Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



μηχάνημα

μηχάνημα altgriechisch μηχάνημα μηχανάω / μηχανῶ μηχανή


μηχανή

μηχανή altgriechisch μηχανή


μηχανεύομαι

μηχανεύομαι altgriechisch μηχανή


μητρώο

μητρώο altgriechisch Μητρῷον[1], Maskulinum von Μητρῷος μήτηρ proto-griechisch *mā́tēr proto-indogermanisch *méh₂tēr (μητέρα) ((Lehnbedeutung) französisch matricule)


μητρώνυμο

μητρώνυμο μήτηρ + -ο- + -ώνυμο ( altgriechisch ὄνυμα / ὄνομα)


μητρυιά

μητρυιά altgriechisch μητρυιά


μητροσκόπιο

μητροσκόπιο μήτρα + -σκόπιο ( altgriechisch σκοπέω, εξετάζω)


μητροκτόνος

μητροκτόνος altgriechisch μητροκτόνος μητρο- ( μήτηρ) + -κτόνος (κτείνω)


μητρικός

μητρικός altgriechisch μητρικός μήτηρ


μητριά

μητριά altgriechisch μητρυιά


μητέρα

μητέρα altgriechisch μήτηρ (μέσω της αιτιατικής τὴν μητέρα) proto-griechisch *mā́tēr proto-indogermanisch *méh₂tēr (μητέρα)


μήτε

μήτε altgriechisch μήτε


μηρυκάζω

μηρυκάζω altgriechisch μηρυκάζω


μηρός

μηρός altgriechisch μηρός


μήπως

μήπως altgriechisch μήπως μή πως


μηνύω

μηνύω altgriechisch μηνύω


μήνυση

μήνυση altgriechisch μήνυμα μηνύω


μήνυμα

μήνυμα altgriechisch μήνυμα


μηνολόγιο

μηνολόγιο mittelgriechisch μηνολόγιον altgriechisch μηνο(ς) + + -ο- + -λόγιο


μηνίσκος

μηνίσκος altgriechisch μηνίσκος υποκοριστικό του Μήνη


μήνις

μήνις altgriechisch (μῆνις)


μήνιγγα

μήνιγγα altgriechisch μῆνιγξ


μηναίο

μηναίο mittelgriechisch μηναῖον altgriechisch μήν


μήνας

μήνας altgriechisch μήν proto-griechisch *méns proto-indogermanisch *mḗh₁n̥s *meh₁- (μετρώ). Συγγενές με τα (λατινικά) mensis, (αγγλικά) moon, month


μηλιά

μηλιά mittelgriechisch μηλιά altgriechisch μηλέα


μήκος

μήκος altgriechisch μῆκος


μηδικός

μηδικός altgriechisch Μηδικός Μῆδος


μηδική

μηδική Koine-Griechisch μηδική (πόα) altgriechisch Μηδικός Μῆδος


μηδίζω

μηδίζω altgriechisch Μηδίζω Μῆδος + -ίζω


μηδέν

μηδέν altgriechisch μηδὲ + ἕν[1]


μηδείς

μηδείς altgriechisch μηδείς


μηδέ

μηδέ altgriechisch μηδέ μή + δέ


μηδαμινός

μηδαμινός Koine-Griechisch μηδαμινός altgriechisch μηδαμός μηδέ + ἁμός


μη

μη altgriechisch μή


μέχρις

μέχρις altgriechisch μέχρις


μέχρι

μέχρι altgriechisch μέχρι/μέχρις


μέτωπο

μέτωπο altgriechisch μέτωπον μετά + ὤψ indoeuropäisch (Wurzel) *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-


μετρονόμος

μετρονόμος (entlehnt aus) französisch métronome altgriechisch μέτρον + νόμος


μέτρον

μέτρον altgriechisch μέτρον proto-indogermanisch *meh₁- (μετρώ)


μέτρο

μέτρο altgriechisch μέτρον proto-indogermanisch *meh₁- (μετρώ)


μετριοπάθεια

μετριοπάθεια Koine-Griechisch μετριοπάθεια μετριοπαθής altgriechisch μέτριος + πάσχω


μετρικός

μετρικός altgriechisch μετρικός μέτρον


μετριάζω

μετριάζω altgriechisch μετριάζω μέτρον


μετρητής

μετρητής altgriechisch μετρητής


μέτρηση

μέτρηση altgriechisch μέτρησις μετράω, -ῶ


μέτοχος

μέτοχος (λόγιο) altgriechisch μέτοχος μετέχω μετά + ἔχω


μετοχικός

μετοχικός altgriechisch μετοχικός μετοχή


μετόχι

μετόχι mittelgriechisch μετόχιον/μετόχιν, Diminutiv von μετοχή altgriechisch μετέχω ἔχω


μετοχή

μετοχή altgriechisch μετοχή (συμμετοχή) μετέχω μετά + ἔχω


μετόπισθεν

μετόπισθεν altgriechisch μετόπισθεν και μετόπισθε


μετόπη

μετόπη Koine-Griechisch μετόπη μετά + altgriechisch ὀπή


μετονομάζω

μετονομάζω altgriechisch μετονομάζω


μέτοικος

μέτοικος altgriechisch μέτοικος μετά + οἶκος


μετέωρος

μετέωρος altgriechisch μετέωρος


μετεωρολόγος

μετεωρολόγος altgriechisch μετεωρολόγος μετέωρον ( μετέωρος) + -λόγος ((Lehnbedeutung) französisch météorologue)


μετεωρολογία

μετεωρολογία altgriechisch μετεωρολογία μετεωρολόγος μετέωρον + λέγω (Lehnbedeutung από τη französisch météorologie)


μετέωρο

μετέωρο französisch météore mittellateinisch meteora (πληθυντικός) altgriechisch τά μετέωρα (=αστρονομικά φαινόμενα), Maskulinum von μετέωρος


μετεωρισμός

μετεωρισμός altgriechisch


μετέπειτα

μετέπειτα altgriechisch μετέπειτα μετά + ἔπειτα


μεταχείριση

μεταχείριση Koine-Griechisch μεταχείρισις altgriechisch μεταχειρίζομαι


μεταχειρίζομαι

μεταχειρίζομαι altgriechisch μεταχειρίζομαι, Passiv von μεταχειρίζω μετά + χειρίζω χείρ


μεταφορά

μεταφορά altgriechisch μεταφορά μεταφέρω μετά + φέρω


μεταφέρω

μεταφέρω altgriechisch μεταφέρω μετά + φέρω


μετατροπή

μετατροπή altgriechisch μετατροπή μετατρέπω μετά + τρέπω proto-indogermanisch *terkʷ- (γυρίζω, στρέφω) ((Lehnbedeutung) französisch conversion)


μετατρέπω

μετατρέπω altgriechisch μετατρέπω μετα- + τρέπω ((Lehnbedeutung) französisch convertir)


μετάταξη

μετάταξη Koine-Griechisch μετάταξις altgriechisch μετατάσσω μετά + τάσσω


μεταστάς

μεταστάς altgriechisch μεταστάς


μεταρρύθμιση

μεταρρύθμιση mittelgriechisch μεταρρύθμισις altgriechisch μεταρρυθμίζω μετά + ῥυθμίζω ῥυθμός


μεταρρυθμίζω

μεταρρυθμίζω altgriechisch μεταρρυθμίζω μετά + ῥυθμίζω ῥυθμός


μετάπτωση

μετάπτωση (λόγιο) altgriechisch μετάπτω(σις) + -ση μετά- + πτῶσις (ο όρος της γραμματικής, ελληνιστικός[1])


μεταπράτης

μεταπράτης Koine-Griechisch μεταπράτης μεταπιπράσκω altgriechisch πιπράσκω / πέρνημι περάω indoeuropäisch (Wurzel) *per- (διαπερνώ, διασχίζω)


μεταπλασμός

μεταπλασμός (λόγιο) Koine-Griechisch μεταπλασμός μεταπλάθω (altgriechisch μεταπλάσσω), Lehnbedeutung από τη neulateinisch metaplasmsus[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + πλα- (altgriechisch πλάσσω) + -σμός


μεταπλάθω

μεταπλάθω altgriechisch μεταπλάσσω


μεταξύ

μεταξύ mittelgriechisch μεταξύ altgriechisch μεταξύ


μετανοώ

μετανοώ altgriechisch μετανοῶ


μετάνοια

μετάνοια altgriechisch μετάνοια


μετανιώνω

μετανιώνω mittelgriechisch μετανιώνω μεταγνώνω / μεταγνώθω altgriechisch μεταγιγνώσκω / μεταγινώσκω γιγνώσκω / γινώσκω proto-indogermanisch *ǵiǵneh₃- *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω) Υπάρχει και η άποψη: μετάνοια + -ώνω[1]


μετανάστης

μετανάστης altgriechisch μετανάστης μετά + ναίω


μεταναστεύω

μεταναστεύω altgriechisch μεταναστεύω μετανάστης


μεταμφιέζω

μεταμφιέζω mittelgriechisch μεταμφιέζω Koine-Griechisch μεταμφιάζω μεταμφιέννυμι / μεταμφιεννύω μετά + altgriechisch ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω ἀμφί + ἕννυμι / ἑννύω *ϝέσνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *wes (ντύνω)


μεταμόρφωση

μεταμόρφωση altgriechisch μεταμόρφωσις


μεταμελούμαι

μεταμελούμαι altgriechisch μεταμελοῦμαι μετά + μέλω


μεταμέλεια

μεταμέλεια altgriechisch μεταμέλεια μεταμέλομαι μετά + μέλω


μεταλλωρύχος

μεταλλωρύχος Koine-Griechisch μεταλλωρύχος altgriechisch μέταλλον + ὀρύττω (το ω (μεταλλωρύχος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)


μέταλλο

μέταλλο altgriechisch μέταλλον


μεταλλείο

μεταλλείο altgriechisch μεταλλεῖον μέταλλον


μεταλλάσσω

μεταλλάσσω altgriechisch μεταλλάσσω


μετάλλαξη

μετάλλαξη (Lehnübersetzung) englisch transmutation (ή από τα γαλλικά) altgriechisch μετάλλαξις (ανταλλαγή) [1]


μετάληψη

μετάληψη Koine-Griechisch μετάληψις (παρόμοια σημασία) altgriechisch μετάληψις μεταλαμβάνω λαμβάνω


μεταλαμβάνω

μεταλαμβάνω Koine-Griechisch μεταλαμβάνω (παρόμοια σημασία) altgriechisch μεταλαμβάνω μετά + λαμβάνω


μεταλαβαίνω

μεταλαβαίνω mittelgriechisch μεταλαβαίνω altgriechisch μεταλαμβάνω μετά + λαμβάνω


μετακομίζω

μετακομίζω altgriechisch μετακομίζω μετά + κομίζω


μετάκληση

μετάκληση Koine-Griechisch μετάκλησις altgriechisch μετακαλέω / μετακαλῶ μετά + καλέω / καλῶ


μετακινώ

μετακινώ (λόγιο) altgriechisch μετακινῶ, συνηρημένου τύπου του μετακινέω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + κινώ


μετακαλώ

μετακαλώ altgriechisch μετακαλέω / μετακαλῶ μετά + καλέω / καλῶ


μεταθέτω

μεταθέτω altgriechisch μετατίθημι


μετάδοση

μετάδοση Koine-Griechisch μετάδοσις (παρόμοια σημασία) altgriechisch μετάδοσις μεταδίδωμι μετά + δίδωμι


μεταδίδω

μεταδίδω mittelgriechisch μεταδίδω altgriechisch μεταδίδωμι μετά + δίδωμι


μετάγω

μετάγω altgriechisch μετάγω


μεταγράφω

μεταγράφω altgriechisch μεταγράφω μετά + γράφω ((Lehnbedeutung) französisch transcrire)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback