Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ασφυκτιώ

ασφυκτιώ Koine-Griechisch ἀσφυκτέω ἄσφυκτος altgriechisch σφύζω


αναχωρώ

αναχωρώ altgriechisch ἀναχωρῶ


τσιμπώ

τσιμπώ mittelgriechisch τσιμπῶ *τσιμπίζω *ἐξεμπίζω *ἐμπίζω altgriechisch ἐμπίς


βούρλο

βούρλο mittelgriechisch βοῦρλον altgriechisch βροῦλλον , βρύλλον


καταπλήσσω

καταπλήσσω altgriechisch καταπλήσσω κατά + πλήσσω / πλήττω indoeuropäisch (Wurzel) *pleh₂k- (πλήττω, χτυπώ)


αντιβασιλιάς

αντιβασιλιάς Koine-Griechisch ἀντιβασιλεύς ἀντί + altgriechisch βασιλεύς


εκθειάζω

εκθειάζω Koine-Griechisch ἐκθειάζω ἐκ + altgriechisch θειάζω θεῖος θεός


εθελοδουλία

εθελοδουλία Koine-Griechisch ἐθελοδουλία altgriechisch ἐθελοδουλεία ἐθελοδουλέω ἐθελόδουλος ἐθέλω + δοῦλος


ιονισμός

ιονισμός (entlehnt aus) englisch ionization altgriechisch ἰόν, Maskulinum von ἰών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἶμι


αντιμοναρχικός

αντιμοναρχικός (entlehnt aus) französisch antimonarchique altgriechisch μοναρχικός μονάρχης μόνος + ἄρχω


βρέχω

βρέχω altgriechisch βρέχω


αφορώ

αφορώ altgriechisch ἀφοράω / ἀφορῶ ἀπό + ὁράω / ὁρῶ


απείθεια

απείθεια altgriechisch ἀπείθεια ἀπειθής στερητικό α- + πείθω


χυδαιολογία

χυδαιολογία Koine-Griechisch χυδαιολογία χυδαῖος + -λογία altgriechisch χέω + λέγω


μούχρωμα

μούχρωμα altgriechisch μορυχός


καλιακούδα

καλιακούδα καλοιακούδα κάλοιακας κόλοιακας altgriechisch κολοιός (κάργια)


πετραχήλι

πετραχήλι mittelgriechisch πετραχήλι Koine-Griechisch περιτραχήλιον, Maskulinum von περιτραχήλιος περί + altgriechisch τράχηλος


ξυστρί

ξυστρί Koine-Griechisch ξυστρίον, υποκοριστικό του altgriechisch ξύστρον


ελευθεριότητα

ελευθεριότητα altgriechisch ἐλευθεριότης ("γενναιοδωρία") ἐλευθέριος ("που συμπεριφέρεται σαν ελεύθερος άνθρωπος και όχι δούλος")


ανακτώ

ανακτώ altgriechisch ἀνακτῶ


στροφέας

στροφέας Koine-Griechisch στροφεύς altgriechisch στρέφω (3,4: (Lehnbedeutung) französisch pivot)


ναύλος

ναύλος altgriechisch ναῦλος


βούλησις

βούλησις altgriechisch βούλησις βούλομαι


εκτοπίζω

εκτοπίζω altgriechisch ἐκτοπίζω ἔκτοπος ἐκ + τόπος


προαιρούμαι

προαιρούμαι altgriechisch προαιρέομαι / προαιροῦμαι


άκαρι

άκαρι altgriechisch ἀκαρί / ἄκαρι (Lehnbedeutung) neulateinisch acarus


ειρκτή

ειρκτή altgriechisch εἱρκτή εἵργνύω ή εἵργνυμι= εμποδίζω την έξοδο.


οβολός

οβολός altgriechisch ὀβολός


λέξημα

λέξημα (entlehnt aus) englisch lexeme altgriechisch λέξις λέγω


ακράτητα

ακράτητα ακράτητος + -α altgriechisch ἀκράτητος ἀ- + κρατέω


φασκομηλιά

φασκομηλιά mittelgriechisch φασκομηλιά altgriechisch σφάκος / φάσκος / φάσκον + μῆλον


μύδι

μύδι Koine-Griechisch μύδιον, υποκοριστικό του altgriechisch μῦς[1]


παραινώ

παραινώ altgriechisch παραινέω / παραινῶ παρά + αἰνέω + αἰνῶ


μαδαρός

μαδαρός altgriechisch μαδαρός


αδολεσχία

αδολεσχία altgriechisch ἀδολεσχία ἀδολέσχης ( *ἀ-ϝαδο (ἡδύς) + λέσχη)


ηδονιστής

ηδονιστής (entlehnt aus) französisch hédoniste altgriechisch ἡδονή


εντεροκολίτιδα

εντεροκολίτιδα (entlehnt aus) englisch entérocolite altgriechisch ἔντερον + κόλον


ανίερος

ανίερος altgriechisch ἀνίερος ἀν- + ἱερός


άμωμος

άμωμος altgriechisch ἄμωμος


διαπληκτίζομαι

διαπληκτίζομαι altgriechisch διαπληκτίζομαι διά + πληκτίζομαι πλήσσω


διακωμώδηση

διακωμώδηση διακωμωδώ + -ση altgriechisch διακωμῳδέω / διακωμῳδῶ διά + κωμῳδέω / κωμῳδῶ κωμῳδία κῶμος + ᾠδή


συναισθάνομαι

συναισθάνομαι altgriechisch συναισθάνομαι σύν + αἰσθάνομαι


εκμισθώνω

εκμισθώνω altgriechisch ἐκμισθῶ μισθός


απελεύθερος

απελεύθερος altgriechisch ἀπελεύθερος


λιποψυχία

λιποψυχία altgriechisch λιποψυχία


συμπορεύομαι

συμπορεύομαι altgriechisch συμπορεύομαι


στενάζω

στενάζω altgriechisch στενάζω στένω στέν- + κατάληξη -άζω


παιδευτικός

παιδευτικός altgriechisch


θεμελιώνω

θεμελιώνω altgriechisch θεμελιῶ


ετερονομία

ετερονομία (entlehnt aus) englisch hétéronomie altgriechisch ἕτερος + νόμος


άκαιρος

άκαιρος altgriechisch ἄκαιρος


πορνοβοσκός

πορνοβοσκός altgriechisch πορνοβοσκός πόρνη + -ο- + βοσκός


καταπιέζω

καταπιέζω Koine-Griechisch καταπιέζω κατά + altgriechisch πιέζω proto-indogermanisch *pisd- (πιέζω) ((Lehnübersetzung) französisch opprimer)


διχοτομία

διχοτομία altgriechisch διχοτομία


φλόγωση

φλόγωση altgriechisch φλόγωσις φλογόω / φλογῶ φλέγω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰel- (καίω, λάμπω)


διαστρεβλώνω

διαστρεβλώνω altgriechisch διαστρεβλόω / διαστρεβλῶ στρεβλόω / στρεβλῶ στρεβλός στρέφω proto-indogermanisch *strebʰ-


φόρμιγγα

φόρμιγγα altgriechisch φόρμιγξ (άγνωστης ετυμολογίας)


απελάτης

απελάτης Koine-Griechisch ἀπελάτης altgriechisch ἀπελαύνω ἀπό + ἐλαύνω


περικάρπιο

περικάρπιο altgriechisch περικάρπιον περί + καρπός


λαιμητόμος

λαιμητόμος (λόγιο) altgriechisch λαιμητόμος (επίθετο) altgriechisch λαιμοτόμος[1] λαιμός + -τόμος ( τέμνω)


αβδηριτισμός

αβδηριτισμός altgriechisch Ἀβδηρίτης


γλουτός

γλουτός altgriechisch γλουτός


υφαίρεση

υφαίρεση altgriechisch ὑφαίρεσις


νεολογισμός

νεολογισμός (entlehnt aus) französisch néologisme altgriechisch νέος + λόγος + -ισμός


κολόβωμα

κολόβωμα altgriechisch κολόβωμα κολοβῶ


πλουτώνιο

πλουτώνιο (entlehnt aus) neulateinisch plutonium lateinisch Pluto altgriechisch Πλούτων


ελαφράδα

ελαφράδα ελαφρός + -άδα altgriechisch ἐλαφρός proto-indogermanisch *h₁léngʰus *h₁lengʷʰ- (ελαφρός) +‎ *-us


βασανίζω

βασανίζω altgriechisch βασανίζω


ανθρωποθυσία

ανθρωποθυσία Koine-Griechisch ἀνθρωποθυσία altgriechisch ἄνθρωπος + θυσία / ανθρωπο- + θυσία


ξετρυπώνω

ξετρυπώνω mittelgriechisch ξετρυπῶ altgriechisch ἐκτρυπῶ


κουρνιαχτός

κουρνιαχτός mittelgriechisch κουρνιαχτός κορνιαχτός κορνιοκτός altgriechisch κονιορτός κόνις (δεν υπάρχει ετυμολογική σχέση με το κουρνιάζω)


διασπώ

διασπώ altgriechisch διασπάω / διασπῶ διά + σπάω / σπῶ proto-indogermanisch *sp(h)ei- (τραβώ)


απλανής

απλανής altgriechisch ἀπλανής ἀ- στερητικό + πλάνη (περιπλάνηση)


υπερηφανεύομαι

υπερηφανεύομαι spätgriechisch ὑπερηφανεύομαι altgriechisch ὑπερήφανος


διίσταμαι

διίσταμαι altgriechisch διΐσταμαι διά + ἵσταμαι (στέκομαι ενάντια)


επιτελώ

επιτελώ altgriechisch ἐπιτελέω, -ῶ ἐπί + τελῶ τελος(=σκοπός)


εξισώνω

εξισώνω altgriechisch ἐξισόω


αναστέλλω

αναστέλλω altgriechisch ἀναστέλλω


κελαρύζω

κελαρύζω altgriechisch κελαρύζω


εντομή

εντομή altgriechisch ἐντομή ἐν + τομή τέμνω


κρυστάλλινος

κρυστάλλινος altgriechisch κρυστάλλινος


γλείφω

γλείφω mittelgriechisch γλείφω. Είτε Koine-Griechisch ἐκλείχω altgriechisch ἐκ- + λείχω[1], είτε συμπροφορά αντωνυμίας και του λείχω (/ton-l > toŋɡl > ɣl/). Η μετατροπή [x] > [f], πιθανόν von επίδραση του μεσαιωνικού ἀλείφω.[2]


ανάκαρα

ανάκαρα ανακαρώνω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) ανα- + καρώνω altgriechisch καρόω κάρα indoeuropäisch (Wurzel) *ḱrhesn


παραγράφω

παραγράφω (1,2) altgriechisch παραγράφω παρά + γράφω


ελλειπτικός

ελλειπτικός (λόγιο) Koine-Griechisch ἐλλειπτικός altgriechisch ἐλλείπ(ω) ( ἐν- + λείπω) + -τικός.


παρωπίδα

παρωπίδα altgriechisch παρωπίς


παιάνας

παιάνας altgriechisch παιάν


μεγαθυμία

μεγαθυμία altgriechisch μεγαθυμία μέγας + θυμός


κοσμοκράτωρ

κοσμοκράτωρ Koine-Griechisch κοσμοκράτωρ altgriechisch κόσμος + κρατέω


εντερίτιδα

εντερίτιδα Katharevousa ἐντερίτις (entlehnt aus) νεολατινικά enteritis altgriechisch ἔντερον


απέχων

απέχων (λόγιο) altgriechisch ἀπέχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀπέχω ἀπό + ἔχω


υποβολέας

υποβολέας Koine-Griechisch ὑποβολεύς altgriechisch ὑποβάλλω


βρογχοπνευμονία

βρογχοπνευμονία (entlehnt aus) neulateinisch bronchopneumonia altgriechisch βρόγχος + πνευμονία


ορογένεση

ορογένεση (entlehnt aus) französisch orogenèse altgriechisch ὄρος + γίγνομαι


εκχωρώ

εκχωρώ altgriechisch ἐκχωρέω / ἐκχωρῶ ἐκ + χωρέω / χωρῶ


αποφαίνομαι

αποφαίνομαι altgriechisch ἀποφαίνομαι, μέσος τύπος του ἀποφαίνω (στη φράση ἀποφαίνομαι γνώμην)


ονομαστός

ονομαστός (λόγιο) altgriechisch ὀνομαστός


εξωραΐζω

εξωραΐζω Koine-Griechisch ἐξωραΐζω ἐξ- + ὡραΐζω (ομορφαίνω) altgriechisch ὡραῖος ὥρα ((Lehnübersetzung) französisch embellir)


βωμολόχος

βωμολόχος (λόγιο) altgriechisch βωμολόχος βωμός + λοχάω (ενεδρεύω)


ανάρμοστος

ανάρμοστος altgriechisch ἀνάρμοστος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback