Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



συνειδητοποίηση

συνειδητοποίηση συνειδητοποιώ + -ση


συνείδηση

συνείδηση (λόγιο) altgriechisch συνείδησις συν- (σύν) + εἴδησις οἶδα


σύνεδρος

σύνεδρος Etymologie fehlt


συνέδριο

συνέδριο altgriechisch συνέδριον σύν + ἕδρα ((Lehnbedeutung) französisch congrès[1])


συνεδρίαση

συνεδρίαση mittelgriechisch συνεδρίασις συνεδριάζομαι Koine-Griechisch συνεδριάζω altgriechisch σύνεδρος σύν + ἕδρα ( (Lehnbedeutung) deutsch Sitzung)


συνεδριάζω

συνεδριάζω Etymologie fehlt


συνεδρία

συνεδρία Etymologie fehlt


συνεγείρω

συνεγείρω Etymologie fehlt


σύνεγγυς

σύνεγγυς altgriechisch σύνεγγυς


συνεγγυητής

συνεγγυητής Etymologie fehlt


συνδυασμός

συνδυασμός altgriechisch συνδυασμός συνδυάζω σύν + δυάζω δύο proto-griechisch *dúwō proto-indogermanisch *dwóh₁ ((Lehnbedeutung) französisch combinaison ή englisch combination)


συνδυάζω

συνδυάζω altgriechisch συνδυασμός συνδυάζω σύν + δυάζω δύο proto-griechisch *dúwō proto-indogermanisch *dwóh₁ ((Lehnbedeutung) französisch combiner ή englisch combine)


σύνδρομο

σύνδρομο altgriechisch συνδρομή σύνδρομος συν- + δρόμος


συνδρομητής

συνδρομητής Etymologie fehlt


συνδρομή

συνδρομή von ελληνιστικό ή και μεταγενέστερο συνδράμω ή von altgriechisch συνδρομή


συνδράμω

συνδράμω: σχηματίστηκε von αόριστο του συντρέχω που ήταν «συνέδραμον» στα αρχ. ελλ. ίσως και υπό την επίδραση του επίσης αρχαίου συνδράω


σύνδικος

σύνδικος Etymologie fehlt


συνδικάτο

συνδικάτο französisch syndic [περ. 13ος αι.] (υπερασπιστής των δικαιωμάτων μιας κοινότητας, εκπρόσωπος μιας περιοχής), französisch syndicat (ένωση για την υπεράσπιση κοινών συμφερόντων, [von 19ο αι.:] επαγγελματικό ή εργατικό σωματείο) lateinisch syndicus (εκπρόσωπος της πόλης) altgriechisch σύνδικος (συνήγορος, υπερασπιστής)


συνδικαλιστής

συνδικαλιστής Etymologie fehlt


συνδικαλισμός

συνδικαλισμός Etymologie fehlt


συνδιδασκαλία

συνδιδασκαλία Etymologie fehlt


συνδιάσκεψη

συνδιάσκεψη mittelgriechisch συνδιάσκεψις Koine-Griechisch συνδιασκέπτομαι διασκέπτομαι altgriechisch σκέπτομαι


συνδιαλλάσσω

συνδιαλλάσσω altgriechisch συνδιαλλάσσω


συνδιαλλαγή

συνδιαλλαγή altgriechisch συνδιαλλάσσω σύν + διαλλάσσω διά + ἀλλάσσω / ἀλλάττω ἄλλος proto-indogermanisch *h₂élyos


συνδιάλεξη

συνδιάλεξη Etymologie fehlt


συνδιαλέγομαι

συνδιαλέγομαι Koine-Griechisch συνδιαλέγομαι


συνδημότης

συνδημότης


συνδέω

συνδέω (λόγιο) altgriechisch συνδέω ("δένω μαζί"). Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + δέω (>δένω)


συνδετήρας

συνδετήρας συνδέω


συνδέσμωση

συνδέσμωση (entlehnt aus) englisch syndesmosis altgriechisch συνδέω σύν + δέω


σύνδεσμος

σύνδεσμος altgriechisch σύνδεσμος συνδέω σύν + δέω


συνδεσμολογία

συνδεσμολογία Etymologie fehlt


σύνδεση

σύνδεση altgriechisch σύνδεσις


συνδαύλισμα

συνδαύλισμα Etymologie fehlt


συνδαύλιση

συνδαύλιση Etymologie fehlt


συνδαυλίζω

συνδαυλίζω συν + δαυλός και κατάληξη ρημάτων σε -ίζω


συνδακτυλία

συνδακτυλία Etymologie fehlt


συνδαιτυμόνας

συνδαιτυμόνας Katharevousa συνδαιτυμών, αιτιατική συνδαιτημόνα συν- + altgriechisch δαιτυμών (καλεσμένος σε γεύμα, ομοτράπεζος, Lehnübersetzung από τη französisch commensal[1]


σύναψη

σύναψη altgriechisch σύναψις συνάπτω σύν + ἅπτω


συναχώνω

συναχώνω συνάχ(ι) + -ώνω


συνάχι

συνάχι mittelgriechisch συνάχι Koine-Griechisch συνάγχη σύν + altgriechisch ἄγχω


συνάφεια

συνάφεια Koine-Griechisch


συνασπισμός

συνασπισμός Koine-Griechisch συνασπισμός σύν + ἀσπίς, στρατιωτικός όρος που υποδήλωνε την όμορη παράταξη πολεμιστών κατά την οποία ο κάθε στρατιώτης προφύλασσε τον διπλανό του με την ασπίδα του


συνασπίζω

συνασπίζω Etymologie fehlt


συνάρχοντας

συνάρχοντας Etymologie fehlt


συναρχία

συναρχία Etymologie fehlt


συναρτώ

συναρτώ altgriechisch συναρτάω-συναρτῶ σύν + ἀρτάω (=δένω, κρεμώ)


συνάρτηση

συνάρτηση συναρτώ


συναρπάζω

συναρπάζω altgriechisch συναρπάζω συν- + ἁρπάζω


συναρμολογώ

συναρμολογώ Etymologie fehlt


συναρμολογητής

συναρμολογητής συναρμολογ(ώ) + -ητής


συναρμολόγηση

συναρμολόγηση Etymologie fehlt


συναρμολόγημα

συναρμολόγημα Etymologie fehlt


συναρμόζω

συναρμόζω altgriechisch συναρμόζω


συναρμογή

συναρμογή Koine-Griechisch συναρμογή altgriechisch συναρμόζω


συναριθμώ

συναριθμώ Etymologie fehlt


συνάρθρωση

συνάρθρωση Koine-Griechisch συνάρθρωσις συναρθρόω ἄρθρον (3. (Lehnbedeutung) (αγγλικά) coarticulation)


συναρθρώνω

συναρθρώνω Etymologie fehlt


συνάπτω

συνάπτω altgriechisch συνάπτω σύν + ἅπτω


συναποτελώ

συναποτελώ Etymologie fehlt


συναπαρτίζω

συναπαρτίζω Etymologie fehlt


συναπαντώ

συναπαντώ altgriechisch συναπαντάω, συναπαντῶ[1] συν- + ἀπαντάω


συναπάντημα

συναπάντημα von ρήμα συναπαντώ της νεοελληνικής συν + απαντώ ( altgriechisch ἀπαντάω ἀπό + ἀντάω)


σύναξη

σύναξη Koine-Griechisch σύναξις συνάγω


συναξαριστής

συναξαριστής Etymologie fehlt


συναντώ

συναντώ altgriechisch συναντάω, συναντῶ συν- + ἀντάω. Για τις σύγχρονες σημασίες Lehnbedeutung από τη französisch se rencontrer


συναντίληψη

συναντίληψη (λόγιο) mittelgriechisch συναντίληψις[1] Koine-Griechisch συναντιλαμβάνομαι altgriechisch ἀντιλαμβάνω λαμβάνω


συνάντηση

συνάντηση altgriechisch συνάντησις συναντάω, --ῶ σύν + ἀντάω


συνάνθρωπος

συνάνθρωπος mittelgriechisch συνάνθρωπος (σε κείμενα του 15ου αιώνα)[1]. Επίσης, έχει χαρακτηρισθεί[2] ως Lehnübersetzung von deutsch Mitmensch. siehe auch τα αρχαία ελληνικά συνανθρωπέω, συνανθρωπεύομαι, συνανθρώπισις. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + ἀνθρωπος


συναναστροφή

συναναστροφή altgriechisch συναναστροφή


συναναστρέφομαι

συναναστρέφομαι (λόγιο) Koine-Griechisch συναναστρέφομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + ανα- + στρέφομαι του στρέφω.


συναμεταξύ

συναμεταξύ Etymologie fehlt


συναλοιφή

συναλοιφή Etymologie fehlt


συναλληλία

συναλληλία Etymologie fehlt


συναλλάσσομαι

συναλλάσσομαι altgriechisch συναλλάσσω σύν + ἀλλάσσω


συναλλάζω

συναλλάζω altgriechisch συναλλάσσω


συναλλαγματική

συναλλαγματική substantiviertes Femininum des Adjektivs: συναλλαγματικός altgriechisch συναλλαγματικός, (Lehnbedeutung) französisch lettre de change


συνάλλαγμα

συνάλλαγμα altgriechisch συνάλλαγμα συναλλάσσω σύν + ἀλλάσσω ἄλλος proto-indogermanisch *h₂élyos ((Lehnbedeutung) englisch exchange[1] [2] ή (Lehnbedeutung) französisch change[1] [2])


συναλλαγή

συναλλαγή altgriechisch συναλλάσσω


συνακρόαση

συνακρόαση Etymologie fehlt


συναιτιότητα

συναιτιότητα Etymologie fehlt


συναισθησία

συναισθησία französisch synesthésie + -ία altgriechisch συναίσθησις (αντιδάνειο) αἴσθησις indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)


συναίσθηση

συναίσθηση Etymologie fehlt


συναισθηματισμός

συναισθηματισμός συναίσθημα + -ισμός ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) sentimentalisme)


συναισθηματικότητα

συναισθηματικότητα Etymologie fehlt


συναίσθημα

συναίσθημα Koine-Griechisch συναίσθημα συναισθάνομαι συν- + αἰσθάνομαι


συναισθάνομαι

συναισθάνομαι altgriechisch συναισθάνομαι σύν + αἰσθάνομαι


συναιρώ

συναιρώ altgriechisch συναιρέω / συναιρῶ


συναίρεση

συναίρεση (λόγιο) Koine-Griechisch συναίρε(σις) + -ση altgriechisch συναιρέω, συναιρῶ[1]


συναινώ

συναινώ altgriechisch συναινέω / συναινῶ


συναίνεση

συναίνεση (λόγιο) Koine-Griechisch συναίνε(σις) + -ση[1] altgriechisch συναινέω / συναινῶ. siehe auch αίνος, αἶνος


συνάθροιση

συνάθροιση altgriechisch συνάθροισις


συναθροίζω

συναθροίζω altgriechisch συναθροίζω


συναθλητής

συναθλητής Etymologie fehlt


συναδέλφωση

συναδέλφωση συν- + αδελφός + -ωση


συνάδελφος

συνάδελφος altgriechisch συνάδελφος σύν + ἀδελφός


συναδελφικότητα

συναδελφικότητα συναδελφικός


συνάδει

συνάδει altgriechisch συνᾴδει συνᾴδω σὺν + ᾄδω


συναγωνιστικότητα

συναγωνιστικότητα συναγωνιστικός + -ότητα / -ότης


συναγωνιστής

συναγωνιστής altgriechisch συναγωνιστής συναγωνίζομαι



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback