Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischκατακυρώνω altgriechisch κατακυρόω / κατακυρῶ κατά + κυρόω / κυρῶ κῦρος
καταλαβαίνω mittelgriechisch καταλαβαίνω altgriechisch καταλαμβάνω κατά + λαμβάνω
καταλαμβάνω altgriechisch καταλαμβάνω κατά + λαμβάνω (3,4. (Lehnbedeutung) französisch occuper. 5. (Lehnbedeutung) französisch emparer)
κατάλληλος altgriechisch κατάλληλος κατά + ἀλλήλων ἄλλος
καταλογάδην altgriechisch καταλογάδην καταλέγω + -δην κατά + λέγω
καταλογίζω altgriechisch καταλογίζομαι κατά + λογίζομαι λόγος λέγω proto-indogermanisch *leǵ-
καταλογισμός Koine-Griechisch καταλογισμός altgriechisch καταλογίζομαι κατά + λογίζομαι λόγος λέγω proto-indogermanisch *leǵ-
κατάλογος (λόγιο) altgriechisch κατάλογος (εγγραφή) κατά + λέγω, κατά- + -λογος, (Lehnbedeutung) französisch liste[1]
κατάλοιπο altgriechisch κατάλοιπον, Maskulinum von κατάλοιπος καταλείπω κατά + λείπω ((Lehnübersetzung) französisch résidu ή reliques)
κατάλυση κατάλυσις in Katharevousa και mittelgriechisch και στην altgriechisch
καταλύω altgriechisch καταλύω κατά + λύω
κατάμαυρος mittelgriechisch κατάμαυρος κατα- + μαύρος Koine-Griechisch μαῦρος / μαυρός altgriechisch ἀμαυρός proto-indogermanisch *mau-ro- (ανήλιαγος, μαύρος, σκοτεινός)
καταμερίζω altgriechisch καταμερίζω κατά + μερίζω μέρος
καταμερισμός Koine-Griechisch καταμερισμός altgriechisch καταμερίζω κατά + μερίζω μέρος
καταναλώνω mittelgriechisch καταναλώνω altgriechisch καταναλίσκω κατά + ἀναλίσκω
κατανέμω altgriechisch κατανέμω κατά + νέμω
κατανοώ altgriechisch κατανοέω / κατανοῶ κατά + νοέω νόος / νοῦς
καταντώ altgriechisch καταντῶ (: φθάνω, καταλήγω)
καταξεραίνω altgriechisch καταξηραίνω κατάξηρος κατά + ξηρός
καταξιώνω altgriechisch καταξιώνω
καταπάτηση Koine-Griechisch καταπάτησις altgriechisch καταπατέω / καταπατῶ κατά + πατέω / πατῶ
καταπέμπω altgriechisch κατα- + πέμπω
καταπέτασμα Koine-Griechisch altgriechisch καταπετάννυμι
καταπέφτω mittelgriechisch καταπέφτω altgriechisch καταπίπτω κατά + πίπτω
καταπιέζω Koine-Griechisch καταπιέζω κατά + altgriechisch πιέζω proto-indogermanisch *pisd- (πιέζω) ((Lehnübersetzung) französisch opprimer)
καταπικραίνω mittelgriechisch καταπικραίνω Koine-Griechisch κατάπικρος altgriechisch κατα- + πικρός
καταπίνω altgriechisch καταπίνω
καταπίπτω altgriechisch καταπίπτω κατά + πίπτω
καταπλέω altgriechisch καταπλέω
κατάπληξη altgriechisch κατάπληξις
καταπληξία (entlehnt aus) französisch cataplexie altgriechisch κατάπληξις καταπλήσσω κατά + πλήσσω
καταπλήσσω altgriechisch καταπλήσσω κατά + πλήσσω / πλήττω indoeuropäisch (Wurzel) *pleh₂k- (πλήττω, χτυπώ)
κατάπλους altgriechisch κατάπλους καταπλέω κατά + πλέω
καταπνίγω altgriechisch καταπνίγω κατά + πνίγω ((Lehnbedeutung) französisch étouffer)
καταπολέμηση altgriechisch καταπολέμησις καταπολεμέω
καταπόνηση Koine-Griechisch καταπόνησις καταπονέω / καταπονῶ κατά + altgriechisch πονέω /πονῶ πόνος ((φυσική) (Lehnübersetzung) französisch fatigue)
καταπονώ Koine-Griechisch καταπονέω / καταπονῶ κατά + altgriechisch πονέω /πονῶ πόνος ((φυσική) (Lehnübersetzung) französisch fatiguer)
καταπότι altgriechisch καταπότιον
καταπραΰνω altgriechisch καταπραΰνω κατά + πραΰνω πραΰς / πρᾶος
κατάρα altgriechisch κατάρα κατά + ἀρά
κατάργηση Koine-Griechisch κατάργησις altgriechisch καταργέω / καταργῶ ἀργέω / ἀργῶ ἀργός ἀεργός ἀ- + ἔργον proto-griechisch *wérgon indoeuropäisch (Wurzel) *wérǵom *werǵ-
καταργώ altgriechisch καταργέω / καταργῶ ἀργέω / ἀργῶ ἀργός ἀεργός ἀ- + ἔργον proto-griechisch *wérgon indoeuropäisch (Wurzel) *wérǵom *werǵ-
κατάρρευση mittelgriechisch κατάρρευσις altgriechisch καταρρέω κατά + ῥέω
καταρρέω altgriechisch καταρρέω κατά + ῥέω
καταρρίπτω altgriechisch καταρρίπτω κατά + ῥίπτω ((Lehnbedeutung) französisch abattre / battre)
κατάρριψη Koine-Griechisch κατάρριψις altgriechisch καταρρίπτω κατά + ῥίπτω
κατάρτιση Koine-Griechisch κατάρτισις altgriechisch καταρτίζω ἀρτίζω ἄρτι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂er-
καταρχήν altgriechisch κατ’ ἀρχάς ((Lehnbedeutung) französisch en principe)
κατάσβεση Koine-Griechisch κατάσβεσις altgriechisch κατασβέννυμι κατά + σβέννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *(s)gʷes- (σβήνω, εξαλείφω)
κατασβήνω altgriechisch κατασβέννυμι κατά + σβέννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *(s)gʷes- (σβήνω, εξαλείφω)
κατασκηνώνω altgriechisch κατασκηνόω - κατασκηνῶ[1]
κατάσκοπος altgriechisch κατάσκοπος κατά + σκοπός
κατάσταση altgriechisch κατάστα(σις) + -ση. Για σύγχρονους όρους, Lehnbedeutung από τη französisch état[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + στάση
κατάστασις altgriechisch κατάστασις
καταστέλλω altgriechisch καταστέλλω κατα- + στέλλω
κατάστικτος altgriechisch κατάστικτος
κατάστιχο mittelgriechisch κατάστιχο / κατάστιχον (συνεκφορά) κατά στίχον altgriechisch στίχος στείχω indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ)
καταστολή altgriechisch καταστολή καταστέλλω κατά + στέλλω
καταστρέφω altgriechisch καταστρέφω κατά + στρέφω
καταστροφή Koine-Griechisch καταστροφή "ξέκαμα" altgriechisch καταστροφή
κατάστρωμα altgriechisch κατάστρωμα καταστρώννυμι
καταστρώνω altgriechisch καταστρώννυμι κατά + στρώννυμι
κατάστρωση Koine-Griechisch κατάστρωσις altgriechisch καταστρώννυμι
κατασυντρίβω mittelgriechisch κατασυντρίβω κατά + altgriechisch συντρίβω
κατασφάζω altgriechisch κατασφάζω κατά + σφάζω
κατάσχω altgriechisch κατάσχω, υποτακτική αορίστου β' (κατέσχον) του ρήματος κατέχω das Wort πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1897 σε νομικό έγγραφο του υπουργείου εξωτερικών (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Α, σελ. 531). Ο Κουμανούδης επικρίνει το (λανθασμένο -κατά τη γνώμη του) σχηματισμό της λέξης και τη χρήση της.
κατάταξη Koine-Griechisch κατάταξις altgriechisch κατατάσσω κατά + τάσσω
κατατάσσω altgriechisch κατατάσσω κατά + τάσσω proto-griechisch *taťťō proto-indogermanisch *teh₂g-
κατατείνω altgriechisch κατατείνω κατά + τείνω
κατατεμαχίζω mittelgriechisch κατατεμαχίζω κατα- + Koine-Griechisch τεμαχίζω altgriechisch τέμαχος τέμνω indoeuropäisch (Wurzel) *tem- (τέμνω, κόβω)
κατατεμαχισμός κατατεμαχίζω + -μός mittelgriechisch κατατεμαχίζω κατα- + Koine-Griechisch τεμαχίζω altgriechisch τέμαχος τέμνω indoeuropäisch (Wurzel) *tem- (τέμνω, κόβω)
κατατέμνω altgriechisch κατατέμνω κατά + τέμνω
κατατομή altgriechisch κατατομή ((Lehnbedeutung) französisch profil)
κατατρέχω altgriechisch κατατρέχω κατά + τρέχω
κατατροπώνω altgriechisch κατατροπῶ κατα- + τροπῶ τρόπος
κατατρύχω altgriechisch κατατρύχω
κατάφαση altgriechisch κατάφασις ((Lehnbedeutung) französisch affirmation)
καταφέρνω altgriechisch καταφέρω κατά + φέρω proto-griechisch *pʰérō indoeuropäisch (Wurzel) *bʰéreti *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)
καταφέρω altgriechisch καταφέρω (κατά) κατα- + φέρω
καταφεύγω altgriechisch καταφεύγω κατά + φεύγω
καταφορά altgriechisch καταφορά
καταφρόνηση mittelgriechisch καταφρόνηση altgriechisch καταφρόνησις καταφρονέω / καταφρονῶ κατά + φρονέω / φρονῶ φρήν
καταφρονώ altgriechisch καταφρονέω / καταφρονῶ κατά + φρονέω / φρονῶ φρήν
καταφυγή altgriechisch καταφυγή
καταφύγιο altgriechisch καταφύγιον, υποκοριστικό του καταφυγή καταφεύγω
καταχώνω mittelgriechisch καταχώνω altgriechisch καταχώννυμι κατά + χώννυμι χόω indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰew- (χύνω)
καταχωρίζω altgriechisch καταχωρίζω από τις λέξεις κατά και χωρίζω
καταψηφίζω altgriechisch καταψηφίζομαι ψῆφος ((Lehnbedeutung) (γαλλικά voter [[contre])
καταψύκτης altgriechisch καταψύχω
κατάψυξη altgriechisch κατάψυξις καταψύχω κατά + ψύχω (ψύχω κάτι πολύ)
καταψύχω altgriechisch καταψύχω κατά + ψύχω ((Lehnbedeutung) französisch réfrigérer)
κατεβάζω mittelgriechisch altgriechisch καταβιβάζω
κατεβασιά Koine-Griechisch καταβασία altgriechisch κατάβασις καταβαίνω κατά + βαίνω
κατεδαφίζω mittelgriechisch κατεδαφίζω κατ(α)- + mittelgriechisch και altgriechisch ἐδαφίζω ("ρίχνω στο έδαφος"). Αναλύεται σε κατ(α)- + έδαφ(ος) + -ίζω
κατεργάζομαι altgriechisch κατεργάζομαι κατά + ἐργάζομαι ἔργον
κάτεργο altgriechisch κάτεργον
κατέρχομαι altgriechisch κατέρχομαι
κατευθύνω altgriechisch κατευθύνω κατά + εὐθύς
κατευνάζω Koine-Griechisch κατευνάζω κατά + altgriechisch εὐνή + -άζω (αρχική σημασία: βάζω κάποιον στο κρεβάτι για ύπνο)
κατευνασμός Koine-Griechisch κατευνασμός κατευνάζω κατά + altgriechisch εὐνή + -άζω
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.