Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ειλητάριο

ειλητάριο mittelgriechisch εἰλητάριον, υποκοριστικό του Koine-Griechisch εἰλητός altgriechisch εἰλέω εἴλω


ειλητό

ειλητό Koine-Griechisch εἰλητός altgriechisch εἰλέω εἴλω


ειλικρίνεια

ειλικρίνεια altgriechisch εἰλικρίνεια εἰλικρινής


ειλικρινής

ειλικρινής altgriechisch εἰλικρινής "αμιγής, χωρίς προσμείξεις"


ειλικρινώς

ειλικρινώς Koine-Griechisch εἰλικρινῶς εἰλικρινής


είλωτας

είλωτας altgriechisch εἵλως, ομόρριζο με τα ἁλίσκομαι, ἅλωσις


είμαι

είμαι mittelgriechisch εἶμαι altgriechisch εἰμί indoeuropäisch (Wurzel) *h₁ésmi (είμαι, υπάρχω)


ειμαρμένη

ειμαρμένη altgriechisch εἱμαρμένη, Femininum von εἱμαρμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου (εἵμαρμαι) του ρήματος μείρομαι (παίρνω το μερίδιό μου)


ειμή

ειμή αρχ. εἰ μή


είναι

είναι Etymologie fehlt


ειρήνεμα

ειρήνεμα ειρηνεύω + -μα


ειρήνευση

ειρήνευση Koine-Griechisch εἰρήνευσις


ειρηνευτής

ειρηνευτής mittelgriechisch εἰρηνευτής altgriechisch εἰρηνεύω + -τής


ειρηνεύω

ειρηνεύω Etymologie fehlt


ειρηνικός

ειρηνικός ειρήνη


ειρηνοδικείο

ειρηνοδικείο ειρηνοδίκης + -είο / ειρήνη + -ο- + -δικείο


ειρηνοδίκης

ειρηνοδίκης (λόγιο) Koine-Griechisch εἰρηνοδίκαι (εἰρηνοδίκηςστον πληθυντικό (σώμα ρωμαίων ιερέων με καθήκοντα επίβλεψης των λαών) και (Lehnbedeutung) französisch juge de paix juge (δικαστής) + de (της) + paix (ειρήνης)[1]


ειρκτή

ειρκτή altgriechisch εἱρκτή εἵργνύω ή εἵργνυμι= εμποδίζω την έξοδο.


ειρμός

ειρμός altgriechisch εἱρμός εἴρω (βάζω σε σειρά),


είρων

είρων altgriechisch εἴρων


είρωνας

είρωνας altgriechisch εἴρων


ειρωνεία

ειρωνεία altgriechisch εἰρωνεία


ειρωνεύομαι

ειρωνεύομαι altgriechisch εἰρωνεύομαι


ειρωνικά


εις

εις Katharevousa εἰς (λόγιο) altgriechisch εἰς


εισαγγελία

εισαγγελία altgriechisch εἰσαγγελία εἰσαγγέλλω εἰς + ἀγγέλλω ἄγγελος


εισάγω

εισάγω


εισαγωγέας

εισαγωγέας Katharevousa εισαγωγεύς Koine-Griechisch


εισαγωγή

εισαγωγή altgriechisch εἰσαγωγή εἰσάγω εἰς + ἄγω


εισαγωγικά

Τα ελληνικά εισαγωγικά διαφέρουν από τα νεολατινικά, όμως έχουν συνήθως δύσκολη πληκτρολογική συντόμευση και στατιστικά χρησιμοποιούνται λιγότερο vonυς ελληνόφωνους δακτυλογραφικά αλλά λόγω συνήθειας συχνά και γραπτά.


εισακούω

εισακούω altgriechisch εἰσακούω


εισβάλλω

εισβάλλω altgriechisch εἰσβάλλω


εισβολέας

εισβολέας εισβολή + -έας altgriechisch εἰσβολή εἰσβάλλω εἰς + βάλλω proto-indogermanisch *gʷl̥-ne-h₁- *gʷelH- ‎(βάλλω, χτυπώ, εκσφενδονίζω)


εισβολή

εισβολή altgriechisch εἰσβολή εἰσβάλλω εἰς + βάλλω


εισδοχή

εισδοχή altgriechisch εἰσδοχή εἰς + δέχομαι


είσδυση

είσδυση altgriechisch εἴσδυσις altgriechisch εἰσδύνω εἰς + δύνω / δύω proto-indogermanisch *dew-


εισδύω

εισδύω altgriechisch εἰσδύνω εἰς + δύνω / δύω proto-indogermanisch *dew-


εισέρχομαι

εισέρχομαι altgriechisch εἰσέρχομαι


εισέτι

εισέτι εἰς + ἔτι


εισήγηση

εισήγηση altgriechisch εἰσήγησις


εισιτήριο

εισιτήριο altgriechisch εἰσιτήριον, Maskulinum von εἰσιτήριος εἴσειμι εἰς + εἶμι ((Lehnbedeutung) deutsch Εintrittsgeld)


εισιτήριος

εισιτήριος altgriechisch εἰσιτήριος εἴσειμι εἰς + εἶμι indoeuropäisch (Wurzel) *h₁ey- (εἶμι, πηγαίνω)


εισόδημα

εισόδημα mittelgriechisch εἰσόδημα Koine-Griechisch εἰσοδεύω[1]


εισοδηματίας

εισοδηματίας Etymologie fehlt


Εισόδια

Εισόδια Koine-Griechisch εἰσόδιος, που αναφέρεται στην είσοδο, και στη συγκεκριμένη περίπτωση στην είσοδο και αφιέρωση της τριετούς Θεοτόκου στον Ναό


εισοδιάζω

εισοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω εἰσόδιος altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


είσοδος

είσοδος (λόγιο) altgriechisch εἴσοδος[1] εἰς (είσ-) + οδός


εισορμώ

εισορμώ altgriechisch εἰσορμάω / εἰσορμῶ εἰς + ὁρμάω / ὁρμῶ


εισπλέω

εισπλέω altgriechisch εἰσπλέω


εισπνέω

εισπνέω εις + πνέω


εισπνοή

εισπνοή altgriechisch εἰσπνοή εἰς + πνοή


εισπράκτορας

εισπράκτορας Koine-Griechisch εἰσπράκτωρ altgriechisch εἰσπράσσω / εἰσπράττω πράσσω / πράττω


είσπραξη

είσπραξη altgriechisch εἴσπραξις εἰσπράττω εἰς + πράττω ((Lehnübersetzung) französisch perception)


εισπράττω

εισπράττω altgriechisch εἰσπράττω εις + πράττω


εισρέω

εισρέω altgriechisch εἰσρέω εἰς + ῥέω indoeuropäisch (Wurzel) *srew- (ρέω) *ser- (ἀραρίσκω)


εισροή

εισροή Koine-Griechisch εἰσροή altgriechisch εἰσρέω εἰς + ῥέω indoeuropäisch (Wurzel) *srew- (ρέω) *ser- (ἀραρίσκω)


εισφέρω

εισφέρω altgriechisch εἰσφέρω εἰς + φέρω proto-griechisch *pʰérō indoeuropäisch (Wurzel) *bʰéreti *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)


εισφορά

εισφορά altgriechisch εἰσφορά εἰσφέρω φέρω


εισχωρώ

εισχωρώ (λόγιο) Koine-Griechisch εἰσχωρῶ, συνηρημένο τύπο του εἰσχωρέω[1] εἰς + altgriechisch χωρέω / χωρῶ χῶρος proto-indogermanisch *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος). Συγχρονικά αναλύεται σε εισ- + χωρώ, χώρος


είτα

είτα altgriechisch εἶτα


είτε

είτε altgriechisch εἴτε εἰ + τε


έιτζ

έιτζ englisch AIDS (Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας)


εκ

εκ altgriechisch έκ


εκάς

εκάς altgriechisch ἑκάς


εκάστοτε

εκάστοτε altgriechisch ἑκάστοτε


εκατέρωθεν

εκατέρωθεν altgriechisch ἑκατέρωθεν ἑκάτερος + -θεν


εκατό

εκατό mittelgriechisch εκατό altgriechisch ἑκατόν proto-indogermanisch *sm̥-ḱm̥tóm *sem- (ένας) + *ḱm̥tóm ( *déḱm̥: δέκα)


εκατόμβη

εκατόμβη altgriechisch ἑκατόμβη ἑκατόν + βοῦς (2. (Lehnbedeutung) französisch hécatombe λατινικά hecatombe altgriechisch ἑκατόμβη)


εκατομμύριο

εκατομμύριο Katharevousa ἑκατομμύριον ἑκατόν + μύριοι, δηλαδή 100 επί 10.000


εκατομμυριούχος

εκατομμυριούχος εκατομμύρι(ον) + -ούχος


εκατοντάδα

εκατοντάδα altgriechisch ἑκατοντάς ἑκατόν proto-indogermanisch *sm̥-ḱm̥tóm *sem- (ένας) + *ḱm̥tóm ( *déḱm̥: δέκα)


εκατονταετηρίδα

εκατονταετηρίδα altgriechisch ἑκατονταετηρίς ἑκατόν + ἐτηρίς


εκατονταετία

εκατονταετία altgriechisch ἑκατονταετία ἑκατόν + ἔτος + -ία


εκατονταρχία

εκατονταρχία Koine-Griechisch ἑκατονταρχία altgriechisch ἑκατοντάρχης ἑκατόν + ἄρχω


εκατόνταρχος

εκατόνταρχος altgriechisch ἑκατόνταρχος


εκατοστόγραμμο

εκατοστόγραμμο (Katharevousa) εκατοστό- + -γραμμον (Lehnübersetzung) französisch centigramme


εκατοστόμετρο

εκατοστόμετρο → siehe: εκατοστό και μέτρο


εκατοχρονίτης

εκατοχρονίτης εκατό + χρόνια


εκβάθυνση

εκβάθυνση εκβαθύνω + -ση


εκβαθύνω

εκβαθύνω mittelgriechisch εκβαθύνω εκ- + βαθύνω altgriechisch βαθύνω βαθύς


εκβαίνω

εκβαίνω altgriechisch ἐκβαίνω ἐκ + βαίνω


εκβάλλω


εκβαρβαρισμός

εκβαρβαρισμός εκβαρβαρίζω + -μός εκ- + βάρβαρος + -ίζω


έκβαση

έκβαση Katharevousa έκβασις Koine-Griechisch ἔκβασις


εκβιάζω

εκβιάζω altgriechisch ἐκβιάζω ἐκ + βιάζω βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)


εκβίαση

εκβίαση εκβιάζω + -ση


εκβιασμός

εκβιασμός Koine-Griechisch ἐκβιασμός altgriechisch ἐκβιάζω ἐκ + βιάζω βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)


εκβιαστής

εκβιαστής Koine-Griechisch ἐκβιαστής altgriechisch ἐκβιάζω ἐκ + βιάζω βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)


εκβιομηχανίζω

εκβιομηχανίζω εκ- + βιομηχανία + -ίζω ((Lehnübersetzung) französisch industrialiser)


εκβιομηχάνιση

εκβιομηχάνιση εκβιομηχανίζω + -ση εκ- + βιομηχανία + -ίζω ((Lehnübersetzung) französisch industrialisation)


εκβλαστάνω

εκβλαστάνω altgriechisch ἐκβλαστάνω


εκβλάστημα

εκβλάστημα Koine-Griechisch ἐκβλάστημα altgriechisch ἐκβλαστάνω


εκβλάστηση

εκβλάστηση Koine-Griechisch ἐκβλάστησις altgriechisch ἐκβλαστάνω


εκβολή

εκβολή altgriechisch ἐκβολή


εκβράζω

εκβράζω altgriechisch ἐκβράζω ἐκ + βράζω


εκβραχισμός

εκβραχισμός εκβραχίζω + -μός ((Lehnübersetzung) französisch dérochement)


εκγύμναση

εκγύμναση εκγυμνάζω + -ση


εκδηλώνω

εκδηλώνω Koine-Griechisch ἐκδηλόω / ἐκδηλῶ ἐκ + altgriechisch δηλόω / δηλῶ δῆλος proto-indogermanisch *dyew- (ουρανός, λάμπω) ((Lehnübersetzung) französisch manifester)


εκδήλωση

εκδήλωση εκδήλωσις εκδηλώνω + -σις (3. (Lehnübersetzung) (γαλλικά manifestation)


εκδημία

εκδημία Koine-Griechisch ἐκδημία (παρόμοια σημασία) altgriechisch ἐκδημία



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback