Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



σκέλεθρο

σκέλεθρο italienisch scheletro Koine-Griechisch σκελετός altgriechisch σκέλλω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)kelh₁- (ξηραίνω, μαραίνω)


σκελετός

σκελετός (λόγιο) Koine-Griechisch σκελετός altgriechisch σκέλλω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)kelh₁- (ξηραίνω, μαραίνω)


σκελίδα

σκελίδα mittelgriechisch σκελίδα Koine-Griechisch σκελίς altgriechisch σχελίς


σκεπτικό

σκεπτικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: σκεπτικός Koine-Griechisch σκεπτικός altgriechisch σκέπτομαι proto-griechisch *sképťomai proto-indogermanisch *skep-ye- *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ) ((Lehnbedeutung) französisch considérant)


σκεπτικός

σκεπτικός Koine-Griechisch σκεπτικός altgriechisch σκέπτομαι proto-griechisch *sképťomai proto-indogermanisch *skep-ye- *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)


σκεύασμα

σκεύασμα Koine-Griechisch σκεύασμα


σκευοφύλακας

σκευοφύλακας Koine-Griechisch σκευοφύλαξ altgriechisch σκεῦος + φύλαξ ( φυλάσσω)


σκευοφυλάκιο

σκευοφυλάκιο mittelgriechisch σκευοφυλάκιον Koine-Griechisch σκευοφυλάκιον σκεῦος + φυλάττω


σκήτη

σκήτη mittelgriechisch σκήτη Koine-Griechisch Σκῆτις/Σκίτις (αιγυπτιακό τοπωνύμιο)


σκιαμαχία

σκιαμαχία Koine-Griechisch σκιαμαχία σκιά + μάχη (μάχη με σκιά, με εικονικό δηλαδή αντίπαλο)


σκληραγωγία

σκληραγωγία Koine-Griechisch σκληραγωγία


σκληραγωγώ

σκληραγωγώ Koine-Griechisch σκληραγωγέω / σκληραγωγῶ altgriechisch σκληρός + ἄγω


σκοτίζω

σκοτίζω Koine-Griechisch σκοτίζω


σκρίνιο

σκρίνιο Koine-Griechisch σκρίνιον lateinisch scrinium


σκύλος

σκύλος Koine-Griechisch σκύλος altgriechisch σκύλαξ (κουτάβι)[1][2]


σκύρο

σκύρο Koine-Griechisch σκῦρος ξυρόν ξύω proto-indogermanisch *ksnew- *kes- (ξύνω, λειαίνω)


σμαράγδι

σμαράγδι Koine-Griechisch σμαράγδιον altgriechisch σμάραγδος σημιτική ρίζα b-r-q (αστράφτω στο σκοτάδι, λάμπω). Συγγενές με το (εβραϊκά) ברקת (bareket), το (σανσκριτικά) मरकत (marakata) και το (persisch) زمرد (zomorrod)


σμιλεύω

σμιλεύω Koine-Griechisch σμιλεύομαι altgriechisch σμίλη


σοδειά

σοδειά mittelgriechisch σοδεία ἐσοδεία Koine-Griechisch εἰσοδιάζω altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


σοδιάζω

σοδιάζω mittelgriechisch σοδιάζω ἐσοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω εἰσόδιος altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


σόδιασμα

σόδιασμα σοδιάζω + -μα mittelgriechisch σοδιάζω ἐσοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


σουσάμι

σουσάμι Koine-Griechisch σησάμιον altgriechisch σήσαμον aramäisch שושמא (šūššmā) שומשומא (šumššumā) akkadisch (šamaššammū) (šaman: λάδι) + (šammu: δέντρο)[1]. Κατ' άλλη άποψη[2] von türkisch susam arabisch سمسم (simsim), συγGenitivς προέλευσης με την ελληνική σήσαμον


σπαθί

σπαθί mittelgriechisch σπαθίν Koine-Griechisch σπαθίον altgriechisch σπάθη[1] proto-indogermanisch *(s)peh₂- + *dʰeh₁-


σπατάλη

σπατάλη Koine-Griechisch σπατάλη vorhellenistisch[1]


σπαταλώ

σπαταλώ Koine-Griechisch σπαταλάω / σπαταλῶ σπατάλη


σπερμολογία

σπερμολογία Koine-Griechisch σπερμολογία σπερμολόγος


σπερμολόγος

σπερμολόγος (λόγιο) Koine-Griechisch σπερμολόγος altgriechisch σπέρμα σπερματ- + -ο- + -λόγος


σπερμολογώ

σπερμολογώ Koine-Griechisch σπερμολογέω / σπερμολογῶ


σπιλώνω

σπιλώνω Koine-Griechisch σπιλόω / σπιλῶ altgriechisch σπίλος


σπίτι

σπίτι mittelgriechisch σπίτιν ὁσπίτιν Koine-Griechisch ὁσπίτιον lateinisch hospitium hospes


σπλαχνίζομαι

σπλαχνίζομαι Koine-Griechisch σπλαχνίζομαι εὐσπλαγχνίζομαι


σπλαχνικός

σπλαχνικός Koine-Griechisch σπλαγχνικός


σπονδείος

σπονδείος Koine-Griechisch σπονδεῖος


σπόνδυλος

σπόνδυλος (λόγιο) Koine-Griechisch σπόνδυλος altgriechisch σφόνδυλος


σπουδάζω

σπουδάζω Koine-Griechisch σπουδάζω (ανάλογη σημασία) altgriechisch σπουδάζω σπουδή


στάβλος

στάβλος Koine-Griechisch στάβλος (Maskulinum) στάβλον (Neutrum) lateinisch stabulum sto + -bulum indoeuropäisch (Wurzel) *steh₂-


σταδιοδρομία

σταδιοδρομία (λόγιο) Koine-Griechisch σταδιοδρομία (αγώνας δρόμου στο στάδιο) altgriechisch σταδιοδρομέω / σταδιοδρομῶ στάδιον + δρόμος, (Lehnbedeutung) französisch carrière[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε στάδιο + -δρομία


σταθερότητα

σταθερότητα Koine-Griechisch σταθερότης (αιτιατιτική σταθερότητα) & Lehnbedeutung από τη französisch stabilité[1] siehe auch ἵστημι.


σταλάζω

σταλάζω Koine-Griechisch σταλάζω altgriechisch σταλάσσω / στάζω proto-indogermanisch *steh₂g-


σταλακτίτης

σταλακτίτης (entlehnt aus) französisch stalactite Koine-Griechisch σταλακτός σταλάζω altgriechisch σταλάσσω


σταυροφόρος

σταυροφόρος Koine-Griechisch σταυροφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε σταυρο- + -φόρος


σταφίδα

σταφίδα mittelgriechisch σταφίδα Koine-Griechisch σταφίς altgriechisch ἀσταφίς


στάχτη

στάχτη mittelgriechisch στάκτη Koine-Griechisch στακτή (κονία) altgriechisch στακτός στάζω proto-indogermanisch *stag- (στάζω)


στεγανότητα

στεγανότητα Koine-Griechisch στεγανότης altgriechisch στεγανός στέγω


στέγαση

στέγαση Koine-Griechisch στέγασις


στειλιάρι

στειλιάρι mittelgriechisch στειλειάριον, υποκοριστικό του Koine-Griechisch στειλειός altgriechisch στειλεός


στειρώνω

στειρώνω Koine-Griechisch στειρῶ altgriechisch στεῖρος


στέκω

στέκω mittelgriechisch στέκω Koine-Griechisch στήκω altgriechisch ἕστηκα (παρακείμενος του ἵστημι) [1]


στενοχώρια

στενοχώρια Koine-Griechisch στενοχωρία (στενός χώρος)


στενοχωρώ

στενοχωρώ Koine-Griechisch στενοχωρέω / στενοχωρῶ altgriechisch στενός + χῶρος


στερεοποιώ

στερεοποιώ (λόγιο) Koine-Griechisch στερεοποιῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε στερε(ός) + -ο- + -ποιώ


στέψη

στέψη Koine-Griechisch στέψις altgriechisch στέφω (2. (Lehnbedeutung) französisch couronnement)


στηθαίο

στηθαίο Koine-Griechisch στηθαῖον altgriechisch στῆθος


στηθόδεσμος

στηθόδεσμος Koine-Griechisch στῆθος + δεσμός


στιλβώνω

στιλβώνω Koine-Griechisch στιλβόω / στιλβῶ altgriechisch στίλβη


στιχομυθία

στιχομυθία Koine-Griechisch στιχομυθία altgriechisch στίχος + μῦθος


στοίβα

στοίβα στοιβάζω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch στοιβάζω


στόλαρχος

στόλαρχος > (λόγιο) Koine-Griechisch στόλαρχος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στόλ(ος) + -αρχος άρχω


στολίζω

στολίζω Koine-Griechisch


στολισμός

στολισμός Koine-Griechisch στολισμός altgriechisch στολίζω στολίς / στολή / στόλος στέλλω


στομάχι

στομάχι Koine-Griechisch στομάχιον altgriechisch στόμαχος στόμα proto-indogermanisch *stomn̥ / *stomen- (στόμα)


στουπί

στουπί mittelgriechisch στουπί Koine-Griechisch στουππίον altgriechisch στυππεῖον


στραβός

στραβός Koine-Griechisch στραβός altgriechisch στρεβλός


στραγγίζω

στραγγίζω Koine-Griechisch στραγγίζω στράγξ


στρατεύομαι

στρατεύομαι altgriechisch στρατεύομαι Η μεταφορική σημασία Koine-Griechisch φράση στρατευόμενοι εἰς Χριστόν[1]


στρατηγείο

στρατηγείο Koine-Griechisch στρατηγεῖον altgriechisch στρατήγιον στρατός + ἄγω


στρατοπεδάρχης

στρατοπεδάρχης (λόγιο) Koine-Griechisch στρατοπεδάρχης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στρατόπεδ(ο) + -άρχης ( άρχω)


στρείδι

στρείδι Koine-Griechisch *ὀστρείδιον, υποκοριστικό του ὄστρειον altgriechisch ὄστρειον / ὄστρεον


στρέμμα

στρέμμα Koine-Griechisch στρέμμα altgriechisch στρέφω proto-indogermanisch *strebʰ-


στρίγκλα

στρίγκλα mittelgriechisch στρίγκλα / στρίγλα lateinisch striga strix Koine-Griechisch στρίξ (αντιδάνειο)


στριγκλιά

στριγκλιά mittelgriechisch στριγγιά Koine-Griechisch στρίξ (με παρετυμολόγηση από τη λέξη στρίγκλα[1]


στριγκλίζω

στριγκλίζω mittelgriechisch στριγγίζω Koine-Griechisch στρίξ


στροβιλίζω

στροβιλίζω Koine-Griechisch στροβιλίζω


στρόβιλος

στρόβιλος για τη μετεωρολογία και φυσική (λόγιο) Koine-Griechisch στρόβιλος altgriechisch στρόβος στρέφω


στρουθοκάμηλος

στρουθοκάμηλος Koine-Griechisch στρουθοκάμηλος (αρσενικό ή θηλυκό)


στρόφαλος

στρόφαλος (λόγιο) Koine-Griechisch στρόφαλος (σβούρα με σπάγγους για μαγικές τελετές) [1] στρέφω


στροφέας

στροφέας Koine-Griechisch στροφεύς altgriechisch στρέφω (3,4: (Lehnbedeutung) französisch pivot)


στρώνω

στρώνω mittelgriechisch στρώνω Koine-Griechisch στρωννύω altgriechisch στρώννυμι


στυλώνω

στυλώνω mittelgriechisch στυλώνω Koine-Griechisch στυλόω / στυλῶ altgriechisch στῦλος


σύγαμπρος

σύγαμπρος Koine-Griechisch σύγγαμβρος σύν + γαμβρός


σύγκαιρα

σύγκαιρα Koine-Griechisch σύγκαιρ(ος) + νεοελληνική κατάληξη επιρρημάτων -α[1] Δείτε συγ- (συν), καιρός


συγκατάβαση

συγκατάβαση Koine-Griechisch συγκατάβασις altgriechisch συγκαταβαίνω σύν + κατά + βαίνω


συγκεράζω

συγκεράζω Koine-Griechisch συγκεράω / συγκερῶ altgriechisch συγκεράννυμι κεράννυμι


συγκερασμός

συγκερασμός Koine-Griechisch συγκερασμός altgriechisch συγκεράννυμι σύν + κεράννυμι


συγκληρονόμος

συγκληρονόμος Koine-Griechisch συγκληρονόμος συγ- + κληρονόμος


σύγκλιση

σύγκλιση Koine-Griechisch σύγκλισις altgriechisch συγκλίνω σύν + κλίνω ((Lehnübersetzung) französisch convergence)


συγκρητισμός

συγκρητισμός französisch syncrétisme Koine-Griechisch συγκρητισμός (αντιδάνειο) συγκρητίζω σύν + Κρής


συγκρότηση

συγκρότηση Koine-Griechisch συγκρότησις altgriechisch συγκροτέω / συγκροτῶ σύν + κροτέω / κροτῶ


συγχρονισμός

συγχρονισμός Koine-Griechisch συγχρονίζω σύγχρονος + -ίζω


συγχρωτίζομαι

συγχρωτίζομαι Koine-Griechisch συγχρωτίζομαι σύν + altgriechisch χρώς


συγχρωτισμός

συγχρωτισμός συγχρωτίζομαι + -μός Koine-Griechisch συγχρωτίζομαι


συγχύζω

συγχύζω mittelgriechisch συγχύζω Koine-Griechisch σύγχυσις (αναδρομικός σχηματισμός) altgriechisch συγχέω σύν + χέω ((Lehnübersetzung) italienisch turbare)


συζητητής

συζητητής Koine-Griechisch συζητητής


συλλαβίζω

συλλαβίζω Koine-Griechisch συλλαβίζω


συλλαλητήριο

συλλαλητήριο Koine-Griechisch συλλαλέω / συλλαλῶ + -τήριο


συμβαδίζω

συμβαδίζω Koine-Griechisch συμβαδίζω


συμβία

συμβία Koine-Griechisch συμβία substantiviertes Femininum des Adjektivs σύμβιος


συμβιβασμός

συμβιβασμός Koine-Griechisch συμβιβασμός altgriechisch συμβιβάζω σύν + βιβάζω ((Lehnbedeutung) französisch compromis[1] [2])


συμβίωση

συμβίωση Koine-Griechisch συμβίωσις altgriechisch συμβιόω / συμβιῶ σύν + βίος (3. (Lehnübersetzung) französisch symbiose)


συμβολαιογράφος

συμβολαιογράφος Koine-Griechisch συμβολαιογράφος altgriechisch συμβόλαι(ον) + -ο- + -λόγος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback