Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischζωοποιώ Koine-Griechisch ζωοποιέω
αιμοδιψία αιμοδιψής + -ία Koine-Griechisch αἱμόδιψος altgriechisch αἷμα + δίψα
αγαμία Koine-Griechisch ἀγαμία
επικατάρατος (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπικατάρατος[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + κατάρατος
ζούδι mittelgriechisch ζούδιον Koine-Griechisch ζῴδιον
κουτσομπολεύω κουτσο- ( κουτσός) + μπολεύω (Koine-Griechisch ἐμπολεύω)
όζαινα Koine-Griechisch ὄζαινα altgriechisch ὄζω
φωταγωγός (λόγιο) Koine-Griechisch φωταγωγός (αυτός που φωτίζει) von έκφραση «ἡ φωταγωγός θυρίς» (παράθυρο). Συγχρονικά αναλύεται σε φωτ- + -αγωγός. siehe auch το αρχαίο ρήμα ἄγω[1][2]
φιλοφρόνηση Koine-Griechisch φιλοφρόνησις altgriechisch φιλοφρονέομαι φίλος + φρονέω ( φρήν)
απίδι Koine-Griechisch ἀπίδιον altgriechisch ἄπιον (αχλάδι) ἄπιος (αχλαδιά)
αμφιβληστροειδής Koine-Griechisch ἀμφιβληστροειδής (όμοιος με δίχτυ) ἀμφίβληστρον + -ειδής. Πρόθημα αμφι-
στρατοπεδάρχης (λόγιο) Koine-Griechisch στρατοπεδάρχης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στρατόπεδ(ο) + -άρχης ( άρχω)
εκδικούμαι Koine-Griechisch ἐκδικέομαι / ἐκδικοῦμαι altgriechisch ἐκδικέω / ἐκδικῶ ἐκ + δίκη
αρωματικός Koine-Griechisch ἀρωματικός altgriechisch ἄρωμα ἀρόω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂erh₃- (οργώνω) (2. (Lehnbedeutung) englisch aromatic)
ξυλάγγουρο ξύλο + -ο- + αγγούρι ( mittelgriechisch αγγούρι(ν) Koine-Griechisch ἀγγούριον ἄγγουρον arabisch آجُرّ (ʾājurr) aramäisch ???????????????? (*ʾaggor /ʾgwr/) akkadisch ???????????????? (agurru, ukurru) sumerisch al.ùr.(r)a) + -ο
αφαιρέτης Koine-Griechisch ἀφαιρέτης
ανήφορος mittelgriechisch ανήφορος Koine-Griechisch ἀνώφορος altgriechisch ἀνωφερής
δισκάριο mittelgriechisch δισκάριον / δισκάρι Koine-Griechisch δισκάριον altgriechisch δίσκος
περίπτυξη Koine-Griechisch περίπτυξις altgriechisch περιπτύσσω
ασφυκτιώ Koine-Griechisch ἀσφυκτέω ἄσφυκτος altgriechisch σφύζω
επινοητής Koine-Griechisch ἐπινοητής
αντιβασιλιάς Koine-Griechisch ἀντιβασιλεύς ἀντί + altgriechisch βασιλεύς
εκθειάζω Koine-Griechisch ἐκθειάζω ἐκ + altgriechisch θειάζω θεῖος θεός
εθελοδουλία Koine-Griechisch ἐθελοδουλία altgriechisch ἐθελοδουλεία ἐθελοδουλέω ἐθελόδουλος ἐθέλω + δοῦλος
καθησυχάζω Koine-Griechisch
υστεροβουλία Koine-Griechisch ὑστεροβουλία
απαίσιος Koine-Griechisch ἀπαίσιος
χυδαιολογία Koine-Griechisch χυδαιολογία χυδαῖος + -λογία altgriechisch χέω + λέγω
πετραχήλι mittelgriechisch πετραχήλι Koine-Griechisch περιτραχήλιον, Maskulinum von περιτραχήλιος περί + altgriechisch τράχηλος
ξυστρί Koine-Griechisch ξυστρίον, υποκοριστικό του altgriechisch ξύστρον
στροφέας Koine-Griechisch στροφεύς altgriechisch στρέφω (3,4: (Lehnbedeutung) französisch pivot)
διήθημα Koine-Griechisch διήθημα
διευθύνω Koine-Griechisch διευθύνω
εκπόρθηση Koine-Griechisch ἐκπόρθησις
αιρεσιάρχης Koine-Griechisch αἱρεσιάρχης αἵρεσις + -άρχης
μύδι Koine-Griechisch μύδιον, υποκοριστικό του altgriechisch μῦς[1]
υπερφαλάγγιση Koine-Griechisch ὑπερφαλάγγησις
σκληραγωγία Koine-Griechisch σκληραγωγία
συμμορίτης Koine-Griechisch συμμορίτης
κοπιάζω Koine-Griechisch κοπιάζω κόπος[1]
καταπιέζω Koine-Griechisch καταπιέζω κατά + altgriechisch πιέζω proto-indogermanisch *pisd- (πιέζω) ((Lehnübersetzung) französisch opprimer)
ιλαροτραγωδία Koine-Griechisch ἱλαροτραγωδία
απελάτης Koine-Griechisch ἀπελάτης altgriechisch ἀπελαύνω ἀπό + ἐλαύνω
απρόσκοπτος Koine-Griechisch ἀπρόσκοπτος (που δε συναντά εμπόδια) α- στερητικό + προσκόπτω (σκοντάφτω)
ανθρωποθυσία Koine-Griechisch ἀνθρωποθυσία altgriechisch ἄνθρωπος + θυσία / ανθρωπο- + θυσία
επιτηρώ (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπιτηρῶ, συνηρημένου τύπου του ἐπιτηρέω Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + τηρώ
γλείφω mittelgriechisch γλείφω. Είτε Koine-Griechisch ἐκλείχω altgriechisch ἐκ- + λείχω[1], είτε συμπροφορά αντωνυμίας και του λείχω (/ton-l > toŋɡl > ɣl/). Η μετατροπή [x] > [f], πιθανόν von επίδραση του μεσαιωνικού ἀλείφω.[2]
ελλειπτικός (λόγιο) Koine-Griechisch ἐλλειπτικός altgriechisch ἐλλείπ(ω) ( ἐν- + λείπω) + -τικός.
διασάφηση Koine-Griechisch διασάφησις
κρεοπώλης Koine-Griechisch κρεοπώλης κρέας + -ο- + πωλώ
κοσμοκράτωρ Koine-Griechisch κοσμοκράτωρ altgriechisch κόσμος + κρατέω
υποβολέας Koine-Griechisch ὑποβολεύς altgriechisch ὑποβάλλω
κρόσσι Koine-Griechisch κροσσίον
οπλουργός Koine-Griechisch ὁπλουργός
παρετυμολογία Koine-Griechisch παρετυμολογία ((Lehnbedeutung) italienisch paretimologia)
εξωραΐζω Koine-Griechisch ἐξωραΐζω ἐξ- + ὡραΐζω (ομορφαίνω) altgriechisch ὡραῖος ὥρα ((Lehnübersetzung) französisch embellir)
ενετικός Ενετός + -ικός Koine-Griechisch Ἐνετός lateinisch Venetus
παρέλκυση Koine-Griechisch παρέλκυσις altgriechisch παρέλκω παρά + ἕλκω / ἑλκύω
γνωμοδότης Koine-Griechisch γνωμοδότης altgriechisch γνώμη + δίδωμι
ανιστόρητος Koine-Griechisch ἀνιστόρητος (που δεν γνωρίζει την ιστορία, απληροφόρητος· ανεξερεύνητος, μη καταγεγραμμένος) ἀν- στερητικό + ἱστορέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
σπόνδυλος (λόγιο) Koine-Griechisch σπόνδυλος altgriechisch σφόνδυλος
σμιλεύω Koine-Griechisch σμιλεύομαι altgriechisch σμίλη
ημίγυμνος Koine-Griechisch ἡμίγυμνος. Συγχρονικά αναλύεται σε ημί- + γυμνός
συγκρητισμός französisch syncrétisme Koine-Griechisch συγκρητισμός (αντιδάνειο) συγκρητίζω σύν + Κρής
απλωσιά mittelgriechisch ἁπλωσία Koine-Griechisch ἅπλωσις
ανθοπώλης Koine-Griechisch ἀνθοπώλης ἄνθος + πωλῶ
λαφυραγωγία Koine-Griechisch
κατευοδώνω Koine-Griechisch κατευοδόω κατά + εὖ + ὁδός
αγγελτήριο (λόγια λέξη) Koine-Griechisch ἀγγελτήρ
διερμηνευτής Koine-Griechisch διερμηνευτής διερμηνεύω altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ενδεχομένως: Ἑρμῆς) (2. (Lehnbedeutung) englisch interpreter)
αποσαφηνίζω Koine-Griechisch ἀποσαφηνίζω altgriechisch ἀποσαφέω / ἀποσαφῶ
ευάρεστος Koine-Griechisch εὐάρεστος altgriechisch εὖ + ἀρέσκω
παγώνω mittelgriechisch Koine-Griechisch παγῶ
εδρεύω Koine-Griechisch ἑδρεύω altgriechisch ἕδρα ἔδος / ἕζομαι proto-griechisch *heďďomai indoeuropäisch (Wurzel) *séd-ye- *sed-
αρχειοφύλακας Koine-Griechisch ἀρχειοφύλαξ
σκαλώνω mittelgriechisch *σκαλώνω Koine-Griechisch σκάλα lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend- (πηδώ)
ταυροκαθάψια Koine-Griechisch ταυροκαθάψια altgriechisch ταῦρος + Koine-Griechisch κάθαψις altgriechisch καθάπτω κατά + ἅπτω
συγκερασμός Koine-Griechisch συγκερασμός altgriechisch συγκεράννυμι σύν + κεράννυμι
υπονομεύω Koine-Griechisch ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος
ψίχουλο mittelgriechisch ψίχουλον ή ίσως ψίχαλον αιτιατική ψῖχα, Koine-Griechisch ψίξ ψιχ- + -ουλοv ή -αλον[1] ψίω (τρέφω, ταΐζω σε μικρές μπουκιές)
διαφημίζω Koine-Griechisch διαφημίζω
αντίπραξη Koine-Griechisch ἀντίπραξις ἀντι- + altgriechisch πράξις πράττω
αλάβαστρο Koine-Griechisch ἀλάβαστρον altgriechisch ἀλάβαστρος, ἀλάβαστος ( > αλάβαστρος)
νεόνυμφος Koine-Griechisch νεόνυμφος altgriechisch νέος + νύμφη + -ος
ανθρωποσφαγή Koine-Griechisch ἀνθρωποσφαγία altgriechisch ἀνθρωποσφαγέω ἄνθρωπος + σφάττω
δραγάτης mittelgriechisch δραγάτης Βλ. και Koine-Griechisch δραγατεύω, δραγασούρα = υπερυψωμένη σκοπιά συνήθως επάνω σε δένδρα από όπου ο αγροφύλακας παρακολουθούσε τυχόν κλοπές στα αμπέλια
στρατεύομαι altgriechisch στρατεύομαι Η μεταφορική σημασία Koine-Griechisch φράση στρατευόμενοι εἰς Χριστόν[1]
λυκαυγές Koine-Griechisch λυκαυγές, Maskulinum von λυκαυγής *λύκη + αὐγής ( αὐγή)
ιχθυοπώλης Koine-Griechisch ἰχθυοπώλης altgriechisch ἰχθύς + πωλέω
αυτομόληση Koine-Griechisch αὐτομόλησις altgriechisch αὐτομολῶ
άσπονδος Koine-Griechisch ἄσπονδος ἀ- στερητικό + σπονδή
τυραννοκτόνος (λόγιο) Koine-Griechisch τυραννοκτόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε τύρανν(ος) + -ο- + -κτόνος (κτείνω σκοτώνω)
σκέλεθρο italienisch scheletro Koine-Griechisch σκελετός altgriechisch σκέλλω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)kelh₁- (ξηραίνω, μαραίνω)
συγκληρονόμος Koine-Griechisch συγκληρονόμος συγ- + κληρονόμος
ανώφλι mittelgriechisch ανώφλι Koine-Griechisch ἀνώφλιον altgriechisch ἄνω + φλιά
διευθετώ Koine-Griechisch διευθετέω / διευθετῶ altgriechisch εὐθετέω / εὐθετῶ εὔθετος εὖ + τίθημι
ανυψώνω Koine-Griechisch ἀνυψόω / ἀνυψῶ ὑψόω / ὑψῶ altgriechisch ὕψος ὕψι
ονοματοθεσία Koine-Griechisch ὀνοματοθεσία
διδακτισμός französisch didactisme didactique Koine-Griechisch διδακτικός (αντιδάνειο) altgriechisch διδακτός διδάσκω δάω indoeuropäisch (Wurzel) *deḱ- (παίρνω)
ούγια πιθανόν, mittelgriechisch οὔγια Koine-Griechisch ὤια ή ὠία ασυναίρετο για την altgriechisch ᾤα ή ὄα (άκρη υφάσματος, δέρμα προβάτου). siehe auch ὄϊς (πρόβατο). Δεν είναι πιθανό ένα αντιδάνειο von türkisch oya, arabisch προέλευσης.[1][2][3]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.