Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



μαϊντανός

μαϊντανός türkisch maydanoz arabisch مقدونس (makdanws) mittelgriechisch μακεδονήσι / μακεδονήσιον lateinisch macedonense, Maskulinum von macedonensis Macedo altgriechisch Μακεδών (αντιδάνειο) Μακεδονία μακεδονία μακεδνός


μαίνομαι

μαίνομαι altgriechisch μαίνομαι indoeuropäisch (Wurzel) *mn̥yo- *men- (σκέφτομαι)


μαίανδρος

μαίανδρος (λόγιο) Koine-Griechisch μαίανδρος altgriechisch Μαίανδρος


μάθος

μάθος altgriechisch το μάθος (η μάθηση) αόρ. του μανθάνω, ἔμαθον


μαθητής

μαθητής altgriechisch μαθητής μανθάνω proto-indogermanisch *mn̥(s)-dʰh₁- *men- + *dʰeh₁-,


μάθηση

μάθηση altgriechisch μάθησις


μαθηματικός

μαθηματικός altgriechisch μαθηματικός


μάθημα

μάθημα altgriechisch μάθημα


μαθές

μαθές mittelgriechisch μαθές / μαθέ μαθώς[1] μαθών altgriechisch μαθών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος μανθάνω proto-indogermanisch *mn̥(s)-dʰh₁- *men- (μιμνήσκω) + *dʰeh₁- (τίθημι)


μαθαίνω

μαθαίνω mittelgriechisch μαθαίνω altgriechisch ἔμαθον, αόριστος β’ τού μανθάνω proto-indogermanisch *mn̥(s)-dʰh₁- *men- (μιμνήσκω) + *dʰeh₁- (τίθημι)


μαζί

μαζί mittelgriechisch μαζίν altgriechisch μαζίον, υποκοριστικό του μᾶζα


μαζεύω

μαζεύω ή von ελληνιστικό ὁμαδεύω (συγκεντρώνω) (altgriechisch ὁμαδέω, ὁμός,ὁμάς) ή von μαζί (μάζα-μᾶζα μάσσω)


μάζα

μάζα altgriechisch μᾶζα


μαδαρός

μαδαρός altgriechisch μαδαρός


μαγνήσιο

μαγνήσιο (entlehnt aus) neulateinisch magnesium altgriechisch Μαγνησία


μάγμα

μάγμα μεταγενέστερη μάγμα altgriechisch μάσσω


μαγικός

μαγικός altgriechisch μαγικός μάγος αρχαία persisch magush


μαγεύω

μαγεύω altgriechisch


μάγεμα

μάγεμα mittelgriechisch altgriechisch μάγευμα


μαγειρίτσα

μαγειρίτσα μαγειριά + -ίτσα Koine-Griechisch μαγειρία altgriechisch μάγειρος


μαγείρισσα

μαγείρισσα altgriechisch μαγείρισσα


μαγειρεύω

μαγειρεύω Koine-Griechisch altgriechisch μάγειρος


μαγγάνιο

μαγγάνιο (entlehnt aus) μαγγάνιον παλαιά französisch mangane italienisch manganese lateinisch Magnesia altgriechisch Μαγνησία


μαγγανεία

μαγγανεία altgriechisch μαγγανεία


μαγαρίζω

μαγαρίζω altgriechisch μεγαρίζω (το ρήμα άρχισε να έχει μειωτική σημασία μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού)


λωτός

λωτός altgriechisch λωτός


λωποδύτης

λωποδύτης altgriechisch λωποδύτης λῶπος / λώπη ( λέπω) + δύτης ( δύω)


λωποδυσία

λωποδυσία Koine-Griechisch λωποδυσία altgriechisch λωποδύτης λῶπος / λώπη ( λέπω) + δύτης ( δύω


λωλός

λωλός altgriechisch ὀλωλώς, μετοχή μέσου παρακειμένου του ὄλλυμι


λύω

λύω altgriechisch λύω


λύχνος

λύχνος altgriechisch λύχνος


λυτρώνω

λυτρώνω mittelgriechisch λυτρώνω altgriechisch λυτρόω / λυτρῶ


λυτρωμός

λυτρωμός mittelgriechisch λυτρωμός altgriechisch λυτρόω


λύτρα

λύτρα altgriechisch λύτρα λύω


λυτός

λυτός altgriechisch λυτός λύω


λυσσιάρης

λυσσιάρης mittelgriechisch λυσσιάρης altgriechisch λύσσα


λυσσάρης

λυσσάρης mittelgriechisch λυσσάρης altgriechisch λύσσα


λύσσα

λύσσα altgriechisch λύσσα *λυκ-j-α λύκος indoeuropäisch (Wurzel) *wĺ̥kʷos


λύσις

λύσις altgriechisch λύσις


λύση

λύση altgriechisch λύσις


λυπώ

λυπώ altgriechisch λυπέω


λύπηση

λύπηση mittelgriechisch λύπηση / λύπησις altgriechisch λυπέω / λυπῶ λύπη


λυπηρός

λυπηρός altgriechisch λυπηρός λύπη


λύπη

λύπη altgriechisch λύπη


λύνω

λύνω mittelgriechisch λύνω altgriechisch λύω


λυμεώνας

λυμεώνας altgriechisch λυμεών λύμη


λυμαίνομαι

λυμαίνομαι altgriechisch λυμαίνομαι λύμη


λύμα

λύμα altgriechisch λῦμα λυμαίνομαι


λυκοφιλία

λυκοφιλία altgriechisch λυκοφιλία λύκος + -φιλία


λύκος

λύκος altgriechisch λύκος proto-indogermanisch *wĺ̥kʷos «λύκος». Συγγενές με τα σανσκριτικά वृक (vṛ́ka), λατινικά lupus, αγγλικά wolf και σλαβομακεδονικά волк.


λύκειο

λύκειο altgriechisch Λύκειον


λύκαινα

λύκαινα altgriechisch Femininum von λύκος


λυγμός

λυγμός altgriechisch λυγμός


λύγκας

λύγκας altgriechisch λύγξ, Genitiv λυγκός


λύγισμα

λύγισμα altgriechisch λύγισμα λυγίζω


λυγίζω

λυγίζω altgriechisch λυγίζω


λόχος

λόχος altgriechisch λόχος


λόχμη

λόχμη altgriechisch λόχμη


λοχεία

λοχεία altgriechisch λοχεία λοχεύω λόχος


λοχαγός

λοχαγός altgriechisch λοχαγός λόχος + ἄγω


λόφος

λόφος altgriechisch λόφος


λούω

λούω altgriechisch λούω


λουφάζω

λουφάζω mittelgriechisch λωφάζω altgriechisch λωφάω/ λωφῶ (αναπαύομαι, ησυχάζω)


λούφα

λούφα λουφάζω (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch λωφάζω altgriechisch λωφάω/ λωφῶ (αναπαύομαι, ησυχάζω)


λουτρό

λουτρό altgriechisch λουτρόν


λουτήρας

λουτήρας altgriechisch λουτήρ


λούζω

λούζω altgriechisch λούω


λοστός

λοστός mittelgriechisch λοστός altgriechisch λοῖσθος (στη σημασία: 'κοντάρι πλοίου')[1]


λόρδωση

λόρδωση altgriechisch λόρδωσις λόρδος


λοξός

λοξός altgriechisch λοξός


λόξα

λόξα altgriechisch λοξ(ός) + -α


λοιπόν

λοιπόν spätgriechisch λοιπόν altgriechisch λοιπός


λοίμωξη

λοίμωξη altgriechisch λοίμωξις


λοιμώδης

λοιμώδης altgriechisch λοιμώδης λοιμός


λοιμός

λοιμός altgriechisch λοιμός


λοιμικός

λοιμικός Koine-Griechisch λοιμικός altgriechisch λοιμός


λοιδορώ

λοιδορώ altgriechisch λοιδορῶ, αβέβαιης ετυμολογίας


λογχίζω

λογχίζω mittelgriechisch λογχίζω altgriechisch λόγχη


λόγχη

λόγχη altgriechisch λόγχη proto-indogermanisch *pleh₂k- (χτυπώ)


λόγος

λόγος altgriechisch λόγος λέγω proto-indogermanisch *leǵ-


λογομαχώ

λογομαχώ Koine-Griechisch λογομαχέω / λογομαχῶ altgriechisch λόγος + μάχομαι


λογομαχία

λογομαχία Koine-Griechisch λογομαχία altgriechisch λόγος + μάχη


λογοκόπος

λογοκόπος λογο(κοπώ) (altgriechisch λογο-, λογοκοπέω, -ῶ) + -κόπος (αναδρομικός σχηματισμός)[1]


λογοδοτώ

λογοδοτώ mittelgriechisch λογοδότης altgriechisch λόγος + δίδωμι


λογοδιάρροια

λογοδιάρροια Koine-Griechisch λογοδιάρροια altgriechisch λόγος + διάρροια ( διαρρέω διά + ῥέω)


λογογράφος

λογογράφος (λόγιο) altgriechisch λογογράφος


λογιστής

λογιστής altgriechisch λογιστής


λογισμός

λογισμός altgriechisch λογισμός. Για τα μαθηματικά, Lehnbedeutung από τη französisch culcul[1]


λόγιος

λόγιος altgriechisch λόγιος λόγος λέγω (Lehnbedeutung) französisch érudit


λογικός

λογικός altgriechisch λογικός λόγος


λογικεύω

λογικεύω Koine-Griechisch λογικεύομαι altgriechisch λογικός λόγος λέγω


λογίζομαι

λογίζομαι altgriechisch λογίζομαι λέγω


λογάς

λογάς mittelgriechisch λογάς altgriechisch λογάς λέγω


λιώνω

λιώνω mittelgriechisch λιώνω altgriechisch λειόω / λειῶ (κάνω λείο) λεῖος


λιχουδιά

λιχουδιά λιχούδης + -ιά mittelgriechisch λιχούδης altgriechisch λείχω


λιχνίζω

λιχνίζω mittelgriechisch λιχνίζω Koine-Griechisch λικνίζω / λικμίζω altgriechisch λικμάω / λικμῶ λικμός


λιχανός

λιχανός altgriechisch λιχανός


λίτρα

λίτρα mittelgriechisch λίτρα altgriechisch λίτρα


λιτότητα

λιτότητα altgriechisch λιτότης λιτός


λιτός

λιτός altgriechisch λιτός



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback