμος (λόγιο) altgriechisch θάλαμος [1]


θαλάμι

θαλάμι altgriechisch θαλάμη (είτε με μετατροπή του τελικού φωνήεντος σε ι entweder/oder von υποκοριστικό της θαλάμιον)


θαλαμηπόλος

θαλαμηπόλος Koine-Griechisch ὁ θαλαμηπόλος (ευνούχος καμαριέρης), altgriechisch ἡ θαλαμηπόλος (η υπηρέτρια της οικοδέσποινας)[1] θάλαμος + πέλω


θαλάμη

θαλάμη altgriechisch θαλάμη (σήμαινε σπηλιά, κοιλιά, φωλιά, κοίτη)


θάβω

θάβω altgriechisch θάπτω


ηχώ

ηχώ altgriechisch ἠχώ


ήχος

ήχος altgriechisch ἦχος


ηχείο

ηχείο spätgriechisch ἠχεῖον altgriechisch ἦχος Η σημερινή σημασία αποδίδει την englisch resonator


ηφαίστειο

ηφαίστειο Katharevousa ηφαίστειον Ήφαιστος + -ειον ((Lehnübersetzung) lateinisch Volcanus· π.β. altgriechisch Ἡφαιστεῖον Ἥφαιστος)


ηττώμαι

ηττώμαι altgriechisch ἡττῶμαι


ήττα

ήττα altgriechisch ἧττα


ήτοι

ήτοι altgriechisch ἤτοι


ήτα

ήτα altgriechisch ἦτα


ήσυχος

ήσυχος altgriechisch ἥσυχος


ησυχαστής

ησυχαστής mittelgriechisch ησυχαστής (ίδια σημασία) Koine-Griechisch ἡσυχαστής (ερημίτης) altgriechisch ἡσυχάζω ἥσυχος


ήσκιος

ήσκιος mittelgriechisch ἥσκιος altgriechisch σκιά· το η- δικαιολογείται από επίδραση της λέξης ἥλιος ή von επίδραση του άρθρου ἡ σκιά→ἥσκιος (αρσενικού γένους, κατ' αναλογία προς το ἥλιος).



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback