Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αστροναυτική

αστροναυτική (entlehnt aus) französisch astronautique altgriechisch ἄστρον + ναύτης ( ναῦς)


αστροναύτης

αστροναύτης (entlehnt aus) französisch astronaute altgriechisch ἄστρον + ναύτης ( ναῦς)


αστρολογία

αστρολογία Koine-Griechisch ἀστρολογία (ίδια σημασία) altgriechisch ἀστρολογία (αστρονομία)


άστρο

άστρο altgriechisch ἄστρον. Η σημασία "μοίρα" από τα μεσαιωνικά χρόνια. Για το γεωμετρικό σχήμα και έμβλημα, Lehnbedeutung από τη französisch étoile.[1] Για τον «πόλεμο των άστρων», Lehnbedeutung von englisch star.[2]


άστριος

άστριος altgriechisch ἄστριος


αστράφτω

αστράφτω mittelgriechisch ἀστράφτω altgriechisch ἀστράπτω


αστραπή

αστραπή altgriechisch ἀστραπή


αστρακιά

αστρακιά mittelgriechisch αστρακιά altgriechisch ὄστρακον + -ία


αστράγαλος

αστράγαλος altgriechisch ἀστράγαλος


αστράβη

αστράβη altgriechisch ἀστράβη


αστοχία

αστοχία Koine-Griechisch ἀστοχία ἀ- + altgriechisch στόχος + -ία


άστοχα

άστοχα άστοχος + -α altgriechisch ἄστοχος ἀ- + στόχος indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ, πηγαίνω, σκαρφαλώνω)


αστός

αστός altgriechisch ἀστός ἄστυ


άστοργος

άστοργος altgriechisch ἄστοργος


αστιξία

αστιξία Koine-Griechisch ἀστιξία altgriechisch στίζω


αστερόεσσα

αστερόεσσα altgriechisch ἀστερόεσσα, Femininum von ἀστερόεις


αστεροειδής

Koine-Griechisch ἀστεροειδής von ἀστέριον (υποκοριστικό des altgriechischen ἀστήρ) + επίθημα -ειδής: που μοιάζει με αστέρα.


αστερίας

αστερίας altgriechisch ἀστερίας


αστέρας

αστέρας altgriechisch ἀστήρ


αστείος

αστείος altgriechisch ἀστεῖος ἄστυ


αστακός

αστακός altgriechisch ἀστακός


Ασσύριος

Ασσύριος altgriechisch Ἀσσύριος Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους)


ασσυριολόγος

ασσυριολόγος (entlehnt aus) französisch assyriologue altgriechisch Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους) + -λόγος


ασσυριολογία

ασσυριολογία (entlehnt aus) französisch assyriologie altgriechisch Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους) + λέγω


Ασσυρία

Ασσυρία altgriechisch Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur) η πρωτεύουσα του κράτους τους


ασπροπάρι

ασπροπάρι *ασπογυπάρι Koine-Griechisch ἄσπρος ( lateinisch asper) + altgriechisch γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ


άσπλαχνος

άσπλαχνος altgriechisch ἄσπλαγχνος ἀ- + σπλάγχνον


άσπλαγχνος

άσπλαγχνος altgriechisch ἄσπλαγχνος ἀ- + σπλάγχνον


άσπιλος

άσπιλος altgriechisch ἄσπιλος ἀ- στερητικό + σπίλος


ασπίδα

ασπίδα altgriechisch ἀσπίς


ασπερμία

ασπερμία (entlehnt aus) aspermia altgriechisch σπέρμα


ασπερματισμός

ασπερματισμός (entlehnt aus) aspermatism altgriechisch σπέρμα


ασπασμός

ασπασμός altgriechisch ἀσπασμός


ασπάλακας

ασπάλακας altgriechisch ἀσπάλαξ


ασπάλαθος

ασπάλαθος altgriechisch ἀσπάλαθος


ασπάζομαι

ασπάζομαι altgriechisch ἀσπάζομαι


άσμα

άσμα altgriechisch ᾆσμα


ασκώ

ασκώ altgriechisch ἀσκέω, ἀσκῶ


ασκός

ασκός altgriechisch ἀσκός


ασκόλυμπρος

ασκόλυμπρος altgriechisch σκόλυμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


Ασκληπιός

Ασκληπιός altgriechisch Ἀσκληπιός


άσκηση

άσκηση altgriechisch ἄσκησις


ασκαρδαμυκτί

ασκαρδαμυκτί altgriechisch ἀσκαρδαμυκτί ἀσκαρδάμυκτος


ασιτία

ασιτία altgriechisch ἀσιτία ἀ- + σῖτος


άσθμα

άσθμα altgriechisch ἄσθμα


ασθενώ

ασθενώ altgriechisch ἀσθενέω / ἀσθενῶ


ασθενής

ασθενής altgriechisch ἀσθενής


ασθένεια

ασθένεια altgriechisch ἀσθένεια


άσημος

άσημος altgriechisch ἄσημος


ασετυλίνη

ασετυλίνη (entlehnt aus) französisch acétylène acetyl lateinisch acetum ( aceo proto-italienisch *akēō proto-indogermanisch *h₂eḱ-: οξύς, κοφτερός) + altgriechisch ὕλη ( proto-indogermanisch *swel- / *sel-)


ασελγώ

ασελγώ Koine-Griechisch ἀσελγέω altgriechisch ἀσελγής


ασελγής

ασελγής altgriechisch ἀσελγής


ασεβώς

ασεβώς Koine-Griechisch ἀσεβῶς altgriechisch ἀσεβής


άσεβος

άσεβος ασεβής + -ος altgriechisch ἀσεβής σέβω σέβας proto-indogermanisch *tyegʷ- (αποφεύγω, υποκύπτω) (κατά το αβλαβής → άβλαβος)


ασεβής

ασεβής altgriechisch ἀσεβής


ασέβεια

ασέβεια altgriechisch ἀσέβεια


ασβέστιο

ασβέστιο Koine-Griechisch ἀσβέστιον altgriechisch ἄσβεστος


ασβέστης

ασβέστης mittelgriechisch altgriechisch ἄσβεστος


ασαφώς

ασαφώς altgriechisch ἀσαφῶς


ασάφεια

ασάφεια altgriechisch ἀσάφεια ἀσαφής ἀ- στερητικό + σαφής


ασάλευτος

ασάλευτος altgriechisch ἀσάλευτος


ασάλευτα

ασάλευτα ασάλευτος + -α altgriechisch ἀσάλευτος


αρωματικός

αρωματικός Koine-Griechisch ἀρωματικός altgriechisch ἄρωμα ἀρόω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂erh₃- (οργώνω) (2. (Lehnbedeutung) englisch aromatic)


άρωμα

άρωμα altgriechisch ἄρωμα


αρωγή

αρωγή altgriechisch ἀρωγή ἀρήγω (βοηθώ)


άρχων

άρχων (λόγιο) altgriechisch ἄρχων, μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἄρχω


άρχοντας

άρχοντας altgriechisch ἄρχων μετοχή και ουσιαστικοποιημένη μετοχή του ἄρχω


αρχονταρίκι

αρχονταρίκι mittelgriechisch αρχονταρίκι/αρχονταρίκιν αρχοντάρης άρχοντας altgriechisch ἄρχω


αρχιτελώνης

αρχιτελώνης Koine-Griechisch ἀρχιτελώνης altgriechisch ἀρχή + τελώνης τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, στρίβω)


αρχιτεκτονική

αρχιτεκτονική θηλυκό des altgriechischen ἀρχιτεκτονικὸς


αρχιτέκτονας

αρχιτέκτονας altgriechisch ἀρχιτέκτων


αρχιμηνιά

αρχιμηνιά mittelgriechisch αρχιμηνιά[1] Koine-Griechisch ἀρχιμηνία[2] ἀρχι- + altgriechisch μήν


αρχιθύτης

αρχιθύτης mittelgriechisch αρχιθύτης αρχι- + altgriechisch θύτης θύω


αρχίδι

αρχίδι mittelgriechisch ἀρχίδι ἀρχίδια τὰ 'ρχίδια τὰ ὀρχίδια Koine-Griechisch ὀρχίδιον, υποκοριστικό του ὄρχις (altgriechisch )


αρχηγός

αρχηγός altgriechisch ἀρχηγός ἄρχω + -ηγός


αρχή

αρχή altgriechisch ἀρχή ἄρχω


αρχέτυπο

1 αρχέτυπο Koine-Griechisch ἀρχέτυπον, Maskulinum von ἀρχέτυπος altgriechisch ἀρχή + τύπος


αρχείο

αρχείο altgriechisch ἀρχεῖον (χώρος διαμονής αξιωματούχων)[1] για τη «συλλογή εγγράφων»: (Lehnbedeutung) französisch archives (Mehrzahl von archive) για την πληροφορική: (Lehnbedeutung) englisch file


αρχαιρεσίες

αρχαιρεσίες altgriechisch ἀρχαιρεσία ἀρχι- + αἱρέομαι / αἱροῦμαι


αρχαιότητα

αρχαιότητα altgriechisch ἀρχαιότης ἀρχαῖος


αρχαίος

αρχαίος altgriechisch ἀρχαῖος ἀρχή ἄρχω proto-indogermanisch *h₂érgʰ- (ἄρχω)


αρχαιομετρία

αρχαιομετρία (entlehnt aus) englisch archaeometry altgriechisch ἀρχαῖος + μέτρον


αρχαιολογία

αρχαιολογία altgriechisch ἀρχαιολογία ἀρχαῖο(ς) + -λογία (1.(Lehnbedeutung) französisch archéologie. 2.(Lehnbedeutung) französisch antique)


αρχαϊκός

αρχαϊκός altgriechisch ἀρχαϊκός ((Lehnbedeutung) englisch archaic)


αρχαΐζουσα

αρχαΐζουσα altgriechisch ἀρχαΐζω


αρχάγγελος

αρχάγγελος Koine-Griechisch ἀρχάγγελος altgriechisch ἄρχω + ἄγγελος. Συγχρονικά αναλύεται σε αρχ- + άγγελος


αρύταινα

αρύταινα altgriechisch ἀρύταινα, Femininum von ἀρυτήρ


αρτυμή

αρτυμή mittelgriechisch αρτυμή altgriechisch ἀρτύω


άρτυμα

άρτυμα altgriechisch ἄρτυμα


άρτος

άρτος altgriechisch ἄρτος ἀραρίσκω ή ἀρτύω


αρτοποιός

αρτοποιός altgriechisch ἀρτοποιός ἄρτος + ποιέω


αρτοποιία

αρτοποιία altgriechisch ἀρτοποιία ἄρτος + -ποιία


αρτοκλασία

αρτοκλασία mittelgriechisch ἀρτοκλασία altgriechisch ἄρτος (ψωμί) + κλάω-κλῶ, (σπάζω, κόβω)


αρτιότητα

αρτιότητα altgriechisch ἀρτιότης ἄρτιος ἄρτι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂er- (ταιριάζω, ἀραρίσκω)


άρτιος

άρτιος altgriechisch ἄρτιος ἄρτι


άρτι

άρτι altgriechisch ἄρτι


αρτηριοσκλήρυνση

αρτηριοσκλήρυνση αρτηρία + σκλήρωση ή σκλήρυνση αντιδάνειο französisch artériosclérose altgriechisch ἀρτηρία + σκλήρωσις ή σκλήρυνσις


αρτηρία

αρτηρία altgriechisch ἀρτηρία


αρτεμισία

αρτεμισία Koine-Griechisch ἀρτεμισία altgriechisch Ἀρτεμισία Ἄρτεμις


Άρτεμις

Άρτεμις altgriechisch Ἄρτεμις



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback