Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



μέγαρο

μέγαρο altgriechisch μέγαρον vorhellenistisch ή σημιτική[1] ((Lehnbedeutung) französisch palazzo[2])


μεγάλως

μεγάλως altgriechisch


μεγαλύνω

μεγαλύνω mittelgriechisch μεγαλύνω (παρόμοια σημασία) altgriechisch μεγαλύνω μέγας + -ύνω


μεγαλυνάριο

μεγαλυνάριο mittelgriechisch μεγαλυνάριον μεγαλύνω + -άριον altgriechisch μεγαλύνω μέγας


μεγαλόψυχος

μεγαλόψυχος altgriechisch μεγαλόψυχος μέγας + ψυχή


μεγαλοψυχία

μεγαλοψυχία altgriechisch μεγαλοψυχία μεγαλόψυχος μέγας + ψυχή


μεγαλόφωνος

μεγαλόφωνος altgriechisch μεγάλος + φωνή


μεγαλόσχημος

μεγαλόσχημος altgriechisch μεγαλόσχημος μέγας + σχῆμα


μεγαλόστομος

μεγαλόστομος altgriechisch μεγαλόστομος μέγας + στόμα ((Lehnübersetzung) englisch bigmouthed)


μεγαλοστομία

μεγαλοστομία μεγαλόστομος + -ία altgriechisch μεγαλόστομος μέγας + στόμα ((Lehnübersetzung) englisch bigmouthed)


μεγάλος

μεγάλος altgriechisch μέγας


μεγαλοπρέπεια

μεγαλοπρέπεια altgriechisch μεγαλοπρέπεια μεγαλοπρεπής μεγάλος + πρέπω


μεγάλαυχος

μεγάλαυχος altgriechisch μεγάλαυχος


μεγαθυμία

μεγαθυμία altgriechisch μεγαθυμία μέγας + θυμός


μάχομαι

μάχομαι (λόγιο) altgriechisch μάχομαι[1]


μάχιμος

μάχιμος altgriechisch μάχιμος μάχη + -ιμος ( -μος*)


μαχητής

μαχητής altgriechisch μαχητής


μάχη

μάχη altgriechisch μάχη


μαχαίρι

μαχαίρι altgriechisch μαχαίριον, υποκοριστικό του μάχαιρα


μάχαιρα

μάχαιρα altgriechisch


ματοτσίνορο

ματοτσίνορο μάτι + -ο- + τσινούρι mittelgriechisch τσινάριν altgriechisch κύναρος (αγκάθι - κυνάρα, κινάρα· πβ. αγκινάρα)


ματίζω

ματίζω altgriechisch ἁμματίζω ἅμμα


μάτι

μάτι mittelgriechisch μάτι / μάτιν ὀμμάτιν altgriechisch ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα (μάτι) *ὄπ-μα indoeuropäisch (Wurzel) *op- / *okʷ-


μάτην

μάτην altgriechisch μάτην μάτη (ανοησία, ατέλεια)


ματαίωση

ματαίωση ματαιώνω + -ση altgriechisch ματαιόω / ματαιῶ μάταιος μάτη


ματαιώνω

ματαιώνω altgriechisch ματαιῶ + -ώνω


ματαιόφρων

ματαιόφρων Koine-Griechisch ματαιόφρων altgriechisch μάταιος + φρήν


μάταιος

μάταιος altgriechisch μάταιος


μασώ

μασώ mittelgriechisch μασῶ και μασίζω altgriechisch μασάομαι-μασῶμαι αλλά και μαστάζω


μασχάλη

μασχάλη altgriechisch μασχάλη


μαστροπός

μαστροπός altgriechisch μαστροπός


μαστροπεία

μαστροπεία altgriechisch μαστροπεία μαστροπός


μαστός

μαστός altgriechisch μαστός μαδάω


μαστίχη

μαστίχη altgriechisch μαστίχη


μαστίζω

μαστίζω altgriechisch μαστίζω


μαστίγωση

μαστίγωση Koine-Griechisch μαστίγωσις altgriechisch η μάστιξ-μάστιγος (μαστίγιο και μάστιγα)


μαστιγώνω

μαστιγώνω Koine-Griechisch μαστιγώνω altgriechisch μαστιγόω-μαστιγῶ +-ώνω


μαστίγιο

μαστίγιο Koine-Griechisch μαστίγιον, υποκοριστικό του altgriechisch μάστιξ


μαστάρι

μαστάρι Koine-Griechisch μαστάριον υποκοριστικό του μαστός (altgriechisch )


μασητήρας

μασητήρας altgriechisch μασητήρ


μάσηση

μάσηση Koine-Griechisch μάσησις altgriechisch μασάομαι / μασῶμαι


μάρτυς

μάρτυς altgriechisch μάρτυς


μαρτυρώ

μαρτυρώ altgriechisch μαρτυρῶ


μαρτύριο

μαρτύριο μαρτύριον in Katharevousa μαρτύριον στην Koine-Griechisch altgriechisch μαρτύριον και μαρτυρία


μαρτυρικός

μαρτυρικός Koine-Griechisch μαρτυρικός altgriechisch μαρτυρία (κατάθεση)


μαρτυρία

μαρτυρία altgriechisch μαρτυρία


μάρτυρας

μάρτυρας altgriechisch μάρτυς


μάρσιπος

μάρσιπος altgriechisch μάρσιππος


μαρμαρυγή

μαρμαρυγή altgriechisch μαρμαρυγή μαρμαίρω


μάρμαρο

μάρμαρο altgriechisch μάρμαρον μαρμαίρω (: λάμπω)


μαρμάγκα

μαρμάγκα albanisch merimangë (αράχνη) mittelgriechisch μυρμήγκι[1] (αντιδάνειο) Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ


μαρίδα

μαρίδα altgriechisch σμαρίς


μαραίνω

μαραίνω altgriechisch μαραίνω


μαραθωνομάχος

μαραθωνομάχος Koine-Griechisch Μαραθωνομάχος altgriechisch Μαραθωνομάχης


μαντρί

μαντρί μάντρα altgriechisch μάνδρα


μάντρα

μάντρα altgriechisch μάνδρα


μαντικός

μαντικός altgriechisch μαντικός,ή,όν


μάντης

μάντης altgriechisch μάντις


μαντζουράνα

μαντζουράνα venezianisch mazorana lateinisch amaracus altgriechisch ἀμάρακος (αντιδάνειο)


μαντεία

μαντεία altgriechisch μαντεία


μανός

μανός altgriechisch μανός


μανόμετρο

μανόμετρο französisch manomètre altgriechisch μανός (=αραιός) + μέτρον


μανιώδης

μανιώδης altgriechisch μανιώδης


μανιακός

μανιακός altgriechisch μανιακός (μαινόμενος)


μανία

μανία altgriechisch μανία μαίνομαι indoeuropäisch (Wurzel) *mn̥yo- *men- (σκέφτομαι)


μανδύας

μανδύας altgriechisch μανδύας ή μανδύα


μανδραγόρας

μανδραγόρας altgriechisch μανδραγόρας


μάνα

μάνα mittelgriechisch μάνα / μάννα μάμμα altgriechisch μάμμη


μάμμη

μάμμη altgriechisch μάμμη


μαμά

μαμά altgriechisch μάμμη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


μάλωμα

μάλωμα μαλώνω mittelgriechisch μαλώνω ὁμαλώνω και ὁμαλίζω altgriechisch ὁμαλός


μάλλον

μάλλον altgriechisch μᾶλλον, συγκριτικός βαθμός του μάλα


μαλλιάζω

μαλλιάζω mittelgriechisch μαλλιάζω μαλλίν μαλλίον, υποκοριστικό του altgriechisch μαλλός


μαλλί

μαλλί mittelgriechisch μαλλίν μαλλίον, υποκοριστικό τού altgriechisch μαλλός


μάλιστα

μάλιστα altgriechisch μάλιστα, υπερθετικός βαθμός του μάλα


μαλθακότητα

μαλθακότητα μαλθακότης in Katharevousa altgriechisch μαλθακότης


μαλάσσω

μαλάσσω altgriechisch μαλάσσω


μαλακτικός

μαλακτικός altgriechisch μαλακτικός


μαλακός

μαλακός altgriechisch μαλακός


μαλακίζομαι

μαλακίζομαι altgriechisch μαλακίζομαι μαλακία


μαλακία

μαλακία mittelgriechisch μαλακία (παρόμοια σημασία) altgriechisch μαλακία


μαλάκας

μαλάκας mittelgriechisch μαλάκα (θηλυκό (μαλάκυνση) + -ας Koine-Griechisch μαλακός (παθητικός ομοφυλόφιλος) με αναδρομικό σχηματισμό von μαλακία[1] altgriechisch μαλακός proto-indogermanisch *mlakos


μακρύς

μακρύς mittelgriechisch μακρύς altgriechisch μακρός, -ά, -όν


μακρός

μακρός altgriechisch


μάκρος

μάκρος altgriechisch μάκρος (-εος και -ους)


μακρολογώ

μακρολογώ altgriechisch μακρολογέω- μακρολογῶ μακρολόγος


μακρολογία

μακρολογία altgriechisch μακρολογία μακρολογέω


μακρόθυμος

μακρόθυμος altgriechisch μακρόθυμος (υπομονετικός) μακρός + θυμός


μακροθυμία

μακροθυμία altgriechisch μακροθυμία μακρόθυμος


μακρόβιος

μακρόβιος altgriechisch μακρός + βίος


μακρηγορία

μακρηγορία altgriechisch


μακράν

μακράν altgriechisch μακράν


μακελάρης

μακελάρης mittelgriechisch μακελλάριος lateinisch macellarius altgriechisch μάκελλον (αντιδάνειο)


Μακεδών

Μακεδών altgriechisch Μακεδών


μακαρόνι

μακαρόνι venezianisch macaroni (italienisch maccaroni) maccheroni, Mehrzahl von maccherone maccare Koine-Griechisch μακαρία (πιθανό αντιδάνειο) altgriechisch μάκαρ [1]


μακαριστός

μακαριστός altgriechisch μάκαρ


μακαρισμός

μακαρισμός Koine-Griechisch μακαρισμός (στον πληθυντικό: μακαρισμοί) altgriechisch μακαρισμός (ευλογία, έπαινος)[1]


μακάριος

μακάριος altgriechisch μακάριος και μάκαρ


μακαρίζω

μακαρίζω altgriechisch μακαρίζω


μακαριά

μακαριά Katharevousa και mittelgriechisch μακαρία, ουσιστικοποιημένο Femininum von μακάριος altgriechisch μάκαρ (ο ευλογημένος, ο ευτυχής)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback