μεγαλύνω Verb  [megalino, meralino, megalynw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu μεγαλύνω

μεγαλύνω mittelgriechisch μεγαλύνω (παρόμοια σημασία) altgriechisch μεγαλύνω μέγας + -ύνω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu μεγαλύνω.



Griechische Definition zu μεγαλύνω

μεγαλύνω. — Βλ. και .

I. Ενεργ.
Ά Μτβ.
1) Φροντίζω να μεγαλώσει, να αναπτυχθεί κ. (εδώ ένα φυτό):
ουκ εκοπίασες είν’ αυτήν (ενν. την κολοκυθέα) και ου εμεγάλυνες αυτήν (Ιων. ΙV 10).
2) Aναπτύσσω, εμφανίζω κ. (με έντονο τρόπο):
(Γλυκά, Στ. 384).
3) Δείχνω, εκδηλώνω σε μεγάλο βαθμό (συναίσθημα, ιδιότητα):
εμεγάλυνες την ελεημοσύνη σου (Πεντ. Γέν. ΧΙΧ 19).
4)
α) Δίνω αξιώματα και δόξα σε κάπ.· ευνοώ, «προωθώ»:
τους κοντότερα θερμαίνουν (ενν. οι αυθέντες), επιπλέον μεγαλύνουν και δοξάζουσιν εις πλούτος (Πτωχολ. α 108 κριτ. υπ.
β) προσδίδω δόξα σε κ., κάνω να δοξαστεί, λαμπρύνω:
είπεν ο Κύριος προς τον Αβράμ: « … να μεγαλύνω το όνομά σου …» (Πεντ. Γέν. ΧΙΙ 2).
5)
α) Δοξάζω, εξυμνώ:
(Αξαγ., Κάρολ. Έ 1184
β) επαινώ, εκθειάζω:
μεγαλύνουν τον πολλά μετά μεγάλης φήμης (Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 149).
Β́ Αμτβ.
1)
α) Μεγαλώνω στην ηλικία· ενηλικιώνομαι:
εμεγάλυνεν το παιδί και αποκόπην (Πεντ. Γέν. Ι 8· Γέν. ΧΧV 27
β) αναπτύσσομαι:
(Πτωχολ. α 816).
2) Αυξάνομαι, ενισχύομαι:
Εμεγάλυνεν η βασιλεία του βασιλέως (Αχιλλ. L 7).
3)
α) Αποκτώ περιουσία και δύναμη:
ευλόγησέ τον ο Κύριος και εμεγάλυνεν ο ανήρ … ήτον αυτουνού ζωντόβολο ποίμινιου … και σκλαβιά πολλή (Πεντ. Γέν. XXVI 13
β) αποκτώ εξουσία, δύναμη:
(Παλαμήδ., Βοηβ. 744).
4) Αυξάνομαι σε αριθμό, δύναμη:
(Πεντ. Γέν. XLVIΙΙ 19).
5) Υπερέχω, υπερτερώ:
μόνα το θρονί να μεγαλύνω από εσέν (Πεντ. Γέν. XLΙ 40).
6) Δυναμώνω, εντείνομαι:
εμεγάλυνεν η κραυγή τους εις τα πρόσωπα του Κύριου (Πεντ. Γέν. XΙΧ 13).
ΙI. Μέσ.
1)
α) Δυναμώνω, ισχυροποιούμαι:
(Δούκ. 14110
β) αποκτώ αξιώματα και δόξα:
Ο Βελισάριος … λαμπρώς εμεγαλύνθη, αυθέντης μας εγίνετον (Διήγ. Βελ. Ν2 329).
2) Αποκτώ δόξα και μεγαλείο, λαμπρύνομαι:
(Ιστ. πατρ. 902
η αγαθότης του Θεού … εμεγαλύνθη εκ του ελθείν αυτόν τον λόγον του Θεού και Θεόν μετά πάσης αυτού της δυνάμεως εις τον Ιησούν (Ιστ. πατρ. 907).
3)
α) Αλαζονεύομαι, κομπάζω:
Θέλουν να μεγαλύνονται αυτοί τῃ διανοίᾳ και εξυστέρου πέφτουσι 'ς μεγάλη γαρ πενία (Αλεξ. 1795
β) συμπεριφέρομαι με έπαρση, ξιπάζομαι:
(Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1159).
4) (Μτβ. με σύστ. αντικ.) απολαμβάνω τιμές:
(Βεντράμ., Γυν. 105).
[αρχ. μεγαλύνω. Τ. μεα και μηα σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. και εκκλ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback