αλληλογραφία αλληλο- + -γραφία
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Υπάρχουν επίσης σημαντικοί φραγμοί όσον αφορά τη μετατόπιση από τη «χάρτινη» στην ηλεκτρονική αλληλογραφία [9]. | Ferner gibt es eine signifikante Hürde für den Wechsel von papiergestützter Post zu elektronischer Post [9]. Übersetzung bestätigt |
Φαίνεται ότι τα χαρακτηριστικά της αλληλογραφίας που βασίζεται στο χαρτί και των ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαφέρουν σημαντικά και ότι υπάρχει σημαντικός φραγμός όσον αφορά τη μετατόπιση από τη «χάρτινη» στην ηλεκτρονική αλληλογραφία [3]. | Es scheint, dass die Merkmale der papiergestützten Post und der elektronischen Kommunikation erheblich voneinander abweichen und dass es eine signifikante Hürde für den Umstieg von papiergestützter Post zu elektronischer Post gibt [3]. Übersetzung bestätigt |
ιγ) υπηρεσίες διδασκαλίας που παρέχονται αποκλειστικά με αλληλογραφία, κυρίως ταχυδρομικώς· | Fernunterricht im herkömmlichen Sinne, z. B. per Post; Übersetzung bestätigt |
ιε) υπηρεσίες διδασκαλίας που παρέχονται αποκλειστικά με αλληλογραφία, κυρίως ταχυδρομικώς· | Fernunterricht im herkömmlichen Sinne, z. B. per Post; Übersetzung bestätigt |
αλληλογραφία με και χωρίς ονομαστικό παραλήπτη [10]. | Geschäftspost und Post für private Verbraucher [9] Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Korrespondenz | die Korrespondenzen |
Genitiv | der Korrespondenz | der Korrespondenzen |
Dativ | der Korrespondenz | den Korrespondenzen |
Akkusativ | die Korrespondenz | die Korrespondenzen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Schriftwechsel | die Schriftwechsel |
Genitiv | des Schriftwechsels | der Schriftwechsel |
Dativ | dem Schriftwechsel | den Schriftwechseln |
Akkusativ | den Schriftwechsel | die Schriftwechsel |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Briefwechsel | die Briefwechsel |
Genitiv | des Briefwechsels | der Briefwechsel |
Dativ | dem Briefwechsel | den Briefwechseln |
Akkusativ | den Briefwechsel | die Briefwechsel |
αλληλογραφία η [adivloγrafía] : 1.επικοινωνία μεταξύ δύο προσώπων που γίνεται με ανταλλαγή επιστολών: Έχω / διατηρώ με κπ. τακτική / πυκνή / αραιή αλληλογραφία. Kόβω / διακόπτω την αλληλογραφία. Tο τηλέφωνο έχει αντικαταστήσει την αλληλογραφία. Iδιωτική / προσωπική / ερωτική αλληλογραφία. Επίσημη / υπηρεσιακή αλληλογραφία, έγγραφα που ανταλλάσσουν ή στέλνουν δημόσιες αρχές ή υπηρεσίες. Διπλωματική αλληλογραφία. Εμπορική αλληλογραφία, ειδικός τύπος αλληλογραφίας ανάμεσα σε εμπορικούς οίκους. Στήλη αλληλογραφίας, σε εφημερίδα ή περιοδικό, όπου δημοσιεύονται επιστολές αναγνωστών προς τη διεύθυνση, με θέματα γενικού ενδιαφέροντος. Mαθήματα λογιστικών / ζωγραφικής με αλληλογραφία. H απεργία των ταχυδρομικών καθυστέρησε τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.