Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



θέση

θέση altgriechisch θέσις τίθημι


θεσιθήρας

θεσιθήρας θέσις + -θήρας


θέσμιο

θέσμιο altgriechisch θέσμιον


θεσμοθέτης

θεσμοθέτης altgriechisch


θεσμοθέτηση

θεσμοθέτηση Koine-Griechisch θεσμοθέτησις


θεσμοθετώ

θεσμοθετώ Koine-Griechisch θεσμοθετέω, -ῶ θεσμοθέτης θεσμός + τίθημι


θεσμός

θεσμός altgriechisch θεσμός τίθημι indoeuropäisch (Wurzel) *dʰédʰeh₁- *dʰeh₁-


θεσπίζω

θεσπίζω altgriechisch θεσπίζω, "προφητεύω, λέω θεϊκά λόγια" ( θέσπις θεός + ἔσπον, βλέπε και θεσπέσιος) και (Lehnbedeutung) τα λατινικά


θέσπιση

θέσπιση Etymologie fehlt


θέσπισμα

θέσπισμα altgriechisch θέσπισμα ("χρησμός" και στο Βυζάντιο "διάταγμα") θεσπίζω


Θεσσαλονικιός

Θεσσαλονικιός Θεσσαλονίκ(η) + -ιός


θέσφατο

θέσφατο altgriechisch θέσφατα πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου θέσφατος


θετικισμός

θετικισμός θετικ(ός) + -ισμός (Lehnübersetzung) französisch positivisme


θετικιστής

θετικιστής Etymologie fehlt


θετικότητα

θετικότητα θετικός + -ότητα


θετός

θετός altgriechisch θετός ρίζα θε- του ρήματος τίθημι


θέτω

θέτω mittelgriechisch θέτω altgriechisch τίθημι (αόριστος έθεσα)


θεώμαι

θεώμαι altgriechisch θεάομαι / θεῶμαι θέα


θεωρείο

θεωρείο, λόγια λέξη Koine-Griechisch θεωρεῖον


θεώρημα

θεώρημα altgriechisch θεώρημα θεωρέω, -ῶ


θεώρηση

θεώρηση altgriechisch θεώρησις (θεωρία, άποψη)


θεωρητικός

θεωρητικός altgriechisch θεωρητικός θεωρέω / θεωρῶ ((Lehnbedeutung) französisch théorétique & (Lehnbedeutung) englisch theoretical)


θεωρία

θεωρία altgriechisch θεωρία


θεωρικά


θεωρός

θεωρός altgriechisch θεωρός


θεωρώ

θεωρώ altgriechisch θεωρέω


θηκάρι

θηκάρι θήκη


θήκη

θήκη altgriechisch θήκη


θηκιάζω

θηκιάζω mittelgriechisch θηκιάζω θήκη + -ιάζω altgriechisch θήκη τίθημι


θηλάζω

θηλάζω altgriechisch θηλάζω


θηλασμός

θηλασμός Koine-Griechisch altgriechisch θηλάζω


θήλαστρο

θήλαστρο Etymologie fehlt


θηλή

θηλή proto-indogermanisch *dʰeh₁[1] (θηλάζω, θηλή)


θηλιά

θηλιά mittelgriechisch θηλεά altgriechisch θήλεια, Femininum von επιθέτου θῆλυς


θηλύκι

θηλύκι Etymologie fehlt


θηλυκότητα

θηλυκότητα θηλυκός + -ότητα altgriechisch θήλυς ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) féminité)


θηλύκωμα

θηλύκωμα θηλυκώνω + -μα mittelgriechisch θηλυκώνω θηλύκι θηλύκιον, υποκοριστικό του altgriechisch θηλυκός θήλυς indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeh₁- (θηλάζω, εκμυζώ, ρουφώ)


θηλυκώνω

θηλυκώνω Etymologie fehlt


θηλυκωτήρι

θηλυκωτήρι mittelgriechisch θηλυκωτήρι θηλυκώνω altgriechisch θῆλυς


θηλυμανία

θηλυμανία θηλυμανής + -ία Koine-Griechisch θηλυμανής


θηλυμορφία

θηλυμορφία altgriechisch θηλύμορφος + -ία


θηλυπρέπεια

θηλυπρέπεια θηλυπρεπής


θήλωμα

θήλωμα θηλή + -ωμα ((Lehnübersetzung) französisch papillome)


θημωνιά

θημωνιά Koine-Griechisch θημωνιά altgriechisch θημών τίθημι indoeuropäisch (Wurzel) *dʰédʰeh₁-


θημωνιάζω

θημωνιάζω mittelgriechisch θημωνιάζω θημωνιά + -άζω Koine-Griechisch θημωνιά altgriechisch θημών τίθημι indoeuropäisch (Wurzel) *dʰédʰeh₁- *dʰeh₁-


θήρα

θήρα altgriechisch θήρα θήρα και θήρη (κυνήγι) θήρ (σαρκοφάγο ζώο)


θήραμα

θήραμα altgriechisch


θηρευτής

θηρευτής altgriechisch


θηρεύω

θηρεύω altgriechisch θήρ + -εύω


θηρίο

θηρίο altgriechisch θηρίον


θηρίον

θηρίον altgriechisch θηρίον


θηριοδαμαστής

θηριοδαμαστής θηρίο + -ο- + δαμαστής


θηριομαχία

θηριομαχία Koine-Griechisch θηριομαχία θηριομάχος


θηριοτροφείο

θηριοτροφείο Koine-Griechisch θηριοτροφεῖον altgriechisch θηρίον + τρέφω


θηριωδία

θηριωδία altgriechisch θηριωδία


θησαυρίζω

θησαυρίζω altgriechisch θησαυρίζω


θησαύρισμα

θησαύρισμα altgriechisch θησαύρισμα θησαυρίζω θησαυρός τίθημι indoeuropäisch (Wurzel) *dʰédʰeh₁- *dʰeh₁-


θησαυρισμός

θησαυρισμός altgriechisch θησαυρισμός θησαυρίζω θησαυρός τίθημι proto-indogermanisch *dʰédʰeh₁- *dʰeh₁-


θησαυρός

θησαυρός altgriechisch θησαυρός τίθημι proto-indogermanisch *dʰédʰeh₁- *dʰeh₁- (τίθημι, θέτω)


θησαυροφύλακας

θησαυροφύλακας θησαυρός + φύλακας


θησαυροφυλάκιο

θησαυροφυλάκιο Koine-Griechisch θησαυροφυλάκιον altgriechisch θησαυρός + φυλάσσω


θήτα

θήτα altgriechisch θῆτα


θητεία

θητεία altgriechisch θητεία


θήτες


θητεύω

θητεύω altgriechisch θητεύω θής


θιασάρχης

θιασάρχης θίασος + -άρχης


θίασος

θίασος altgriechisch θίασος (βακχική, θρησκευτική ομάδα_, Lehnbedeutung από τη französisch troupe[1]


θιασώτης

θιασώτης (λόγιο) altgriechisch θιασώτης. Συγχρονικά αναλύεται σε θίασ(ος) + -ώτης


θίγω

θίγω mittelgriechisch θίγω altgriechisch θιγγάνω (αόριστος β’: ἔθιγον) ((Lehnbedeutung) französisch toucher)


θλάση

θλάση altgriechisch θλάσις


θλιβερά

θλιβερά θλιβερός


θλιβερός

θλιβερός mittelgriechisch θλιβερός altgriechisch θλίβ(ω) + -ερός


θλίβω

θλίβω altgriechisch θλίβω proto-indogermanisch *bʰlig- (χτυπώ)


θλιμμένα

θλιμμένα θλιμμένος


θλιπτικός

θλιπτικός Koine-Griechisch θλιπτικός


θλίψη

θλίψη mittelgriechisch θλίψη altgriechisch θλῖψις θλίβω / φλίβω indoeuropäisch (Wurzel) *bhlig- (χτυπώ)


θνησιμότητα

θνησιμότητα θνήσιμος + -ότητα, (Lehnübersetzung) französisch mortalité


θνήσκω

θνήσκω altgriechisch θνῄσκω


θνητός

θνητός altgriechisch θνητός θνήσκω


θνητότητα

θνητότητα {{ετυμ|grc-koi|el|θνητότης]] altgriechisch θνητός, (Lehnbedeutung) französisch mortalité


θολερότητα

θολερότητα altgriechisch θολερότης θολερός


θολίτης

θολίτης θόλος + -ίτης (Lehnübersetzung) deutsch Gewölbstein


θόλος

θόλος altgriechisch θόλος


θολότητα

θολότητα mittelgriechisch θολότης θολός + -ότης


θολούρα

θολούρα θολός + -ούρα


θόλωμα

θόλωμα mittelgriechisch θόλωμα θολώνω + -μα altgriechisch θολόω / θολῶ θολός


θολώνω

θολώνω altgriechisch θολόω-θολῶ


θόλωση

θόλωση altgriechisch θόλωσις θολόω / θολῶ θολός


θόριο

θόριο neulateinisch thorium altnorwegisch Þórr (ο θεός Θωρ)


θορυβημένος

θορυβημένος Passiv Perfekt von θορυβώ


θορύβηση

θορύβηση θορυβώ + -ση


θόρυβος

θόρυβος altgriechisch θόρυβος


θορυβώ

θορυβώ altgriechisch θορυβῶ


θράκα

θράκα αθράκα αθράκι Koine-Griechisch ἀνθράκιον altgriechisch ἄνθραξ


θρανίο

θρανίο altgriechisch θρανίον υποκοριστικό του θρᾶνος


θρασεύω

θρασεύω altgriechisch θράσος


θρασέως

θρασέως {{Το επίθ. θρασύς, που μαρτυρείται παράλληλα προς το θάρσος*, προέρχεται από τη συνεσταλμένη βαθμίδα *dhrs- τής ρίζας *dhers- «τολμώ, είμαι παράτολμος, ριψοκίνδυνος» και συνδέεται με αρχ. ινδ. dhrsu-, αν και τα λογοτεχνικά κείμενα παραδίδουν τ. dhrsnu- «τολμηρός», μεταπλασμένο βάσει τού ενεστ. dhrs-n-oti. Αναλυτικότερα, από *dhrsu-s προέκυψε ο ελλ. τ. *θαρσύς, που δεν μαρτυρείται, μαρτυρούνται όμως παράγωγα και σύνθετα του (πρβλ. θαρσύνω, Θαρσύβιος). Ο τ. θρασύς προέκυψε αναλογικά προς τον *θαρσύς, από όπου και διατήρησε το -σ- μεταξύ φωνηέντων. Η λ. στον Όμηρο έχει τη σημ. «γενναίος, ανδρείος», ως προσωνυμία τού Έκτορος και άλλων ηρώων. Επίσης χαρακτηρίζει τη λ. πόλεμος («θαρραλέα μάχη») και τη λ. χείρες («ατρόμητα, άφοβα χέρια»). Στον Θουκυδίδη συνοδεύει τη λ. ελπίς (πρβλ. ελπίς θρασεία τού μέλλοντος), ενώ αργότερα άρχισε να εξειδικεύεται η σημασία τής λ. «ριψοκίνδυνος, υπερήφανος, αλαζόνας», για να γίνει τελικά κακόσημη «αυτός που έχει θράσος»}}


θρασομανώ

θρασομανώ θράσος + -ο- + -μανώ


θράσος

θράσος altgriechisch θράσος / θάρσος / θάρρος proto-indogermanisch *dʰers- *dʰer- (υποστηρίζω, κρατώ)


θρασύς

θρασύς altgriechisch θρασύς proto-indogermanisch *dʰers- *dʰer- (υποστηρίζω, κρατώ)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback