εισφορά altgriechisch εἰσφορά εἰσφέρω φέρω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ωστόσο, οι επιχειρηματικές ζημίες και οι περικοπές στις επιχειρηματικές δραστηριότητες που οφείλονται στην κρίση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ίδια εισφορά διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 43 των κατευθυντήριων γραμμών, πρέπει να υφίσταται ουσιαστική, δηλαδή πραγματική εισφορά. | Allerdings können Geschäftseinbußen und krisenbedingte Reduzierungen der Geschäftstätigkeiten nicht als Eigenbeitrag anerkannt werden, denn gemäß Randnummer 43 der Leitlinien muss es sich um einen konkreten, d. h. tatsächlichen Beitrag handeln. Übersetzung bestätigt |
Σημαντική εισφορά για την αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων αναλαμβάνεται από την ίδια την επιχείρηση καθώς και από παλαιότερους και νέους ιδιώτες μετόχους. Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγεται κυρίως η συμμετοχή των ενώσεων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι ίδιοι πόροι της ΙΚΒ [47] και η εισφορά κεφαλαίου από τη Lone Star. | Ein erheblicher Beitrag zur Restrukturierung der Portfolios wird vom Unternehmen selbst sowie von den ehemaligen und den neuen privaten Anteilseignern geleistet; hierzu zählen vor allem die Beteiligung der kreditwirtschaftlichen Verbände, die Eigenmittel der IKB [47] und die Kapitalzuführung von Lone Star. Übersetzung bestätigt |
Η Γερμανία στο σημείο αυτό άλλαξε πολλές φορές τα στοιχεία που υπέβαλε και η ίδια εισφορά που τελικά κατατέθηκε αντιστοιχούσε στο σύνολο που προέκυπτε από όλες τις εισφορές αναδιάρθρωσης για τις οποίες δεν χορηγήθηκαν ενισχύσεις, από τη μείωση των νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και από τα έσοδα των εκποιήσεων μείον τις ζημίες. | Deutschland hat seine Angaben in diesem Punkt mehrmals geändert und die Eigenleistung zuletzt ermittelt als Summe aller Beiträge zur Umstrukturierung, für die keine Beihilfe gewährt wurden, der Reduzierung des Neugeschäfts und der Erträge aus den Veräußerungen abzüglich der Verluste. Übersetzung bestätigt |
Ο υπάλληλος που αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα δυνάμει άλλου καθεστώτος συντάξεων μπορεί να ζητήσει να συνεχίσει να αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβάλλει τις αντίστοιχες εισφορές του. | Weist der Bedienstete nach, dass er bei keiner anderen Versorgungseinrichtung Ruhegehaltsansprüche erwerben kann, so kann er auf Antrag weiterhin neue Ruhegehaltsansprüche erwerben, sofern er seinen Teil der entsprechenden Beiträge trägt. Übersetzung bestätigt |
Ωστόσο, ο υπάλληλος ο οποίος δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα δύναται, το αργότερο εντός μηνός από την έναρξη της άδειας για προσωπικούς λόγους, να ζητήσει να συνεχισθεί η κάλυψή του, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβάλλει τις αντίστοιχες εισφορές του. | Ein Bediensteter, der keiner Erwerbstätigkeit nachgeht, kann jedoch spätestens in dem auf den Beginn des Urlaubs aus persönlichen Gründen folgenden Monat einen Antrag auf Aufrechterhaltung seines in diesen Artikeln vorgesehenen Schutzes stellen, sofern er seinen Teil der entsprechenden Beiträge trägt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
συνεισφορά |
εισφορά η [isforá] : α. ό,τι εισφέρει, δίνει κάποιος για έναν κοινό σκοπό, μια κοινή προσπάθεια: H εισφορά του στους εθνικούς αγώνες υπήρξε πολύτιμη· (πρβ. συνεισφορά, προσφορά). εισφορά σε είδος / σε χρήμα / σε εργασία. β. (ειδικότ.) για χρηματικό ποσό που οφείλει να το καταβάλει κάποιος σε κοινό ταμείο, σε έρανο κτλ.: Aσφαλιστική εισφορά. Εργοδοτική / εργατική εισφορά. Έκτακτη εισφορά, έκτακτη φορολογική επιβάρυνση.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.