{ο}  θείος Subst.  [thios, theios]

{der}    Subst.
(3414)

Etymologie zu θείος

θείος (λόγιο) altgriechisch θεῖος[1] θεός


GriechischDeutsch
Πρόσωπα θεωρούνται ως μέλη της ίδιας οικογένειας μόνον αν συνδέονται μεταξύ τους με μία από τις σχέσεις που αναφέρονται στη συνέχεια: i) σύζυγοι, ii) πρώτου βαθμού ανιόντες και κατιόντες, σε ευθεία γραμμή, iii) αδελφοί ή αδελφές (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς), iv) δευτέρου βαθμού ανιόντες και κατιόντες, σε ευθεία γραμμή, v) θείος ή θεία και ανιψιός ή ανιψιά, vi) γονείς του ετέρου των συζύγων και γαμπρός ή νύφη, vii) αδελφοί ή αδελφές του ή της συζύγου.Personen werden nur dann als Mitglieder derselben Familie angesehen, wenn sie in einem der folgenden Verwandtschaftsverhältnisse zueinander stehen: i) Ehegatten, ii) Eltern und Kind, iii) Geschwister (auch Halbgeschwister), iv) Großeltern und Enkel, v) Onkel oder Tante und Neffe oder Nichte, vi) Schwiegereltern und Schwiegersohn oder Schwiegertochter, vii) Schwäger und Schwägerinnen. (ABl.

Übersetzung bestätigt

Πρόσωπα θεωρούνται ως μέλη της ίδιας οικογένειας μόνον αν συνδέονται μεταξύ τους με μία από τις σχέσεις που αναφέρονται στη συνέχεια: i) σύζυγοι, ii) πρώτου βαθμού ανιόντες και κατιόντες, σε ευθεία γραμμή, iii) αδελφοί ή αδελφές (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς), iv) δεύτερου βαθμού ανιόντες και κατιόντες, σε ευθεία γραμμή, v) θείος ή θεία και ανιψιός ή ανιψιά, vi) γονείς του ετέρου των συζύγων και γαμπρός ή νύφη, vii) αδελφοί ή αδελφές του ή της συζύγου (ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1).Personen werden nur dann als Mitglieder derselben Familie angesehen, wenn sie in einem der folgenden Verwandtschaftsverhältnisse zueinander stehen: i) Ehegatten, ii) Eltern und Kind, iii) Geschwister (auch Halbgeschwister), iv) Großeltern und Enkel, v) Onkel oder Tante und Neffe oder Nichte, vi) Schwiegereltern und Schwiegersohn oder Schwiegertochter, vii) Schwäger und Schwägerinnen. (ABl.

Übersetzung bestätigt

Ανώτερο στέλεχος του δικτύου Haqqani, το οποίο διεξάγει επιχειρήσεις με βάση το Βόρειο Βαζιριστάν στις Ομοσπονδιακά Διοικούμενες Φυλετικές Περιοχές του Πακιστάν· β) παλαιότερα είχε ταξιδεύσει και συγκεντρώσει κεφάλαια στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων· γ) αδελφός του Jalaluddin Haqqani και θείος του Sirajuddin Jallaloudine Haqqani. Ημερομηνία κατονομοσίας του ΟΗΕ:Weitere Angaben: a) führendes Mitglied des Haqqani Network, das von Nordwaziristan aus in den unter pakistanischer Bundesverwaltung stehenden Stammesgebieten (FATA) operiert, b) hat früher Reisen nach Dubai (Vereinigte Arabische Emirate) unternommen und dort Finanzmittel beschafft, c) Bruder von Jalaluddin Haqqani und Onkel von Sirajuddin Jallaloudine Haqqani.

Übersetzung bestätigt

Ανώτερο στέλεχος του δικτύου Haqqani, το οποίο διεξάγει επιχειρήσεις με βάση το Βόρειο Βαζιριστάν στις Ομοσπονδιακά Διοικούμενες Φυλετικές Περιοχές του Πακιστάν· β) παλαιότερα είχε ταξιδεύσει και συγκεντρώσει κεφάλαια στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων· γ) αδελφός του Jalaluddin Haqqani και θείος του Sirajuddin Jallaloudine Haqqani. Ημερομηνία κατονομασίας του ΟΗΕ:Weitere Angaben: a) führendes Mitglied des Haqqani Network, das von Nordwaziristan aus in den unter pakistanischer Bundesverwaltung stehenden Stammesgebieten (FATA) operiert, b) hat früher Reisen nach Dubai (Vereinigte Arabische Emirate) unternommen und dort Finanzmittel beschafft, c) Bruder von Jalaluddin Haqqani und Onkel von Sirajuddin Jallaloudine Haqqani.

Übersetzung bestätigt

Στενός συνεργάτης και εκ μητρός θείος του Bashar και του Mahir al-Assad, συνεταίρος και πατέρας των Rami, Ihab και Iyad Makhlouf.Enger Verbündeter und Onkel mütterlicherseits von Bashar und Mahir al-Assad, Geschäftspartner und Vater von Rami, Ihab und Iyad Makhlouf

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
μπάρμπας (λαϊκότροπο)
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
θείος -α -ο

Grammatik

Noch keine Grammatik zu θείος.



Singular

Plural

Nominativder Onkel

die Onkel

Genitivdes Onkels

der Onkel

Dativdem Onkel

den Onkeln

Akkusativden Onkel

die Onkel




Griechische Definition zu θείος

θείος ο [θíos] : (πρβ. μπάρμπας). 1. αδερφός ή εξάδερφος του πατέρα (ή του παππού) ή της μητέρας (ή της γιαγιάς) κάποιου: θείος από τη μεριά του πατέρα / της μητέρας. Δουλεύει στο μαγαζί του θείου του. Πήγα στο σπίτι των θείων μου. Tι κάνεις, θείε Kώστα / θεία Mαρία; [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback