Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischανάπλευση Koine-Griechisch ἀνάπλευσις altgriechisch ἀνάπλευσις (=σπάσιμο οστού)
μεσημεριάζω mittelgriechisch μεσημεριάζω μεσημέρι + -ιάζω Koine-Griechisch μεσημέριον, Maskulinum von μεσημέριος altgriechisch μέσος + ἡμέρα
καμινευτήρας Koine-Griechisch καμινευτήρ altgriechisch κάμινος
έλκωμα Koine-Griechisch ἕλκωμα altgriechisch ἕλκος
εξομαλίζω Koine-Griechisch ἐξομᾰλίζω altgriechisch ὁμαλός
παρασημείωση Koine-Griechisch παρασημείωσις σημείωσις σημειόω / σημειῶ altgriechisch σημεῖον σῆμα proto-indogermanisch *dʰyeh₂- (σημειώνω)
εξεικονίζω Koine-Griechisch ἐξεικονίζω altgriechisch εἰκών
αντιλογώ Koine-Griechisch ἀντιλογέω / ἀντιλογῶ altgriechisch ἀντιλέγω λέγω
αστιξία Koine-Griechisch ἀστιξία altgriechisch στίζω
εγκατασπείρω Koine-Griechisch ἐγκατασπείρω ἐν + κατά + altgriechisch σπείρω
αποθηριώνω Koine-Griechisch ἀποθηριόω/ἀποθηριῶ ἀπό + θηρίον
συγκεράζω Koine-Griechisch συγκεράω / συγκερῶ altgriechisch συγκεράννυμι κεράννυμι
λέπυρο Koine-Griechisch λέπυρον[1] λέπος (λέπι) ( λέπω) + -υρον
ολιγοψυχώ Koine-Griechisch ὀλιγοψυχῶ
υπερκεράζω Koine-Griechisch ὑπερκεράω / ὑπερκερῶ + -άζω altgriechisch κέρας
βλαστολογώ Koine-Griechisch βλαστολογέω / βλαστολογῶ altgriechisch βλαστός + λέγω
αναφτερώνω mittelgriechisch ἀναφτερώνω[1] Koine-Griechisch ἀναπτερώνω {νέα ελληνική ἀναπτερόω - ἀναπτερῶ. siehe auch ἀναπτερυγίζω
βαττολογώ Koine-Griechisch βαττολογέω / βαττολογῶ
λιγδώνω λίγδα + -ώνω Koine-Griechisch λίγδα altgriechisch λίγδην
ασχόλημα Koine-Griechisch ἀσχόλημα
ανταπαιτώ Koine-Griechisch ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ altgriechisch ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ αἰτέω / αἰτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eiti
σπερμολογώ Koine-Griechisch σπερμολογέω / σπερμολογῶ
ανδραγαθώ Koine-Griechisch ἀνδραγαθῶ
ξεφωνώ mittelgriechisch von αόριστο ἐξεφώνησα Koine-Griechisch ἐκφωνέω
προσωποληπτώ Koine-Griechisch προσωποληπτέω / προσωποληπτῶ
επιδιόρθωμα επιδιορθώνω + -μα Koine-Griechisch ἐπιδιορθόω / ἐπιδιορθῶ ἐπί + altgriechisch διορθόω / διορθῶ διά + ὀρθόω / ὀρθῶ ὀρθός proto-griechisch *ortʰwós proto-indogermanisch *h₃r̥dʰwós *h₃erdʰ- (ορθός)
κεφαλαλγικός Koine-Griechisch κεφαλαλγικός altgriechisch κεφαλαλγία
καθελκυσμός Koine-Griechisch καθελκυσμός altgriechisch καθέλκω
ισόκωλο (λόγιο) Koine-Griechisch ἰσόκωλον, substantiviertes Neutrum des Adjektivs: altgriechisch ἰσόκωλος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ισό- + κώλο(ν)
ανωφέλεια Koine-Griechisch ἀνωφέλεια
βαρυθυμώ Koine-Griechisch βαρυθυμέω altgriechisch βαρύς + θυμός
ενζωοτία (entlehnt aus) französisch enzootie altgriechisch ἐν + Koine-Griechisch ζῳότης altgriechisch ζῷον
υπεγγύηση υπ- + εγγύηση Koine-Griechisch ἐγγύησις altgriechisch ἐγγύη ἐν + γυῖον proto-indogermanisch *gew- (χέρι)
ορθοποδίζω mittelgriechisch ὀρθοποδίζω Koine-Griechisch ὀρθοποδέω / ὀρθοποδῶ altgriechisch ὀρθός + πούς
επιγραμματογράφος Koine-Griechisch ἐπιγραμματογράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε επιγράμματ(ος) + -ο- + -γράφος
ανιδρύω Koine-Griechisch ἀνιδρύω altgriechisch ἱδρύω
ελεημονητικός Koine-Griechisch ἐλεημονητικός altgriechisch ἐλεήμων
διονυσιάζομαι Koine-Griechisch διονυσιάζω altgriechisch Διόνυσος
αυτοχειριάζομαι αυτόχειρας + -ιάζομαι (πβ. Koine-Griechisch αὐτοχειρίζω)
ουρανοβατώ Koine-Griechisch οὐρανοβατέω / οὐρανοβατῶ
καταπικραίνω mittelgriechisch καταπικραίνω Koine-Griechisch κατάπικρος altgriechisch κατα- + πικρός
ελεημονικός Koine-Griechisch ἐλεημονικός altgriechisch ἐλεήμων
απειροστημόριο Koine-Griechisch ἀπειροστημόριον
αθιβόλι mittelgriechisch ἀνθοβόλιν Koine-Griechisch ἀντίβολον altgriechisch ἀντιβάλλω βάλλω
ποθητός ποθώ Koine-Griechisch ποθέω, -ῶ
έγγαμος Koine-Griechisch ἔγγαμος ἐν + γάμος
μεταγραμματισμός (λόγιο) Koine-Griechisch μεταγραμματισμός[1].
κατασκοπία Koine-Griechisch κατασκοπία κατάσκοπος + -ία
Λονδίνο Koine-Griechisch Λονδίνιον lateinisch Londinium • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ενήλικος Koine-Griechisch ἐνήλικος
χειρουργός Koine-Griechisch (ίδια σημασία) altgriechisch χειρουργός χείρ + ἔργον
παράξενος Koine-Griechisch παράξενος παρα- + ξένος
ξακουστός mittelgriechisch Koine-Griechisch ἐξάκουστος altgriechisch ἐξακούω (ακούω από μακριά) ἐξ και ἀκούω
αβαθής Koine-Griechisch ἀβαθής ἀ- (στερητικό) + altgriechisch βάθος βαθύς proto-indogermanisch *dʰewb- (βάθος, βαθύς)
προϋπηρετώ Koine-Griechisch προϋπηρετέω / προϋπηρετῶ
αναμηρυκάζω ανα- + μηρυκάζω (πρβ. Koine-Griechisch ἀναμηρυκάομαι / ἀναμηρυκῶμαι)
αθανατίζω Koine-Griechisch ἀθανατίζω
ενοφθαλμίζω Koine-Griechisch ἐνοφθαλμίζω ἐν + ὀφθαλμός
φατριάζω φατρία + -άζω Koine-Griechisch φατρία altgriechisch φρατρία φράτρα proto-griechisch *pʰrā́tēr proto-indogermanisch *bʰréh₂tēr (αδερφός)
ασυμπαθής Koine-Griechisch ἀσυμπαθής
συνεκφέρω Koine-Griechisch συνεκφέρω
αστεροσκόπος Koine-Griechisch ἀστεροσκόπος
μαντατευτής μαντατεύω μαντάτον + -εύω Koine-Griechisch μανδᾶτον lateinisch mandatum (αυτοκρατορική διαταγή)
αψιδώνω Koine-Griechisch ἁψιδόομαι
αντίψυχο mittelgriechisch ἀντίψυχον Koine-Griechisch ἀντίψυχος ἀντί + altgriechisch ψυχή
ευσπλαγχνίζομαι Koine-Griechisch εὐσπλαγχνίζομαι
θηλυμανία θηλυμανής + -ία Koine-Griechisch θηλυμανής
εισοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω εἰσόδιος altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός
ανταγαπώ Koine-Griechisch ἀνταγαπάω / ἀνταγαπῶ
απαθανατισμός Koine-Griechisch ἀπαθανατισμός
αποτροπιάζω Koine-Griechisch ἀποτροπιάζω
υπάκουος Koine-Griechisch ὑπακουός με μετακίνηση τόνου[1]
δανείστρια Koine-Griechisch δανείστρια, Femininum von δανειστής
προστάτρια Koine-Griechisch προστάτρια
διχοτόμος (λόγιο) Koine-Griechisch διχοτόμος δίχα + τέμνω
βογγητό βογγώ + -ητό mittelgriechisch γογγώ Koine-Griechisch γογγύζω
δημοπράτης Koine-Griechisch δημοπράτης δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) πιπράσκω / πέρνημι
μωρολόγημα Koine-Griechisch μωρολόγημα
ριζικός Koine-Griechisch ῥιζικός altgriechisch ῥίζα
ερμαφρόδιτος Koine-Griechisch Ἑρμαφρόδιτος (όνομα του γιου του Ερμή και της Αφροδίτης
θυρεοειδής Koine-Griechisch θυρεοειδής altgriechisch θυρεός ( θύρα) + -ειδής ( εἶδος)
δικτυωτό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: δικτυωτός Koine-Griechisch δικτυωτό δικτυόομαι altgriechisch δίκτυον
γλυκόριζα Koine-Griechisch γλυκύρριζα γλυκύς + ρίζα
διπλανός δίπλα + -ανός διπλά διπλός Koine-Griechisch διπλός altgriechisch διπλόος / διπλοῦς δύο proto-griechisch *dúwō proto-indogermanisch *dwóh₁ (δύο)
Ιησούς Koine-Griechisch Ἰησοῦς αρχαία hebräisch ישוע
ψώνια Mehrzahl von ψώνιο mittelgriechisch ψώνι(ν) Koine-Griechisch ὀψώνιον altgriechisch ὀψώνης ὄψον + ὠνέομαι
κωνοφόρο Maskulinum von κωνοφόρος Koine-Griechisch κωνοφόρος altgriechisch κῶνος + -φόρος (φέρω)
πληθυντικός Koine-Griechisch πληθυντικός altgriechisch πληθύνω πληθύς
φιλελεύθερος Koine-Griechisch φιλελεύθερος altgriechisch φίλος + ἐλεύθερος πολιτική σημασία: ((Lehnbedeutung) englisch liberal
καθαρτήριο καθαρτήριος Koine-Griechisch καθαρτήριος altgriechisch καθαίρω καθαρός ((Lehnübersetzung) (ιταλικά) purgatorio)
ασπροπάρης ασπροπάρι *ασπρογυπάρι Koine-Griechisch ἄσπρος ( lateinisch asper) + altgriechisch γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ
εκκεντρικός εκ- + κεντρικός ((entlehnt aus) französisch excentrique lateinisch eccentricus Koine-Griechisch ἔκκεντρος)
κραταιώνω (λόγιο) Koine-Griechisch κραται(ῶ) (κραταιάω) + -ώνω
αστυσία Koine-Griechisch ἀστυσία
απόχυμα Koine-Griechisch ἀπόχυμα
αναρρυθμίζω Koine-Griechisch ἀναρρυθμίζω
αδιασκέδαστος Koine-Griechisch ἀδιασκέδαστος
ελεφάντειος Koine-Griechisch ἐλεφάντειος altgriechisch ἐλέφας
αποτρυγώ Koine-Griechisch ἀποτρυγάω / ἀποτρυγῶ ἀπό + altgriechisch τρυγάω / τρυγῶ τρύγη
μαντατούρης μαντάτ(ον) + -ούρης Koine-Griechisch μανδᾶτον lateinisch mandatum (αυτοκρατορική διαταγή)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.