Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischεγγόνα Koine-Griechisch ἐγγόνη
αποταμιεύω Koine-Griechisch ἀποταμιεύω / ἀποταμιεύομαι ἀπό + altgriechisch ταμιεύω ταμίας τέμνω proto-indogermanisch *tm̥-n-h₂- *temh₂- (κόβω)
βούτυρον Koine-Griechisch βούτυρον / βούτυρος βοῦς + τυρός
φθειρίαση Koine-Griechisch φθειρίασις altgriechisch φθείρ
καιροσκοπία καιροσκόπος + -ία Koine-Griechisch καιροσκόπος
αφοπλίζω Koine-Griechisch ἀφοπλίζω altgriechisch ἀφοπλίζομαι ὁπλίζω ὅπλον ((Lehnbedeutung) französisch désarmer)
συνδιαλέγομαι Koine-Griechisch συνδιαλέγομαι
παραλήγουσα Koine-Griechisch παραλήγουσα, Femininum von παραλήγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παραλήγω
διαδηλώνω Koine-Griechisch διαδηλ(ῶ) (συνηρημένου τύπου του διαδηλόω) + -ώνω
εδραίωμα Koine-Griechisch ἑδραίωμα ἑδραιόω / ἑδραιῶ altgriechisch ἕδρα
καθαιρώ Koine-Griechisch καθαιρέω, -ῶ
ηλίαση Koine-Griechisch ἡλίασις
διοπτρία (entlehnt aus) französisch dioptrie Koine-Griechisch διόπτρα altgriechisch ὁράω
αχρηστεύω Koine-Griechisch ἀχρηστεύω (=δεν χρησιμοποιώ, δεν είμαι σε χρήση) με επιρροή από τη λέξη άχρηστος
όναγρος Koine-Griechisch ὄναγρος altgriechisch ὄνος + ἄγριος
κλίτος Koine-Griechisch κλίτος (Lehnbedeutung) französisch nef latéral (πλευρικό κλίτος)
αγριόχοιρος Koine-Griechisch ἀγριόχοιρος αγριο- (άγριος) + χοίρος
ορθομαρμάρωση mittelgriechisch ὀρθομαρμάρωσις ὀρθομαρμαρώνω ὀρθός + Koine-Griechisch μαρμαρόω / μαρμαρῶ μάρμαρον
τοπάρχης (λόγιο) Koine-Griechisch τοπάρχης[1] τόπος + -άρχης
ελευθεροστομία Koine-Griechisch ἐλευθεροστομία
προεκτείνω Koine-Griechisch προεκτείνω πρό + altgriechisch ἐκτείνω ἐκ + τείνω ((Lehnbedeutung) französisch prolonger)
ανάλημμα Koine-Griechisch ἀνάλημμα altgriechisch ἀναλαμβάνω λαμβάνω
αλεξήνεμο Maskulinum von αλεξήνεμος Koine-Griechisch ἀλεξήνεμος ἀλέξω + ἄνεμος
διαλαλώ mittelgriechisch Koine-Griechisch διαλαλέω
θαλασσοκρατία (λόγιο) Koine-Griechisch θαλασσοκρατία[1] altgriechisch θαλασσοκρατέω. Συγχρονικά αναλύεται σε θαλασσο- + -κρατία
αποσυνάγωγος Koine-Griechisch ἀποσυνάγωγος συναγωγή
αλκυονίδα Koine-Griechisch ἀλκυονίς ἀλκυών
υδρόμυλος Koine-Griechisch ὑδρόμυλος ὕδωρ + μύλος
ανεξιχνίαστος Koine-Griechisch ἀνεξιχνίαστος
απέκκριση απεκκρίνω + -ση Koine-Griechisch ἀπεκκρίνω altgriechisch ἐκκρίνω ἐκ + κρίνω
ανοίκειος (λόγιο) Koine-Griechisch ἀνοίκειος[1]
τετράρχης (λόγιο) Koine-Griechisch τετράρχης. Συγχρονικά αναλύεται σε τετρα- + -άρχης
σκανδαλιά σκανταλιά σκάνταλο + -ιά Koine-Griechisch σκάνδαλον
εξυμνώ Koine-Griechisch ἐξυμνέω / ἐξυμνῶ altgriechisch ὑμνέω / ὑμνῶ ὕμνος indoeuropäisch (Wurzel) *sh₂em (τραγουδώ)
λίβελος Koine-Griechisch λίβελλος lateinisch libellus, υποκοριστικό του liber Παλαιά Λατινική loeber proto-italienisch *louðEros’’ *h₁léwdʰeros *h₁lewdʰ- (άνθρωποι)
στριγκλιά mittelgriechisch στριγγιά Koine-Griechisch στρίξ (με παρετυμολόγηση από τη λέξη στρίγκλα[1]
εξοστρακισμός Koine-Griechisch ἐξοστρακισμός altgriechisch ἐξοστρακίζω ἐξ + ὀστρακίζω ὄστρακον
λιγούρι λιγούρης λιγούρα λιγώνω Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος
συνεκφορά Koine-Griechisch συνεκφορά
μαστιγώνω Koine-Griechisch μαστιγώνω altgriechisch μαστιγόω-μαστιγῶ +-ώνω
διανθίζω (λόγιο) Koine-Griechisch διανθίζω[1] altgriechisch ἀνθίζω ἄνθος. Συγχρονικά αναλύεται σε (δια-) δι + ανθίζω
ανοσιούργημα Koine-Griechisch ἀνοσιούργημα altgriechisch ἀνοσιουργέω / ἀνοσιουργῶ ἀνόσιος + ἔργον
ακατάλυτα ακατάλυτος + -α Koine-Griechisch ἀκατάλυτος ἀ- + κατά + λύω
ονοματοποιία (λόγιο) Koine-Griechisch ὀνοματοποιία[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε ονοματο- + -ποιία
επωμίζομαι Koine-Griechisch ἐπωμίζομαι altgriechisch ἐπι- + -ωμίζομαι ὦμος
κρετίνος italienisch cretino französisch crétin lateinisch christianus Koine-Griechisch χριστιανός (αντιδάνειο) Χριστός χριστός altgriechisch χρίω proto-indogermanisch *gʰrēy- (χρίω, επαλείφω *gʰer- (τρίβω)
δοξολογώ Koine-Griechisch δοξολογέω / δοξολογῶ altgriechisch δόξα + λέγω
πανεράς πανέρι + -άς mittelgriechisch πανέρι Koine-Griechisch πανάριον lateinisch panarium
γλίνα Koine-Griechisch γλίνη
απόπνοια Koine-Griechisch ἀπόπνοια altgriechisch ἀποπνέω ἀπό + πνέω
αιδημοσύνη Koine-Griechisch αἰδημοσύνη altgriechisch αἰδήμων αἰδώς
υποδιαστολή (λόγιο) Koine-Griechisch ὑποδιαστολή υπο- ὑπό + altgriechisch διαστολή διαστέλλω δια- διά + στέλλω
διασταυρώνω Koine-Griechisch διασταυρόω-διασταυρῶ
διακόρευση (λόγιο) Koine-Griechisch + -ση altgriechisch διακορεύω διά (δια-) + κόρη
πρωταίτιος Koine-Griechisch πρωταίτιος altgriechisch πρῶτος + αἰτία
πρόσκομμα Koine-Griechisch πρόσκομμα altgriechisch προσκόπτω
εκφωνώ Koine-Griechisch ἐκφωνέω / ἐκφωνῶ altgriechisch φωνέω / φωνῶ φωνή
επισκίαση Koine-Griechisch ἐπισκίασις ((Lehnbedeutung) englisch overshadowing)
βουκέντρα βουκέντρι + -α mittelgriechisch βουκέντρι(ν) Koine-Griechisch βουκέντριον altgriechisch βοῦς + κέντρον
παραμορφώνω (1-3) Koine-Griechisch παραμορφόω / παραμορφῶ παρά + μορφόω / μορφῶ altgriechisch μορφή ((Lehnübersetzung) französisch déformer)
λειψανδρία Koine-Griechisch λειψανδρία λείπω + ἀνήρ (Genitiv: ἀνδρός) + -ία
πιγούνι mittelgriechisch πιγούνιν *πουγούνιν Koine-Griechisch πωγώνιον altgriechisch πώγων
συνοδεύω Koine-Griechisch συνοδεύω altgriechisch σύνοδος σύν + ὁδός ((Lehnbedeutung) französisch accompagner)
ψιττακός Koine-Griechisch ψιττακός altgriechisch ψιττάκη
αφάνα Koine-Griechisch ἀφάνα (άγνωστης ετυμολογίας)
επιβραδύνω Koine-Griechisch ἐπιβραδύνω ἐπί +altgriechisch βραδύνω βραδύς proto-indogermanisch *gʷr̥dus ((Lehnbedeutung) französisch ralentir)
αγονία Koine-Griechisch ἄγονος
ετεροπροσωπία Koine-Griechisch ἑτεροπρόσωπος + -ία
χαραγή Koine-Griechisch χαράσσω
εξέλκωση Koine-Griechisch ἐξέλκωσις altgriechisch ἕλκωσις ἕλκος
αλυτρωτισμός αλύτρωτος + -ισμός Koine-Griechisch ἀλύτρωτος ἀ- + altgriechisch λυτρόω / λυτρῶ λύτρον λύω proto-indogermanisch *lewH- ((Lehnübersetzung) italienisch irredentismo)
κυκεώνας Koine-Griechisch κυκεών (ανακάτεμα) altgriechisch κυκεών
καθετηριασμός Koine-Griechisch καθετηρισμός καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι
αυτοπρόσωπος Koine-Griechisch αὐτοπρόσωπος
αιθεροβατώ Koine-Griechisch αἰθεροβατῶ αἰθήρ + βαίνω
εντερεκτομή (entlehnt aus) englisch enterectomy enter- + -ectomy (αρχαία ελληνικά ἔντερον + Koine-Griechisch ἐκτομή) εντερ- + -εκτομή[1]
εκθύμως έκθυμος + -ως Koine-Griechisch ἔκθυμος ἐκ + altgriechisch θυμός
αυλάρχης Koine-Griechisch αὐλάρχης αὐλή + -άρχης
αστοχώ Koine-Griechisch ἀστοχέω / ἀστοχῶ
ονοματίζω Koine-Griechisch ὀνοματίζω altgriechisch ὄνομα
δρακοντιά Koine-Griechisch δρακοντία altgriechisch δράκων
κορβανάς Koine-Griechisch κορβανᾶς (ονομασία του θησαυρού του ναού στην Ιερουσαλήμ) κορβᾶν (δώρο) hebräisch קרבן (korbán: θύμα, τελετουργική θυσία) protosinaitisch
απασχολώ Koine-Griechisch ἀπασχολέω / ἀπασχολῶ ἀπό + altgriechisch ἀσχολέω ἀ- + σχολή proto-indogermanisch *seǵhe- / *sǵhē- (κρατώ, έχω, κατέχω)
παραδειγματικός Koine-Griechisch παραδειγματικός altgriechisch παράδειγμα παραδείκνυμι παρά + δείκνυμι
μπολιάζω μπόλι + -ιάζω mittelgriechisch μπόλι Koine-Griechisch ἐμβόλιον altgriechisch ἔμβολον, Maskulinum von ἔμβολος ἐμβάλλω ἐν + βάλλω
χηνάρι mittelgriechisch χηνάρι Koine-Griechisch χηνάριον altgriechisch χήν proto-indogermanisch *ǵʰh₂éns (χήνα)
λωποδυσία Koine-Griechisch λωποδυσία altgriechisch λωποδύτης λῶπος / λώπη ( λέπω) + δύτης ( δύω
λησμονώ Koine-Griechisch (απαντά ο τύπος μετοχής λησμονηθέντες), συγγενές με το αρχαιοελληνικό λησμοσύνη και το λήθω / λανθάνω
φλασκί mittelgriechisch φλασκίον Koine-Griechisch φλάσκη
ποδίσκος Koine-Griechisch ποδίσκος altgriechisch πούς ((Lehnübersetzung) französisch pédoncule)
οικείωση (λόγιο) Koine-Griechisch οἰκείω(σις) («οικειοποίηση») + -ση[1] οἰκειόω / οἰκειῶ οἰκεῖος οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs
επακόλουθος Koine-Griechisch ἐπακόλουθος
συνόψιση Koine-Griechisch σύνοψις + -ιση ( -ίζω)
μάργαρο Koine-Griechisch μάργαρον
μαστάρι Koine-Griechisch μαστάριον υποκοριστικό του μαστός (altgriechisch )
φαλκιδεύω Koine-Griechisch φαλκίδιον, von ρωμαϊκό Φαλκίδειο νόμο (lex Falcidia), που θεσπίστηκε von Ρωμαίο δήμαρχο Falcidius κατά το έτος 714 από κτίσεως Ρώμης (40 π.Χ). Ο νόμος προέβλεπε πως κάποιος μπορούσε να διαθέσει τα τρία τέταρτα της περιουσίας του όπως επιθυμούσε αλλά το ένα τέταρτο θα έπρεπε να το δώσει στους κληρονόμους του.
δυσβάστακτος Koine-Griechisch δυσβάστακτος δυσ- + βαστακτός altgriechisch βαστάζω
σκανδαλίζω Koine-Griechisch σκανδαλίζω σκάνδαλον indoeuropäisch (Wurzel) *skand-
αυτοφαγία (entlehnt aus) französisch autophagie Koine-Griechisch αὐτοφάγος
χορτασμός Koine-Griechisch χορτασμός altgriechisch χορτάζω
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.