Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αλλαξοπιστώ

αλλαξοπιστώ αλλαξόπιστος


αλλάσσω

αλλάσσω altgriechisch ἀλλάσσω


αλλεπάλληλα

αλλεπάλληλα αλλεπάλληλος


αλλεργία

αλλεργία (entlehnt aus) deutsch Allergie[1] altgriechisch ἄλλος + ἔργον


αλλεργιολόγος

αλλεργιολόγος αλλεργία + -ο- + -λόγος


άλλη


αλληγόρημα

αλληγόρημα αλληγορώ + -μα altgriechisch ἀλληγορέω


αλληγορία

αλληγορία ἀλληγορία > αλληγορώ


αλληγορικά

αλληγορικά αλληγορικός


αλληγορώ

αλληγορώ altgriechisch ἀλληγορέω/ ἀλληγορῶ ἄλλος + ἀγορά ἀγείρω


αλληθωρίζω

αλληθωρίζω αλλήθωρος + -ίζω


αλληθώρισμα

αλληθώρισμα αλληθωρίζω + -μα


αλλήθωρος

αλλήθωρος ἄλλη + θωριά


αλληλαδερφή

αλληλαδερφή αλληλ- + αδερφή


αλληλαδέρφι

αλληλαδέρφι αλληλ- + αδέρφι


αλληλάδερφος

αλληλάδερφος αλληλ- + αδερφός


αλληλασφάλεια

αλληλασφάλεια αλληλο- + ασφάλεια


αλληλέγγυα

αλληλέγγυα αλληλέγγυος + -α


αλληλεγγύη

αλληλεγγύη Koine-Griechisch ἀλληλεγγύη ἀλληλ- + ἐγγύη


αλληλέγγυο

αλληλέγγυο mittelgriechisch ἀλληλέγγυον Koine-Griechisch ἀλληλέγγυος


αλληλένδετα

αλληλένδετα αλληλένδετος


αλληλενέργεια

αλληλενέργεια αλληλ- + ενέργεια


αλληλεξάρτηση

αλληλεξάρτηση αλλήλων + εξάρτηση


αλληλεπενέργεια

αλληλεπενέργεια αλληλ- + επενέργεια


αλληλεπίδραση

αλληλεπίδραση αλληλο- + επίδραση ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) interaction)


αλληλεπιδρώ

αλληλεπιδρώ Etymologie fehlt


αλληλοβοήθεια

αλληλοβοήθεια αλληλο- + βοήθεια


αλληλοβοηθούμαι

αλληλοβοηθούμαι αλληλο- + βοηθούμαι


αλληλογραφία

αλληλογραφία αλληλο- + -γραφία


αλληλογραφώ

αλληλογραφώ Etymologie fehlt


αλληλοδιάδοχα

αλληλοδιάδοχα Etymologie fehlt


αλληλοδιαδοχή

αλληλοδιαδοχή Etymologie fehlt


αλληλοδιαδόχως

αλληλοδιαδόχως Etymologie fehlt


αλληλοδιδακτική


αλληλοδιδακτικό


αλληλοδιδασκαλία

αλληλοδιδασκαλία Etymologie fehlt


αλληλοδιείσδυση

αλληλοδιείσδυση αλληλο- + διείσδυση


αλληλοεισχώρηση

αλληλοεισχώρηση αλληλο- + εισχώρηση


αλληλοενημέρωση

αλληλοενημέρωση αλληλο- + ενημέρωση


αλληλοεξοντώνομαι

αλληλοεξοντώνομαι αλληλο- + εξοντώνομαι


αλληλοεξόντωση

αλληλοεξόντωση αλληλο- + εξόντωση


αλληλοεξουδετερώνονται

αλληλοεξουδετερώνονται αλληλο- + εξουδετερώνονται


αλληλοεπαινούνται

αλληλοεπαινούνται αλληλο- + επαινούνται


αλληλοεπίδραση


αλληλοκατανόηση

αλληλοκατανόηση αλληλο- + κατανόηση


αλληλοκατηγορία

αλληλοκατηγορία αλληλο- + κατηγορία


αλληλοκατηγορούμαι

αλληλοκατηγορούμαι αλληλο- + κατηγορούμαι


αλληλοπάθεια

αλληλοπάθεια Etymologie fehlt


αλληλοσεβασμός

αλληλοσεβασμός αλληλο- + σεβασμός


αλληλοσκοτωμός

αλληλοσκοτωμός αλληλοσκοτώνομαι


αλληλοσκοτώνομαι

αλληλοσκοτώνομαι αλληλο- + σκοτώνομαι


αλληλοσπαραγμός

αλληλοσπαραγμός Etymologie fehlt


αλληλοστηρίζονται

αλληλοστηρίζονται αλληλο- + στηρίζονται


αλληλοσυσχέτιση

αλληλοσυσχέτιση αλληλο- + συσχέτιση


αλληλούια

αλληλούια Koine-Griechisch ἀλληλούϊα hebräisch הללויה (hal'lúyah) הללו (hal'lú, υμνώ) + יה (yah, Ιεχωβά)


αλληλοϋποστηρίζονται

αλληλοϋποστηρίζονται αλληλο- + υποστηρίζονται


αλληλοϋποστήριξη

αλληλοϋποστήριξη Etymologie fehlt


αλληλουχία

ΔΦΑ : /a.li.lu.ˈçi.a/


αλλήλων

αλλήλων Etymologie fehlt


αλλιώς

αλλιώς mittelgriechisch ἀλλιῶς ἀλλέως ἀλλέος ἄλλος


αλλιώτικα

αλλιώτικα Etymologie fehlt


αλλιώτικος

αλλιώτικος Etymologie fehlt


αλλογαμία

αλλογαμία (entlehnt aus) französisch allogamie altgriechisch ἄλλος + γαμέω


αλλογενής

αλλογενής Etymologie fehlt


αλλοδαπή

αλλοδαπή Femininum von αλλοδαπός


αλλοδαπός

αλλοδαπός altgriechisch ἀλλοδαπός


αλλοδοξία

αλλοδοξία αλλο- + -δοξία altgriechisch ἀλλοδοξία


αλλόδοξος

αλλόδοξος Koine-Griechisch ἀλλόδοξος (που έχει άλλη γνώμη ή άποψη)


αλλοεθνής

αλλοεθνής Etymologie fehlt


άλλοθι

άλλοθι altgriechisch ἄλλοθι


αλλόθρησκος

αλλόθρησκος Koine-Griechisch ἀλλόθρησκος


αλλοίμονο

αλλοίμονο altgriechisch ἀλλά + οἴμοι


αλλοιώνομαι

αλλοιώνομαι Passiv von αλλοιώνω


αλλοιώνω

αλλοιώνω altgriechisch ἀλλοιόω


αλλοίωση

αλλοίωση altgriechisch ἀλλοίωσις


αλλόκοτα

αλλόκοτα αλλόκοτος


αλλοκοτιά

αλλοκοτιά Etymologie fehlt


αλλοπαθητικά

αλλοπαθητικά αλλοπαθητικός


αλλοπρόσαλλα

αλλοπρόσαλλα Etymologie fehlt


άλλος

άλλος altgriechisch ἄλλος proto-griechisch *áľľos proto-indogermanisch *h₂élyos *h₂el- (άλλος)


άλλοτε

άλλοτε Etymologie fehlt


αλλότριος

αλλότριος altgriechisch ἀλλότριος ἄλλος


αλλοτριωμένος

αλλοτριωμένος Passiv Perfekt von αλλοτριώνω


αλλοτριώνω

αλλοτριώνω altgriechisch ἀλλοτριόω - ἀλλοτριῶ


αλλοτρίωση

αλλοτρίωση Koine-Griechisch ἀλλοτρίωσις "απώθηση, απώλεια" ἀλλοτριῶ. Κοινωνιολογική σημασία: (Lehnbedeutung) englisch alienation. [1]


αλλοτροπία

αλλοτροπία (entlehnt aus) französisch allotropie altgriechisch ἄλλος + τρόπος


αλλοτροπισμός

αλλοτροπισμός englisch allotropism altgriechisch ἄλλος + τρόπος (αντιδάνειο)


αλλότροπο


αλλού

αλλού Etymologie fehlt


αλλόφρονα

αλλόφρονα αλλόφρων + -α


αλλόφρονας

αλλόφρονας αλλόφρων altgriechisch ἀλλόφρων


αλλοφρονώ

αλλοφρονώ altgriechisch ἀλλοφρονῶ


αλλόφρων

αλλόφρων Koine-Griechisch ἀλλόφρων


αλλόφωνο

αλλόφωνο Etymologie fehlt


άλλως

άλλως altgriechisch ἄλλως


άλλωστε

άλλωστε altgriechisch ἄλλως τε


άλμα

άλμα altgriechisch ἅλμα ἅλλομαι


αλμανάκ

αλμανάκ französisch almanach arabisch المناخ (āl-manāḫ) altgriechisch ἀλμενιχιακά (ημερολόγιο) (αντιδάνειο). Η συλλαβή -μαν- πιθανόν indoeuropäisch (Wurzel) *mens- (απ’ όπου και το altgriechisch μήν-μήνας) *me- (μετρώ)


άλμη

άλμη altgriechisch ἅλμη


αλμπάνης

αλμπάνης türkisch nalbant (πεταλωτής) persisch نعلبند (nalband) arabisch نعل (naʕl) "πέταλο" + persisch بند (band) "κατασκευαστής"



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback