Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ισοψηφώ

ισοψηφώ ισο- ( ίσος) + altgriechisch ψηφῶ


ισπανικός


Ισραήλ

Ισραήλ altgriechisch Ἰσραήλ


ισραηλιτικός

ισραηλιτικός Ισραηλίτης + -ικός


ισταμίνη

ισταμίνη Etymologie fehlt


ιστία


ιστίο

ιστίο altgriechisch ἱστίον


ιστιοδρομία

ιστιοδρομία Koine-Griechisch ἱστιοδρομ(έω, -ῶ) + -ία. Συγχρονικά αναλύεται σε ιστί(ο) + -ο- + -δρομία


ιστιοδρόμος

ιστιοδρόμος ιστιοδρομία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός). Αναλύεται σε ιστιο- + δρόμος


ιστιοπλοΐα

ιστιοπλοΐα ιστίο + -πλοΐα ( πλέω)


ιστιοπλόος

ιστιοπλόος ιστιοπλοΐα + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)


ιστιοσανίδα

ιστιοσανίδα ιστίο + -ο- + σανίδα ((Lehnübersetzung) englisch surfboard)


ιστιοφόρο

ιστιοφόρο spätgriechisch ἱστιοφόρον (substantiviertes Neutrum von ἱστιοφόρος) ἱστίον + φέρω


ιστόγραμμα

ιστόγραμμα englisch histogram ιστός + γράμμα


ιστοκαλλιέργεια

ιστοκαλλιέργεια ιστός + καλλιέργεια, (Lehnübersetzung) englisch tissue culture


ιστολογία

ιστολογία (entlehnt aus) (Lehnübersetzung) französisch histologie histo- (ιστο-) + -logie (-λογία)[1]


ιστόρημα

ιστόρημα Koine-Griechisch ἱστόρημα


ιστόρηση

ιστόρηση ιστορώ


ιστορία

ιστορία altgriechisch ἱστορία ἵστωρ (κριτής, μάρτυρας, γνώστης) οἷδα + -τωρ (Είδ- + τωρ, το τελικό "δ" προ του "τ", τρεπόταν σε "σ")


ιστορίζω

ιστορίζω mittelgriechisch ἱστορίζω


ιστορικό

ιστορικό Maskulinum von επιθέτου ιστορικός ως ουσ.


ιστορικός

ιστορικός Etymologie fehlt


ιστορικότητα

ιστορικότητα Etymologie fehlt


ιστοριογραφία

ιστοριογραφία ιστοριογράφος


ιστοριογράφος

ιστοριογράφος Koine-Griechisch ἱστοριογράφος[1] ἱστορία + γράφω. Συγχρονικά αναλύεται σε ιστορί(α) + -ο- + -γράφος


ιστοριοδίφης

ιστοριοδίφης ιστορία + -ο- + -δίφης


ιστορώ

ιστορώ altgriechisch ἱστορέω / ἱστορῶ


ιστός

ιστός altgriechisch ἱστός


ισχαιμία

ισχαιμία (entlehnt aus) französisch ischémie altgriechisch ἴσχαιμος ἴσχω + αἷμα


ισχιαλγία

ισχιαλγία ισχίο + -αλγία


ισχίο

ισχίο altgriechisch ἰσχίον


ισχναίνω

ισχναίνω altgriechisch ἰσχναίνω ἰσχνός


ισχνότητα

ισχνότητα ισχνός


ισχουρία

ισχουρία Koine-Griechisch ἰσχουρία


ισχυρά


ισχυρίζομαι

ισχυρίζομαι altgriechisch ἰσχυρίζομαι (αρχική σημασία: "ενισχύομαι"}


ισχυρισμός

ισχυρισμός ισχυρίζομαι


ισχυρογνώμονας

ισχυρογνώμονας altgriechisch ἰσχυρογνώμων


ισχυρογνωμοσύνη

ισχυρογνωμοσύνη altgriechisch ἰσχυρογνωμοσύνη


ισχυροποίηση

ισχυροποίηση Koine-Griechisch ἰσχυροποίησις


ισχυροποιώ

ισχυροποιώ (λόγιο) Koine-Griechisch ἰσχυροποιῶ, συνηρημένος τύπος του ἰσχυροποιέω. Συγχρονικά αναλύεται σε ισχυρ(ός) + -ο- + -ποιώ


ισχυρός

ισχυρός altgriechisch ἰσχυρός ἰσχύς


ισχυρώς

ισχυρώς altgriechisch ἰσχυρῶς


ισχύς

ισχύς


ισχύω

ισχύω altgriechisch ἰσχύω


ίσως

ίσως Etymologie fehlt


ιταλιάνικος

ιταλιάνικος Ιταλία + -ιάνικος (πρβλ Παριζιάνικος)


Ιταλιάνος

Ιταλιάνος Ιταλία, Ιταλ(ός) + -ιάνος


ιταλικά


ιτιά

ιτιά altgriechisch ἰτέα


ιχθυαγορά

ιχθυαγορά ιχθύς + αγορά


ιχθυάλευρο

ιχθυάλευρο ιχθύς + άλευρο


ιχθυέλαιο

ιχθυέλαιο ιχθύς + έλαιο (απόδ. του γαλλ. huile de poisson)


ιχθυοκαλλιέργεια

ιχθυοκαλλιέργεια ιχθύο- (ιχθύς) + -καλλιέργεια ((Lehnübersetzung) französisch pisciculture)


ιχθυόκολλα

ιχθυόκολλα Etymologie fehlt


ιχθυολογία

ιχθυολογία ιχθυολόγος


ιχθυολόγος


ιχθυοπωλείο

ιχθυοπωλείο Koine-Griechisch ἰχθυοπωλεῖον / ἰχθυοπώλιον ἰχθύς + πωλέω


ιχθυοπώλης

ιχθυοπώλης Koine-Griechisch ἰχθυοπώλης altgriechisch ἰχθύς + πωλέω


ιχθυόσαυρος

ιχθυόσαυρος neulateinisch ichthyosaurus altgriechisch ἰχθύς + -σαυρος


ιχθυόσκαλα

ιχθυόσκαλα ιχθυό- + σκάλα, (Lehnübersetzung) νέα ελληνική ψαρόσκαλα


ιχθυοτροφείο

ιχθυοτροφείο Koine-Griechisch ἰχθυοτροφεῖον altgriechisch ἰχθύς + τρέφω


ιχθυοτροφία

ιχθυοτροφία ιχθυοτρόφος + -ία Koine-Griechisch ἰχθυοτρόφος altgriechisch ἰχθύς + τρέφω


ιχθυοτρόφος

ιχθυοτρόφος Koine-Griechisch ἰχθυοτρόφος ἰχθύς + τρέφω. Συγχρονικά αναλύεται σε ιχθυο- + -τρόφος


ιχθύς

ιχθύς (λόγιο) altgriechisch ἰχθύς indoeuropäisch (Wurzel) *dʰǵʰu-


ιχνηλασία

ιχνηλασία Koine-Griechisch ἰχνηλασία ἴχνος + ἐλαύνω


ιχνηλάτης

ιχνηλάτης Koine-Griechisch ἰχνηλάτης ἴχνος + ἐλαύνω


ιχνηλατώ

ιχνηλατώ (λόγιο) Koine-Griechisch ἰχνηλατῶ, συνηρημένος τύπος του ἰχνηλατέω. Δείτε ἰχνηλάτης


ιχνογράφημα

ιχνογράφημα ιχνογραφώ + -μα


ιχνογραφία

ιχνογραφία altgriechisch ἰχνογραφία


ιχνογράφος

ιχνογράφος ιχνογραφία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)


ιχνογραφώ

ιχνογραφώ ιχνογράφος + -ώ


ίχνος

ίχνος altgriechisch ἴχνος indoeuropäisch (Wurzel) *ei (πηγαίνω)


ιχνοστοιχείο

ιχνοστοιχείο ίχνος + στοιχείο ((Lehnübersetzung) (αγγλικά) trace element)


ιωβηλαίο

ιωβηλαίο Koine-Griechisch ἰωβηλαῖον (ἔτος) ἰωβηλαῖος ἰώβηλος hebräisch יובל ‎(yovél) (: κέρατο κριαριού που χρησιμοποιούνταν σαν σάλπιγγα κάθε 50 χρόνια)


ιώδιο

ιώδιο (entlehnt aus) französisch iode altgriechisch ἰώδης ἴον


ιωδισμός

ιωδισμός (entlehnt aus) französisch iodisme iode altgriechisch ἰώδης ἴον


ίωση

ίωση Katharevousa ίωσις απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρου virosis


κα

κα συντομομορφή του κυρία


καβάκι


καβάλα

καβάλα mittelgriechisch καβάλα venezianisch cavala mittellateinisch caballa lateinisch caballus γαλατικά caballos


καβαλάρης

καβαλάρης lateinisch caballarius


καβαλαρία

καβαλαρία Etymologie fehlt


καβαλέτο

καβαλέτο venezianisch cavaletto


καβάλημα

καβάλημα καβαλώ + -μα


καβαλιέρος

καβαλιέρος italienisch cavaliere αρχαία οξιτανική cavalier mittellateinisch caballarius (ιππέας) lateinisch caballus (άλογο)


καβαλίκεμα

καβαλίκεμα καβαλικεύω + -μα


καβαλικευτά

καβαλικευτά καβαλικευτ(ός) + -ά


καβαλικεύω

καβαλικεύω mittelgriechisch καβαλικεύω / καβαλικεύγω / καβαλκεύγω / καβαλλικεύω / καβαλλικεύγω / καλλικεύω spätlateinisch caballicare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος caballico (ιππεύω) [1]


καβαλίνα

καβαλίνα mittelgriechisch καβαλλίνα με απλογράφηση neulateinisch *caballina lateinisch caballinus caballus. Συγκρίνετε με την italienisch cavallina.[1]


καβάλο

καβάλο italienisch cavalo


καβαλώ

καβαλώ mittelgriechisch καβαλῶ καβάλα venezianisch cavala / spätlateinisch caballa lateinisch caballus


καβάντζα

καβάντζα Etymologie fehlt


καβατζάρισμα

καβατζάρισμα καβατζάρω


καβατζάρω

1,2: καβατζάρω italienisch cavo


καβάφης

καβάφης türkisch kavaf arabisch خفاف (khaffaf) خف (khof)


καβγαδίζω

καβγαδίζω καβγάς, καβγάδ-(ες) + -ίζω


καβγάδισμα

καβγάδισμα καβγαδισ- (καβγαδίζω) + -μα


καβγάς

καβγάς mittelgriechisch καβγάς türkisch kavga osmanisch türkisch غوغا (ğavğa, kavga) persisch غوغا (ğouğâ, ğavğâ: θόρυβος, φιλονικία) غو (ğav: κραυγή, φωνασκία)


καβγατζής

καβγατζής türkisch kavgacı + -ς kavga[1]. Αναλύεται σε καβγάς + -τζής



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback