Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



σατέν

σατέν französisch satin arabisch زيتون (zaytwn)


σατανιστής

σατανιστής (entlehnt aus) französisch sataniste satanisme Koine-Griechisch Σατανᾶς (Wort verwendet ab 1895)


σατανισμός

σατανισμός (entlehnt aus) französisch satanisme λατινικά Satan Koine-Griechisch Σαταν(ᾶς) + ‑isme ‑ισμός[1]


σατανάς

σατανάς Koine-Griechisch Σατανᾶς Σατάν / Σατᾶν hebräisch שטן (śāṭān)


σατακρούτα

σατακρούτα italienisch seta cruda (ακατέργαστο μετάξι)


σαστιμάρα

σαστιμάρα σαστίζω + -μάρα


σαστίζω

σαστίζω türkisch sastim sasmak


σασμάν

σασμάν französisch changement (de vitesses)


σασί

σασί französisch châssis


σάρωση

σάρωση Koine-Griechisch σάρωσις σαρόω (2, 3: (Lehnbedeutung) (αγγλικά) scan)


σαρώνω

σαρώνω mittelgriechisch σαρώνω Koine-Griechisch σαρόω / σαρῶ altgriechisch σαίρω σάρον


σάρωμα

σάρωμα σαρώνω


σαρξ


σαρμάς

σαρμάς türkisch sarma


σάρκωμα

σάρκωμα σάρξ


σαρκοφάγος

σαρκοφάγος altgriechisch σαρκοφάγος σαρξ + τρώγω (αόριστος ἔφαγον)-φάγος


σαρκαστής

σαρκαστής Etymologie fehlt


σαρκασμός

σαρκασμός altgriechisch σαρκασμός σαρκάζω σάρξ


σαρκάζω

σαρκάζω altgriechisch σαρκάζω σάρξ


σάρκα

σάρκα altgriechisch σάρξ


σαρίκι

σαρίκι türkisch sarık


σαρδελοκούτι

σαρδελοκούτι σαρδέλα + κουτί


σαρδέλα

σαρδέλα italienisch sardella, υποκοριστικό του sarda lateinisch sardina altgriechisch σαρδίνη (αντιδάνειο) Σαρδώ


σαργός

σαργός altgriechisch


σαρανταρίζω

σαρανταρίζω σαραντάρης + -ίζω


σαρανταριά

σαρανταριά σαράντα + -αριά


σαραντάρης

σαραντάρης σαράντα + -άρης


σαρανταποδαρούσα

σαρανταποδαρούσα σαράντα + ποδάρι + -ούσα


σαραντάμερο

σαραντάμερο σαράντα + ημέρα


σαρανταλείτουργο

σαρανταλείτουργο mittelgriechisch σαρανταλείτουργο σαράντα + λειτουργία


σαράντα

σαράντα mittelgriechisch σαράκοντα altgriechisch τεσσαράκοντα (Με αποκοπή της πρώτης συλλαβής, η οποία το Μεσαίωνα θεωρήθηκε άρθρο: τές σαράκοντα, ενώ η αποβολή της συλλαβής -κο- απαντά σε πολλά αριθμητικά, λ.χ. τριάκοντα - τριάντα, ἑξήκοντα - ἑξῆντα κτλ.)


σαρακοστή

σαρακοστή τεσσαρακοστή substantiviertes Femininum des Adjektivs: τεσσαρακοστός


σαράκιασμα

σαράκιασμα Etymologie fehlt


σαρακιάζω

σαρακιάζω Etymologie fehlt


σαράκι

σαράκι Etymologie fehlt


σάρακας

σάρακας von αιτιατική "σάρακα" του ελληνιστικού σάραξ


σαράι

σαράι mittelgriechisch σαράι türkisch saray persisch سرای (sarây)


σαράβαλο

σαράβαλο Etymologie fehlt


σαπωνοποιία

σαπωνοποιία σάπων + -ποιία


σαπωνοποίηση

σαπωνοποίηση Etymologie fehlt


σάπφειρος

σάπφειρος (λόγιο) Koine-Griechisch σάπφειρος. siehe auch ζαφείρι.


σαπρόφυτα

σαπρόφυτα Etymologie fehlt


σαπρόφιλα

σαπρόφιλα Etymologie fehlt


σαπουνόχορτο

σαπουνόχορτο Etymologie fehlt


σαπουνόφουσκα

σαπουνόφουσκα σαπούνι + -ο- + φούσκα


σαπουνόπερα

σαπουνόπερα (Lehnübersetzung) englisch soap opera


σαπουνίζω

σαπουνίζω Etymologie fehlt


σαπούνι

σαπούνι Koine-Griechisch σαπώνιον σάπων lateinisch sapo


σαπουνάδικο

σαπουνάδικο σαπούνι + -άδικο


σαπουνάδα

σαπουνάδα Etymologie fehlt


σάπισμα

σάπισμα σαπίζω + -μα


σαπιοκάραβο

σαπιοκάραβο σάπιος + καράβι.


σαπίλα

σαπίλα σάπιος + -ίλα mittelgriechisch σάπιος σαπίζω altgriechisch σήπομαι


σαπίζω

σαπίζω mittelgriechisch σαπίζω altgriechisch σήπομαι (αόριστος: ἐσάπην), Passiv von σήπω


σάουνα

σάουνα englisch sauna φινλανδική sauna πρωτοφιννοουγγρική *savńa πρωτοουραλική *sakńa (χειμερινό κατάλυμα, λάκκος σκαμμένος μέσα στο χιόνι για προσωρινό καταφύγιο)


σαξόφωνο

σαξόφωνο französisch saxophone saxo- + phone (φωνή) das Wort προέρχεται von όνομα του Adolphe Sax (1814-1894), Βέλγου κατασκευαστή οργάνων


σαξοφωνίστας

σαξοφωνίστας σαξόφωνο + -ίστας


σαξ

σαξ französisch Saxe (Σαξονία)


σαντούρι

σαντούρι türkisch santur persisch سنتور


σαντουιτσάδικο

σαντουιτσάδικο σάντουιτς + -άδικο


σάντουιτς

σάντουιτς englisch sandwich (von Άγγλο κόμητα του Sandwich, John Montagu)


σαντιγί

σαντιγί französisch chantilly ή crème de Chantilly, von όνομα της πόλης Chantilly


σαντζάκι

σαντζάκι türkisch sancak


σανός

σανός slawisch seno πρωτοslawisch *sěno (πβ. βουλγαρικά: сено) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


σανίδωση

σανίδωση Etymologie fehlt


σανιδώνω

σανιδώνω σανίδα + -ώνω


σανίδωμα

σανίδωμα σανιδώνω + -μα Koine-Griechisch σανιδόω / σανιδῶ altgriechisch σανίς


σανίδι

σανίδι Etymologie fehlt


σανίδα

σανίδα altgriechisch σανίς


σανδάλι

σανδάλι altgriechisch σανδάλιον σάνδαλον + κατάληξη υποκοριστικού -ιον


σανατόριο

σανατόριο englisch sanatorium lateinisch sanatus, Passiv Perfekt von sano sanus proto-indogermanisch *swā-n- (υγιής)


σαν

σαν mittelgriechisch σάν ὡσάν altgriechisch φράση ὡς ἄν


σάμπως

σάμπως σαν πως


σαμπρέλα

σαμπρέλα französisch chambre à air με τροπή του δεύτερου r σε l


σαμπούκος

σαμπούκος italienisch sambuco lateinisch sambucus


σαμπουάν

σαμπουάν französisch shampooing


σαμποτέρ

σαμποτέρ französisch saboteur


σαμποτάρω

σαμποτάρω σαμποτάζ


σαμποτάζ

σαμποτάζ französisch sabotage


σαμπό

σαμπό französisch sabot


σαμπί

σαμπί Koine-Griechisch ὡς ἄν πῖ (σαν το γράμμα πι)


σαμπανιζέ

σαμπανιζέ französisch champagnisé


σαμπάνια

σαμπάνια französisch champagne Champagne (Καμπανία)


σαμουράι

σαμουράι englisch samurai japanisch 侍 (さむらい, samurai)


σαμοβάρι

σαμοβάρι ρωσική самовар (samovar)


σαμιαμίδι

σαμιαμίδι mittelgriechisch σαμαμίθιον, υποκοριστικό του σαμιάμινθος hebräisch שממית (smamít)


σάματι

σάματι Etymologie fehlt


σαματατζής

σαματατζής σαματάς + -τζής


σαματάς

σαματάς türkisch şamata arabisch شماتة (šamāta)


σαμαρώνω

σαμαρώνω σαμάρι +-ώνω


σαμάρωμα

σαμάρωμα σαμαρώνω + -μα


σαμαροσκούτι

σαμαροσκούτι σαμάρι + -ο- + σκουτί


σαμάρι

σαμάρι mittelgriechisch σαμάρι(ν) σαγμάριον, υποκοριστικό για την altgriechisch λέξη σάγμα σάττω


σαμαράς

σαμαράς σαμάρι


σαμάνος

σαμάνος französisch chaman ρωσική шаман (šamán)


σαμανισμός

σαμανισμός französisch chamanisme chaman ρωσική шаман (šamán)


σαλτσιέρα

σαλτσιέρα italienisch


σάλτσα

σάλτσα italienisch salsa lateinisch salsus salio sal indoeuropäisch (Wurzel) *seh₂l- (άρτυμα στα ελληνικά).


σαλταδόρος

σαλταδόρος venezianisch saltador + -ος salta ιταλικά salto (πβ. σάλτο) λατινικά saltus salio (=πηδάω)


σάλπισμα

σάλπισμα σαλπίζω + -μα



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback