Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



γεμιστός

γεμιστός Koine-Griechisch γεμιστός altgriechisch γεμίζω


γεμολόγος

γεμολόγος (ορθογραφικό δάνειο) französisch gemmologiste gemme + -logiste (-λόγος)[1]


γενάρχης

γενάρχης Koine-Griechisch γένος + -άρχης ( ἄρχω)


γενεά

γενεά altgriechisch γενεά


γενεαλογία

γενεαλογία altgriechisch γενεαλογία (η αναζήτηση του γενεαλογικού δέντρου, η καταγωγή των γενών) γενεά + λέγω


γενέθλια

γενέθλια altgriechisch γενέθλια γενέθλιος γενέθλη και γένεθλον γίγνομαι / γενεά + -θλον ή von αόριστο ἐγεννήθην του γεννάω-γεννῶ


γενειάδα

γενειάδα altgriechisch γενειάς γένειον


γενειοφόρος

γενειοφόρος γένειον + φέρω


γενέτειρα

γενέτειρα Koine-Griechisch γενέτειρα altgriechisch γενέτειρα, Femininum von γενετήρ, (η μητέρα αλλά και η γενέτειρα πόλη) γίγνομαι


γενετή

γενετή altgriechisch γενετή (γέννηση, χρόνος γέννησης, τοκετός) από θέμα του γίγνομαι


γενετικός

γενετικός (entlehnt aus) französisch génétique altgriechisch γένεσις γίγνομαι


γένι

γένι mittelgriechisch γένι altgriechisch γένειον γένυς (σαγόνι)


γενιά

γενιά altgriechisch γενεά


γενίκευση

γενίκευση γενικεύω / γενικεύομαι


γενικεύω

γενικεύω γενικός + -εύω


γενική

Genitiv Femininum von γενικός


γενικός

γενικός altgriechisch γενικός


γενικότητα

γενικότητα altgriechisch γενικός


γενίτσαρος

γενίτσαρος mittelgriechisch γενίτσαρος / γενίτσερος / γιανίτσαρος / γενίτζαρος türkisch yeniçeri / yaniçari yeni (νέος) +‎ çeri (στρατιώτης)


γέννα

γέννα altgriechisch γέννα


γενναιοδωρία

γενναιοδωρία γενναιόδωρος


γενναίος

γενναίος altgriechisch γενναῖος γέν-ος ή γέννα


γενναιότητα

γενναιότητα Etymologie fehlt


γενναιόφρονας

γενναιόφρονας mittelgriechisch γενναιόφρων altgriechisch γενναῖος + φρήν


γενναιοφροσύνη

γενναιοφροσύνη γενναιόφρων + -οσύνη


γενναιοψυχία

γενναιοψυχία επίθετο γενναιόψυχος


γέννημα

γέννημα altgriechisch γέννημα


γέννηση

γέννηση mittelgriechisch γέννηση altgriechisch γέννησις


γεννησιμιό


γεννητικός

γεννητικός altgriechisch γεννητικός


γεννητικότητα

γεννητικότητα γεννητικός + -ότητα


γεννήτορας

γεννήτορας altgriechisch γεννήτωρ


γεννητούρια

γεννητούρια mittelgriechisch γεννητούρια *γεννητήριος altgriechisch γεννητήρ γεννάω


γεννήτρια

γεννήτρια (Lehnübersetzung) französisch génératrice


γεννοβολώ

γεννοβολώ Etymologie fehlt


γεννώ

γεννώ altgriechisch γεννάω/γεννῶ


γενοκτονία

γενοκτονία γένος + -ο- + -κτονία ( κτείνω) ((Lehnübersetzung) französisch génocide englisch genocide. Ο αρχικός αγγλικός όρος δημιουργήθηκε von Πολωνοεβραίο νομικό en:Raphael Lemkin (1900–1959), για να περιγράψει τα εγκλήματα των ναζί εναντίον των Εβραίων με το ολοκαύτωμα)


γεράζω

γεράζω γηράζω εγήρασα altgriechisch γηράσκω


γέρακας

γέρακας γεράκι altgriechisch ἱέραξ


γεράκι

γεράκι mittelgriechisch γεράκιν ἱεράκιον altgriechisch ἱέραξ


γερακίνα

γερακίνα γεράκι + κατάληξη θηλυκού -ίνα


γεράματα

γεράματα mittelgriechisch γηράματα, Mehrzahl von γήραμα altgriechisch γηράω / γηρῶ / γηράσκω γῆρας


γεράνι

γεράνι Koine-Griechisch γεράνιον


γερανογέφυρα

γερανογέφυρα (Lehnübersetzung) deutsch Kranbrücke


γερανός

γερανός altgriechisch γέρανος το μηχάνημα μοιάζει με το μακρύ ράμφος του πουλιού


γερατειά

γερατειά mittelgriechisch γερατειά γερατεία γέρατα altgriechisch γῆρας (με επίδραση τού γέρατα, Mehrzahl von γέρας)


γερεύω

γερεύω γερός + -εύω


γέρμα

γέρμα γέρνω


γερμάνιο

γερμάνιο (Wort verwendet ab 1887) neulateinisch germanium lateinisch Germania (Γερμανία)


γερμανισμός


γερμανομάθεια

γερμανομάθεια γερμανο- + μάθεια ( μαθ-, βλέπε μανθάνω)


γέρνω

γέρνω mittelgriechisch γέρνω γείρω altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)[1]


γερνώ

γερνώ γεράζω altgriechisch γηράσκω / γηράω / γηρῶ γῆρας proto-indogermanisch *ǵerh₂-


γερόλυκος

γερόλυκος (γέρος) γερό- + λύκος


γερομπαμπαλής

γερομπαμπαλής γερο- + μπαμπαλής


γεροντάκι

γεροντάκι mittelgriechisch γεροντάκι. Συγχρονικά αναλύεται σε γέροντ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -άκι


γεροντάματα

γεροντάματα συμφυρμός των λέξεων γέροντ(ας) + (γερ)άματα


γέροντας

γέροντας mittelgriechisch γέροντας αιτιατική γέροντα του altgriechisch γέρων.[1] siehe auch γέρος


γεροντίαση

γεροντίαση γεροντισμός (γεροντ-ισμός) + -ίαση (entlehnt aus) französisch gérontisme altgriechisch γέρων


γεροντικός

γεροντικός γέροντας


γερόντιο

γερόντιο Koine-Griechisch γερόντιον


γεροντισμός

γεροντισμός (entlehnt aus) französisch gérontisme altgriechisch γέρων


γερόντισσα

γερόντισσα γέροντας + κατάληξη θηλυκού -ισσα


γεροντίστικος

γεροντίστικος γέροντας + -ίστικος


γεροντοκόρη

γεροντοκόρη γεροντο- + κόρη


γεροντοκορισμός

γεροντοκορισμός γεροντοκόρη


γεροντοκρατία

γεροντοκρατία γεροντο- ( γέρων) + -κρατία


γεροντολογία

γεροντολογία (entlehnt aus) διαγλωσσική ορολογία gerontolog- όπως η englisch gerontology.[1] Αναλύεται σε γεροντο- + -λογία


γεροντολόγος

γεροντολόγος (entlehnt aus) englisch gerontologist.[1] Αναλύεται σε γεροντο- + -λόγος


γεροντοπαλίκαρο

γεροντοπαλίκαρο γεροντο- + παλληκάρ(ι) + -ο και orthografische Vereinfachung κατά το παλικάρι[1]


γεροξούρας

γεροξούρας γέρος + -ο- + ξούρας altgriechisch ἔξωρος ἔξω + ὥρα


γέρος

γέρος mittelgriechisch γέρος altgriechisch γέρων


γερός

γερός Koine-Griechisch γερός *ὑγηρός altgriechisch ὑγιηρός ὑγιής


γεροσύνη

γεροσύνη mittelgriechisch γεροσύνη γέρος + -οσύνη


γερουνδιακό

γερουνδιακό lateinisch gerundivum


γερούνδιο

γερούνδιο Katharevousa γερούνδιον lateinisch gerundium


γερουσία

γερουσία, von προσηγορικό/περιληπτικό αρχαίο ουσιαστικό γερουσία (μέλη πολιτικού συμβουλίου) θηλυκό des altgriechischen επιθέτου γερούσιος, γερουσία, γερούσιον (=γεροντικός, τιμημένος)


γερουσιαστής

γερουσιαστής Koine-Griechisch γερουσιαστής altgriechisch γερουσία γέρων


γερτός

γερτός γέρνω


γεύμα

γεύμα altgriechisch γεῦμα


γευματίζω


γεύομαι

γεύομαι altgriechisch γεύομαι (σήμαινε τρώγω, μεταγενέστερος τύπος του γεύω)


γεύση

γεύση altgriechisch γεῦσις γεύομαι


γευσιγνώστης


γεύσις

γεύσις altgriechisch γεῦσις


γευστικότητα

γευστικότητα (Katharevousa) γευστικότης


γέφυρα

γέφυρα altgriechisch γέφυρα


γεφύρι

γεφύρι mittelgriechisch γεφύριον altgriechisch γέφυρα


γεφυροπλάστιγγα

γεφυροπλάστιγγα γέφυρ(α) + -ο- + πλάστιγγα ((Lehnübersetzung) deutsch Brückenwaage)[1][2]


γεφυροποιία

γεφυροποιία γεφυροποιός + -ία


γεφυροποιός

γεφυροποιός Koine-Griechisch γεφυροποιός altgriechisch γέφυρα + -ποιός


γεφύρωμα

γεφύρωμα Koine-Griechisch ή λίγο μεταγενέστρο γεφυρόω


γεφυρώνω

γεφυρώνω altgriechisch γεφυρόω-γεφυρῶ


γεφύρωση

γεφύρωση γεφυρώνω


γέψη

γέψη γεύση


γεωγραφία

γεωγραφία Koine-Griechisch γεωγραφία altgriechisch γεωγράφος γεω- (γῆ) + γράφω


γεωγράφος

γεωγράφος Koine-Griechisch γεω- (γῆ) + -γράφος


γεωδυναμική


γεωθερμία

γεωθερμία γεω- + θερμός, (entlehnt aus) französisch géothermie


γεωλογία

γεωλογία (entlehnt aus) französisch géologie γεω- + -λογία



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback