Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



σκότος

σκότος (λόγιο) altgriechisch σκότος[1]


σκοτοδίνη

σκοτοδίνη altgriechisch σκοτοδινία (με επίδραση της λέξης δίνη)


σκοτίζω

σκοτίζω Koine-Griechisch σκοτίζω


σκοτίδιασμα

σκοτίδιασμα Etymologie fehlt


σκοτιδιάζω

σκοτιδιάζω Etymologie fehlt


σκοτίδι

σκοτίδι Etymologie fehlt


σκοτία

σκοτία altgriechisch σκοτία


σκοτεινότητα

σκοτεινότητα σκοτεινός + -ότητα


σκοτείνιασμα

σκοτείνιασμα σκοτεινιάζω + -μα σκοτινιά σκοτεινός altgriechisch σκοτεινός


σκοτεινιάζω

σκοτεινιάζω σκοτεινιά + -άζω σκοτεινός altgriechisch σκοτεινός


σκοτεινιά

σκοτεινιά Etymologie fehlt


σκοτεινάδα

σκοτεινάδα Etymologie fehlt


σκοταδιστής

σκοταδιστής Etymologie fehlt


σκοταδισμός

σκοταδισμός → siehe: σκοτάδι και -ισμός


σκοτάδι

σκοτάδι σκότος + -άδι


σκότα

σκότα Etymologie fehlt


σκορποχώρι

σκορποχώρι σκορπώ + -ο- + χωριό + -ι


σκορποχέρης

σκορποχέρης σκορπώ + -ο- + χέρι + -ης


σκόρπισμα

σκόρπισμα σκορπίζω + -μα


σκορπίζω

σκορπίζω altgriechisch σκορπίζω σκορπίος indoeuropäisch (Wurzel) *(s)ker- (κόβω)


σκορπίδι

σκορπίδι Etymologie fehlt


σκόρπαινα

σκόρπαινα Etymologie fehlt


σκόρος

σκόρος mittelgriechisch σκόρος altgriechisch κόρις indoeuropäisch (Wurzel) *koris


σκόρερ

σκόρερ englisch scorer score


σκορδοστούμπι

σκορδοστούμπι σκόρδο + -ο- + στουμπώ + -ι


σκορδόξιδο

σκορδόξιδο Etymologie fehlt


σκορδοκαΐλα

σκορδοκαΐλα σκόρδο + -ο- + καΐλα


σκόρδο

σκόρδο altgriechisch σκόροδον


σκορδίλα

σκορδίλα σκόρδο + -ίλα


σκορδαλιά

σκορδαλιά σκόρδο + αλιάδα ( mittelgriechisch αλιάδα italienisch agliata (πβ. βενετικά agiada) spätlateinisch aliatum lateinisch allium: σκόρδο)


σκορβούτο

σκορβούτο italienisch scorbuto mittellateinisch scorbutus mittelniederländisch scôrbut μέση κάτω deutsch schorbuk σουηδική skörbjug νορμανδική skyr-bjúr (skyr=πηγμένο γάλα για τυρί, bjúr=οίδημα)


σκοράρω

σκοράρω σκορ + -άρω englisch score


σκοράρισμα

σκοράρισμα σκοράρω + -ισμα


σκορ

σκορ englisch score


σκοπός

σκοπός altgriechisch σκοπός σκέπτομαι proto-griechisch *sképťomai proto-indogermanisch *skep-ye- (από μετάθεση) *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)


σκοποβολή

σκοποβολή σκοπός + βάλλω


σκοπιμότητα

σκοπιμότητα σκόπιμος + -ότητα


σκοπιά

σκοπιά altgriechisch σκοπιά σκοπός σκέπτομαι proto-griechisch *sképťomai proto-indogermanisch *skep-ye- (από μετάθεση) *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)


σκοπεύω

σκοπεύω altgriechisch σκοπεύω σκοπέω (3. (Lehnbedeutung) französisch viser)


σκοπευτής

σκοπευτής Etymologie fehlt


σκοπευτήριο

σκοπευτήριο mittelgriechisch σκοπευτήριον σκοπευτής altgriechisch σκοπεύω σκοπός


σκόπευση

σκόπευση Etymologie fehlt


σκόντο

σκόντο italienisch sconto s- + conto δημώδης lateinisch *contu(s), *comptu(s) lateinisch computus computo con- + puto putus proto-italienisch *putós proto-indogermanisch *pewH- (καθαρίζω, εξαγνίζω)


σκοντάφτω

σκοντάφτω Etymologie fehlt


σκόνταμμα

σκόνταμμα σκοντάφτω + -μα


σκονίζω

σκονίζω σκόνη + -ίζω


σκόνη

σκόνη mittelgriechisch σκόνη altgriechisch κόνις


σκονάκι

σκονάκι σκόνη + υποκοριστικό επίθημα -άκι


σκολύμπρι

σκολύμπρι Etymologie fehlt


σκολόπεντρα

σκολόπεντρα Etymologie fehlt


σκολίωση

σκολίωση σκολιός


σκολειό

σκολειό σχολείο


σκοινί

σκοινί altgriechisch σχοινίον σχοῖνος


σκνίπα

σκνίπα altgriechisch σκνίψ


σκληρύνω

σκληρύνω Etymologie fehlt


σκλήρυνση

σκλήρυνση Etymologie fehlt


σκληρότητα

σκληρότητα Etymologie fehlt


σκληρίζω

σκληρίζω στριγκλίζω (με παρετυμολόγηση von επίθετο σκληρός[1] [2])


σκληριά

σκληριά στριγκλίζω + -ιά (αναδρομικός σχηματισμός) (με παρετυμολόγηση von επίθετο σκληρός[1] [2])


σκληραίνω

σκληραίνω Etymologie fehlt


σκληράδα

σκληράδα Etymologie fehlt


σκληραγωγώ

σκληραγωγώ Koine-Griechisch σκληραγωγέω / σκληραγωγῶ altgriechisch σκληρός + ἄγω


σκληραγωγία

σκληραγωγία Koine-Griechisch σκληραγωγία


σκληραγώγηση

σκληραγώγηση σκληραγωγώ + -ση


σκλήθρα

σκλήθρα Etymologie fehlt


σκλαβώνω

σκλαβώνω σκλάβος


σκλάβωμα

σκλάβωμα σκλαβώ(νω) + -μα


σκλάβος

σκλάβος mittelgriechisch σκλᾶβος Σκλᾶβος πρωτοslawisch *Slověninъ (το εθνικό όνομα απέκτησε τη σημασία του δούλου, επειδή ίσως πολλά άτομα slawischς καταγωγής πωλούνταν ως δούλοι)[1]


σκλαβόπουλο

σκλαβόπουλο Etymologie fehlt


σκλαβοπάζαρο

σκλαβοπάζαρο σκλάβ(ος) + -ο- + παζάρ(ι) + -ο


σκλαβιά

σκλαβιά mittelgriechisch σκλαβιά σκλάβος + -ιά[1] Σκλαβηνός απώτατης slawischς αρχής[2]


σκιτσογράφος

σκιτσογράφος σκίτσ(ο) + -ο- + -γράφος


σκιτσογραφία

σκιτσογραφία σκίτσο + -ο- + -γραφία


σκίτσο

σκίτσο italienisch schizzo lateinisch schedium altgriechisch σχέδιον (αντιδάνειο)


σκιτσάρω

σκιτσάρω italienisch schizzare Onomatopoetikum


σκιτσάρισμα

σκιτσάρισμα Etymologie fehlt


σκιτζής

σκιτζής türkisch eskici


σκίσιμο

σκίσιμο Etymologie fehlt


σκισιματιά

σκισιματιά Etymologie fehlt


σκιρτώ

σκιρτώ altgriechisch σκιρτάω / σκιρτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *(s)kerǝd- (χορεύω, πηδώ)


σκίρτημα

σκίρτημα altgriechisch σκίρτημα σκιρτάω / σκιρτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *(s)kerǝd- (χορεύω, πηδώ)


σκιοφωτισμός

σκιοφωτισμός Etymologie fehlt


σκιόφως

σκιόφως Etymologie fehlt


σκίουρος

σκίουρος von σκιά και το ουρά, καθώς στην αρχαιότητα, θεωρούσαν ότι η ουρά του σκίουρου χρησίμευε πρωτίστως για να δημιουργεί σκιά


σκιέρ

σκιέρ französisch skieur skier englisch ski norwegisch ski proto-deutsch *skīdą (ραβδί) indoeuropäisch (Wurzel) *skei- (κόβω, χωρίζω)


σκιάχτρο

σκιάχτρο σκιάζομαι


σκίαση

σκίαση Etymologie fehlt


σκιάξιμο

σκιάξιμο Etymologie fehlt


σκιαμαχία

σκιαμαχία Koine-Griechisch σκιαμαχία σκιά + μάχη (μάχη με σκιά, με εικονικό δηλαδή αντίπαλο)


σκιάζω

σκιάζω (λόγιο) altgriechisch σκιάζω (κάνω σκιά)[1]


σκιαδανθή

σκιαδανθή Etymologie fehlt


σκιαγραφία

σκιαγραφία Etymologie fehlt


σκιά

σκιά altgriechisch σκιά


σκι

σκι französisch ski englisch ski norwegisch ski proto-deutsch *skīdą (ραβδί) indoeuropäisch (Wurzel) *skei- (κόβω, χωρίζω)


σκήτη

σκήτη mittelgriechisch σκήτη Koine-Griechisch Σκῆτις/Σκίτις (αιγυπτιακό τοπωνύμιο)


σκήπτρο

σκήπτρο Σκήπτρο = von ρίζα σκεπ- που σημαίνει προστατεύω, υπερασπίζομαι, στηρίζω.


σκήνωμα

σκήνωμα Etymologie fehlt


σκηνοθετώ

σκηνοθετώ σκηνοθέτης


σκηνοθέτης

σκηνοθέτης σκηνή + -ο- + -θέτης ( altgriechisch τίθημι) ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) metteur en scène)


σκηνοθεσία

σκηνοθεσία von σκηνοθέτης



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback