Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



εκδορέας

εκδορέας Katharevousa ἐκδορεύς ἐκδορά + -εύς Koine-Griechisch ἐκδορά altgriechisch ἐκδέρω δέρω indoeuropäisch (Wurzel) *derǝ-


εκδορά

εκδορά Koine-Griechisch ἐκδορά ἐκδέρω


εκδικούμαι

εκδικούμαι Koine-Griechisch ἐκδικέομαι / ἐκδικοῦμαι altgriechisch ἐκδικέω / ἐκδικῶ ἐκ + δίκη


εκδίκηση

εκδίκηση Koine-Griechisch ἐκδίκησις altgriechisch ἐκδικέω / ἐκδικῶ


εκδημία

εκδημία Koine-Griechisch ἐκδημία (παρόμοια σημασία) altgriechisch ἐκδημία


εκδηλώνω

εκδηλώνω Koine-Griechisch ἐκδηλόω / ἐκδηλῶ ἐκ + altgriechisch δηλόω / δηλῶ δῆλος proto-indogermanisch *dyew- (ουρανός, λάμπω) ((Lehnübersetzung) französisch manifester)


εκβλάστηση

εκβλάστηση Koine-Griechisch ἐκβλάστησις altgriechisch ἐκβλαστάνω


εκβλάστημα

εκβλάστημα Koine-Griechisch ἐκβλάστημα altgriechisch ἐκβλαστάνω


εκβιαστής

εκβιαστής Koine-Griechisch ἐκβιαστής altgriechisch ἐκβιάζω ἐκ + βιάζω βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)


εκβιασμός

εκβιασμός Koine-Griechisch ἐκβιασμός altgriechisch ἐκβιάζω ἐκ + βιάζω βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)


έκβαση

έκβαση Katharevousa έκβασις Koine-Griechisch ἔκβασις


εκατονταρχία

εκατονταρχία Koine-Griechisch ἑκατονταρχία altgriechisch ἑκατοντάρχης ἑκατόν + ἄρχω


εισχωρώ

εισχωρώ (λόγιο) Koine-Griechisch εἰσχωρῶ, συνηρημένο τύπο του εἰσχωρέω[1] εἰς + altgriechisch χωρέω / χωρῶ χῶρος proto-indogermanisch *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος). Συγχρονικά αναλύεται σε εισ- + χωρώ, χώρος


εισροή

εισροή Koine-Griechisch εἰσροή altgriechisch εἰσρέω εἰς + ῥέω indoeuropäisch (Wurzel) *srew- (ρέω) *ser- (ἀραρίσκω)


εισπράκτορας

εισπράκτορας Koine-Griechisch εἰσπράκτωρ altgriechisch εἰσπράσσω / εἰσπράττω πράσσω / πράττω


εισοδιάζω

εισοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω εἰσόδιος altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


Εισόδια

Εισόδια Koine-Griechisch εἰσόδιος, που αναφέρεται στην είσοδο, και στη συγκεκριμένη περίπτωση στην είσοδο και αφιέρωση της τριετούς Θεοτόκου στον Ναό


εισόδημα

εισόδημα mittelgriechisch εἰσόδημα Koine-Griechisch εἰσοδεύω[1]


εισαγωγέας

εισαγωγέας Katharevousa εισαγωγεύς Koine-Griechisch


ειρηνοδίκης

ειρηνοδίκης (λόγιο) Koine-Griechisch εἰρηνοδίκαι (εἰρηνοδίκηςστον πληθυντικό (σώμα ρωμαίων ιερέων με καθήκοντα επίβλεψης των λαών) και (Lehnbedeutung) französisch juge de paix juge (δικαστής) + de (της) + paix (ειρήνης)[1]


ειρήνευση

ειρήνευση Koine-Griechisch εἰρήνευσις


ειλικρινώς

ειλικρινώς Koine-Griechisch εἰλικρινῶς εἰλικρινής


ειλητό

ειλητό Koine-Griechisch εἰλητός altgriechisch εἰλέω εἴλω


ειλητάριο

ειλητάριο mittelgriechisch εἰλητάριον, υποκοριστικό του Koine-Griechisch εἰλητός altgriechisch εἰλέω εἴλω


εικοτολογώ

εικοτολογώ Koine-Griechisch εἰκοτολογέω / εἰκοτολογῶ altgriechisch εἰκοτολογία


εικοσάδα

εικοσάδα mittelgriechisch εικοσάδα Koine-Griechisch εἰκοσάς altgriechisch εἴκοσι


εικονοστάσιο

εικονοστάσιο Koine-Griechisch εἰκονοστάσιον altgriechisch εἰκών + ἵστημι


εικονογραφώ

εικονογραφώ Koine-Griechisch εἰκονογραφέω / εἰκονογραφῶ altgriechisch εἰκονογράφος εἰκών + γράφω


εικονογραφία

εικονογραφία Koine-Griechisch εἰκονογραφία altgriechisch εἰκονογράφος εἰκών + γράφω


εικονογράφημα

εικονογράφημα mittelgriechisch εικονογράφημα Koine-Griechisch εἰκονογραφέω altgriechisch εἰκονογράφος εἰκών + γράφω


εικονικότητα

εικονικότητα εικονικός + -ότητα Koine-Griechisch εἰκονικός altgriechisch εἰκών


εικονικός

εικονικός Koine-Griechisch εἰκονικός altgriechisch εἰκών (3.(Lehnübersetzung) englisch virtual)


εικονίζω

εικονίζω Koine-Griechisch εἰκονίζω altgriechisch εἰκών


ειδωλολατρία

ειδωλολατρία Koine-Griechisch εἰδωλολατρία εἰδωλολάτρης + -ία εἴδωλον (εἶδος) + -λάτρης


ειδωλολάτρης

ειδωλολάτρης Koine-Griechisch εἰδωλολάτρης εἴδωλον + λάτρης


ειδύλλιο

ειδύλλιο Koine-Griechisch εἰδύλλιον (για το λογοτεχνικό είδος)· για νεότερες σημασίες: (Lehnbedeutung) französisch idylle ( lateinisch īdyllium Koine-Griechisch εἰδύλλιον). siehe auch εἶδος, -ύλλιον.


ειδοποιώ

ειδοποιώ Koine-Griechisch εἰδοποιῶ


ειδοποίηση

ειδοποίηση Koine-Griechisch εἰδοποίησις


ειδήμων

ειδήμων Koine-Griechisch εἰδήμων altgriechisch εἴδομαι / οἶδα proto-indogermanisch *weyd- (βλέπω, γνωρίζω)


ειδήμονας

ειδήμονας Koine-Griechisch εἰδήμων altgriechisch εἴδομαι / οἶδα proto-indogermanisch *weyd- (βλέπω, γνωρίζω)


εθνοκεντρισμός

εθνοκεντρισμός (entlehnt aus) englisch ethnocentrism altgriechisch ἔθνος + Koine-Griechisch κεντρικός ( altgriechisch κέντρον κεντέω / κεντῶ proto-indogermanisch *ḱent-)


εθνικός

εθνικός Koine-Griechisch ἐθνικός


εθναρχία

εθναρχία Koine-Griechisch ἐθναρχία


εθνάρχης

εθνάρχης (λόγιο) Koine-Griechisch ἐθνάρχης (κυβερνήτης έθνους}}.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε έθν(ος) + -άρχης


εθελοδουλία

εθελοδουλία Koine-Griechisch ἐθελοδουλία altgriechisch ἐθελοδουλεία ἐθελοδουλέω ἐθελόδουλος ἐθέλω + δοῦλος


εδρεύω

εδρεύω Koine-Griechisch ἑδρεύω altgriechisch ἕδρα ἔδος / ἕζομαι proto-griechisch *heďďomai indoeuropäisch (Wurzel) *séd-ye- *sed-


εδραιώνω

εδραιώνω Koine-Griechisch ἑδραιόω / ἑδραιῶ altgriechisch ἕδρα


εδραίωμα

εδραίωμα Koine-Griechisch ἑδραίωμα ἑδραιόω / ἑδραιῶ altgriechisch ἕδρα


εδράζω

εδράζω Koine-Griechisch ἑδράζω altgriechisch ἕδρα ἔδος / ἕζομαι proto-griechisch *heďďomai proto-indogermanisch *séd-ye- *sed-


εδράζομαι

εδράζομαι Koine-Griechisch ἑδράζομαι, Passiv von ἑδράζω altgriechisch ἕδρα ἔδος / ἕζομαι proto-griechisch *heďďomai proto-indogermanisch *séd-ye- *sed-


έγχυση

έγχυση Koine-Griechisch ἔγχῠσις altgriechisch ἐγχέω ἐν + χέω


έγχυμα

έγχυμα Koine-Griechisch ἔγχῠμα altgriechisch ἐγχέω χέω


εγκυμονώ

εγκυμονώ Koine-Griechisch ἐγκυμονέω / ἐγκυμονῶ


εγκοπή

εγκοπή Koine-Griechisch ἐγκοπή ἐγκόπτω ἐν + κόπτω


εγκλίνω

εγκλίνω Koine-Griechisch ἐγκλίνω (παρόμοια σημασία) altgriechisch ἐγκλίνω


έγκληση

έγκληση (λόγιο) Koine-Griechisch ἔγκλη(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε (εν-) εγ- + κλήση. Δείτε εγκαλώ.[1]


εγκλεισμός

εγκλεισμός, λόγια λέξη Koine-Griechisch ἐγκλεισμός


έγκαυμα

έγκαυμα Koine-Griechisch ἔγκαυμα (ίδια σημασία) altgriechisch ἔγκαυμα ἐγκαίω ἐν + καίω


εγκατασπείρω

εγκατασπείρω Koine-Griechisch ἐγκατασπείρω ἐν + κατά + altgriechisch σπείρω


εγκαλλωπίζω

εγκαλλωπίζω Koine-Griechisch ἐγκαλλωπίζομαι altgriechisch ἐν + κάλλος + ὤψ ( proto-indogermanisch *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-)


εγκαινιασμός

εγκαινιασμός Koine-Griechisch ἐγκαινιασμός / ἐγκαινισμός ἐγκαινίζω ἐν + altgriechisch καινίζω καινός


εγκαίνια

εγκαίνια Koine-Griechisch ἐγκαίνια ἐν + καινός


εγγύτητα

εγγύτητα Koine-Griechisch ἐγγύτης ἐγγύς


εγγράφως

εγγράφως Koine-Griechisch ἐγγρά̆φως ἔγγρᾰφος altgriechisch γράφω


έγγραφο

έγγραφο Koine-Griechisch έγγραφο Maskulinum von επιθέτου έγγραφος ως ουσ.


εγγόνα

εγγόνα Koine-Griechisch ἐγγόνη


εβραϊκός

εβραϊκός Koine-Griechisch ἑβραϊκός


έβενος

έβενος Koine-Griechisch ἔβενος (Maskulinum) Koine-Griechisch ἔβενος (Femininum) altägyptisch (hbnj)


εβένινος

εβένινος Koine-Griechisch ἐβένινος ἔβεν(ος) + -ινος


δωροληψία

δωροληψία Koine-Griechisch δωροληψία altgriechisch δῶρον + -ληψία (λαμβάνω)


δωρολήπτης

δωρολήπτης Koine-Griechisch δωρολήπτης altgriechisch δῶρον + λαμβάνω


δωροδοκώ

δωροδοκώ Koine-Griechisch δωροδοκέω, δωροδοκῶ "δέχομαι δώρα"


δωροδοκία

δωροδοκία Koine-Griechisch δωροδοκία (=λήψη δώρου). Η σημασία του άλλαξε σε δίνω δώρο)


δωρητής

δωρητής Koine-Griechisch δωρητής altgriechisch δωρέω ((Lehnübersetzung) französisch donateur)


δυσχρηστία

δυσχρηστία Koine-Griechisch δυσχρηστία altgriechisch δύσχρηστος


δύστυχος

δύστυχος Koine-Griechisch δύστυχος altgriechisch δυστυχής δυσ- + τύχη


δυστροπώ

δυστροπώ δύστροπος + -ώ Koine-Griechisch δυστροπώ δυσ- + altgriechisch τρόπος τρέπω


δύστροπος

δύστροπος Koine-Griechisch δύστροπος δυσ- + altgriechisch τρόπος τρέπω


δυστροπία

δυστροπία Koine-Griechisch δυστροπία δύστροπος δυσ- + altgriechisch τρόπος τρέπω


δύσπιστος

δύσπιστος Koine-Griechisch δύσπιστος δυσ- + πίστις


δυσπιστία

δυσπιστία Koine-Griechisch δυσπιστία δύσπιστος


δυσμόθεν

δυσμόθεν Koine-Griechisch δυσμόθεν altgriechisch δυσμή + -θεν δύω


δυσκρασία

δυσκρασία Koine-Griechisch δυσκρασία δυσ- + altgriechisch κρᾶσις κεράννυμι


δυσθυμία

δυσθυμία Koine-Griechisch δυσθυμία altgriechisch δύσθυμος δυσ- + θυμός


δυσβάστακτος

δυσβάστακτος Koine-Griechisch δυσβάστακτος δυσ- + βαστακτός altgriechisch βαστάζω


δυσαρεστώ

δυσαρεστώ (λόγιο) Koine-Griechisch δυσαρεστῶ, συνηρημένος τύπος του δυσαρεστέω (ενοχλούμαι)[1] siehe auch δυσ-, αρέσω.


δυσαισθησία

δυσαισθησία (entlehnt aus) neulateinisch dysesthesia Koine-Griechisch δυσαισθησία


δύνομαι

δύνομαι Koine-Griechisch δύνομαι altgriechisch δύναμαι


δυναμικό

δυναμικό Maskulinum von δυναμικός Koine-Griechisch δυναμικός altgriechisch δύναμις δύναμαι ((Lehnübersetzung) französisch potentiel)


δυναμική

δυναμική (entlehnt aus) französisch dynamique Koine-Griechisch δυναμική, Femininum von δυναμικός altgriechisch δύναμις δύναμαι proto-indogermanisch *dewh₂-


δρωτσίλα

δρωτσίλα Koine-Griechisch ἱδρωτίδες altgriechisch ἱδρώς


δρωτήρι

δρωτήρι Koine-Griechisch ἱδρωτήριον altgriechisch ἱδρώς


δρυμώνας

δρυμώνας Koine-Griechisch δρυμών


δροσό

δροσό mittelgriechisch δροσό / δροσιό δροσιά Koine-Griechisch δροσία / δροσίη altgriechisch δρόσος proto-indogermanisch *dʰewh₂- (καπνός, ομίχλη)


δρίμες

δρίμες Koine-Griechisch δρίμαι (ψύχος) altgriechisch δριμύς


δρεπάνι

δρεπάνι mittelgriechisch δρεπάνι(ν) Koine-Griechisch δρεπάνιον υποκοριστικό για την altgriechisch δρέπανον


δρασκελώ

δρασκελώ mittelgriechisch δρασκελώ δρασκελίζω διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος


δρακοντιά

δρακοντιά Koine-Griechisch δρακοντία altgriechisch δράκων


δραγάτης

δραγάτης mittelgriechisch δραγάτης Βλ. και Koine-Griechisch δραγατεύω, δραγασούρα = υπερυψωμένη σκοπιά συνήθως επάνω σε δένδρα από όπου ο αγροφύλακας παρακολουθούσε τυχόν κλοπές στα αμπέλια


δουλοπρεπώς

δουλοπρεπώς Koine-Griechisch δουλοπρεπῶς altgriechisch δουλοπρεπής



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback