σκοπεύω Verb  [skopevo, skopeyw]

  Verb
(1)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu σκοπεύω

σκοπεύω altgriechisch σκοπεύω σκοπέω (3. (Lehnbedeutung) französisch viser)


GriechischDeutsch
Με το διαβολικό σου το μυαλό, Ρέυλαν, τι σκέφτεσαι πως σκοπεύω να κάνω;Die alte war besser. In deiner dunklen Fantasie, Raylan, was soll ich da vorhaben?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σκοπεύω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκοπεύωσκοπεύουμε, σκοπεύομε
σκοπεύειςσκοπεύετε
σκοπεύεισκοπεύουν(ε)
Imper
fekt
σκόπευασκοπεύαμε
σκόπευεςσκοπεύατε
σκόπευεσκοπευαν, σκοπεύαν(ε)
Aoristσκόπευσασκοπεύσαμε
σκόπευσεςσκοπεύσατε
σκόπευσεσκοπευσαν, σκοπεύσαν(ε)
Per
fekt
έχω σκοπεύσειέχουμε σκοπεύσει
έχεις σκοπεύσειέχετε σκοπεύσει
έχει σκοπεύσειέχουν σκοπεύσει
Plu
per
fekt
είχα σκοπεύσειείχαμε σκοπεύσει
είχες σκοπεύσειείχατε σκοπεύσει
είχε σκοπεύσειείχαν σκοπεύσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκοπεύωθα σκοπεύουμε, θα σκοπεύομε
θα σκοπεύειςθα σκοπεύετε
θα σκοπεύειθα σκοπεύουν(ε)
Fut
ur
θα σκοπεύσωθα σκοπεύσουμε, θα σκοπεύσομε
θα σκοπεύσειςθα σκοπεύσετε
θα σκοπεύσειθα σκοπεύσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκοπεύσειθα έχουμε σκοπεύσει
θα έχεις σκοπεύσειθα έχετε σκοπεύσει
θα έχει σκοπεύσειθα έχουν σκοπεύσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκοπεύωνα σκοπεύουμε, να σκοπεύομε
να σκοπεύειςνα σκοπεύετε
να σκοπεύεινα σκοπεύουν(ε)
Aoristνα σκοπεύσωνα σκοπεύσουμε, να σκοπεύσομε
να σκοπεύσειςνα σκοπεύσετε
να σκοπεύσεινα σκοπεύσουν(ε)
Perfνα έχω σκοπεύσεινα έχουμε σκοπεύσει
να έχεις σκοπεύσεινα έχετε σκοπεύσει
να έχει σκοπεύσεινα έχουν σκοπεύσει
Imper
ativ
Presσκόπευεσκοπεύετε
Aoristσκόπευσεσκοπεύσετε, σκοπεύστε
Part
izip
Presσκοπεύοντας
Perfέχοντας σκοπεύσει
InfinAoristσκοπεύσει











Griechische Definition zu σκοπεύω

σκοπεύω [skopévo] .1α : συγκεντρώνω την προσοχή μου για να βρω το ακριβές σημείο που αποτελεί το στόχο εναντίον του οποίου κατευθύνω ένα βλήμα: Πυροβόλησε στην τύχη χωρίς να σκοπεύσει. || Ο τοπογράφος σκοπεύει με ένα μικρό τηλεσκόπιο. || (μτφ.): Σκοπεύει σε ψηλά αξιώματα, στοχεύει.

[λόγ. < σκοπεύω 2 σημδ. γαλλ. viser]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback