Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischανδρωνίτης altgriechisch ἀνδρωνῖτις ἀνδρών ἀνήρ
Ανδρομέδα altgriechisch Ἀνδρομέδα
Ανδρομάχη altgriechisch Ἀνδρομάχη
ανδρόγυνο Katharevousa ἀνδρόγυνον mittelgriechisch ἀνδρόγυνον / ἀντρόγυνο(ν) Koine-Griechisch ἀνδρόγυνον altgriechisch ἀνδρόγυνον (ερμαφρόδιτος, γυναικωτός ἀνήρ + γυνή
ανδριάς altgriechisch ἀνδριάς
ανδριαντοποιός altgriechisch ἀνδριαντοποιός ἀνδριάς + ποιέω
ανδριαντοποιία altgriechisch ἀνδριαντοποιία
ανδρείος altgriechisch ἀνδρεῖος ἀνδρ-, από τη Genitiv του ἀνήρ
ανδρείκελο altgriechisch ἀνδρείκελον ἀνδρείκελος ἀνήρ + εἴκελος (όμοιος)
ανδρεία altgriechisch ἀνδρεία ἀνήρ
άνδρας λόγια επίδραση στο άντρας με προφορά [nð][1] altgriechisch ἀνήρ, αιτιατική, ἄνδρα
ανδράποδο altgriechisch ἀνδράποδον
ανδράδελφος mittelgriechisch ἀνδράδελφος / αντράδελφος Koine-Griechisch ἀνδράδελφος altgriechisch ἀνήρ + ἀδελφός
ανδραγαθία altgriechisch ἀνδραγαθία
άνδηρο altgriechisch ἄνδηρον
αναψυχώνω ἀναψυχώνω in Katharevousa mittelgriechisch ἀναψυχώνω και ἀναψυχῶ altgriechisch ἀναψύχω (δροσίζω αλλά και ανανεώνω, αναπτερώνω το ηθικό)
αναψύχω altgriechisch ἀνά + ψύχω
αναψυχή altgriechisch ἀναψυχή ἀναψύχω
αναχωρώ altgriechisch ἀναχωρῶ
αναχωρητισμός von ελληνογενή französisch anachorétisme altgriechisch ἀναχώρησις + (Lehnbedeutung) französisch départ
αναχωρητήριο mittelgriechisch ἀναχωρητήριον Koine-Griechisch ἀναχωρητής altgriechisch ἀναχωρέω / ἀναχωρῶ χωρέω / χωρῶ
αναχώρηση altgriechisch ἀναχώρησις
ανάχωμα Koine-Griechisch ἀνάχωμα ἀνά + χώννυμι / χωννύω altgriechisch χόω
αναχαίτιση Koine-Griechisch ἀναχαίτισις altgriechisch ἀναχαιτίζω ἀνά + χαίτη indoeuropäisch (Wurzel) *gait- (μαλλιά)
αναχαιτίζω altgriechisch ἀναχαιτίζω ἀνά + χαίτη
αναφωνώ altgriechisch ἀναφωνέω-ἀναφωνῶ
αναφυλαξία (entlehnt aus) französisch anaphylaxie altgriechisch ἀνά + φύλαξις
αναφορά altgriechisch ἀναφορά ἀναφέρω
αναφλέγω altgriechisch ἀναφλέγω
αναφιλητό ίσως von altgriechisch ἀναφλύω (κοχλάζω)
ανατύπωση Koine-Griechisch ἀνατύπωσις ἀνατυπόω / ἀνατυπῶ τυπόω / τυπῶ altgriechisch τύπος τύπτω ((Lehnbedeutung) englisch reprinting)
ανατροπέας altgriechisch ἀνατροπεύς ἀνατρέπω τρέπω
ανατρέπω altgriechisch ἀνατρέπω
ανατοξίνη ανα- + τοξίνη (entlehnt aus) französisch toxine toxique lateinisch toxicum altgriechisch τοξικόν, Maskulinum von τοξικός τόξον
ανατομία Koine-Griechisch ἀνατομία ἀνά + altgriechisch τομή τέμνω
ανατομή altgriechisch ἀνατομή
ανατολικός Koine-Griechisch ἀνατολικός altgriechisch ἀνατολή ἀνατέλλω ἀνά + τέλλω (2. (Lehnbedeutung) französisch oriental)
ανατολή altgriechisch ἀνατολή ἀνατέλλω
ανατινάζω altgriechisch ἀνατινάσσω. Μορφολογικά: ἀνά (ανα-) + τινάσσω (τινάζω)
ανατιμώ altgriechisch ἀνατιμάω / ἀνατιμῶ τιμάω / τιμῶ
ανατίμηση ανατιμώ + -ση altgriechisch ἀνατιμάω / ἀνατιμῶ τιμάω / τιμῶ
ανατέμνω altgriechisch ἀνατέμνω ἀνά + τέμνω (3. (Lehnbedeutung) französisch disséquer)
ανατέλλω altgriechisch ἀνατέλλω
ανατείνω altgriechisch ἀνατείνω ἀνά + τείνω
αναταράσσω altgriechisch ἀναταράσσω
αναταράζω altgriechisch ἀναναταράσσω
ανάταξη altgriechisch ἀνάταξις
ανασύρω Katharevousa ἀνασύρω (ἀνά και σύρω mittelgriechisch ἀνασύρνω και ἀνασέρνω altgriechisch ἀνασύρομαι
ανασυντάσσω altgriechisch ἀνασυντάσσω
ανασύνταξη altgriechisch ἀνασύνταξις
ανασύνθεση ἀνασύνθεσις στην (Katharevousa) ἀνασυνθέτω λόγια λέξη von altgriechisch πρόθεση ἀνά και το altgriechisch συντίθημι για να αποδοθεί το γαλλικό recomposer
ανασυγκροτώ λόγια λέξη von altgriechisch ἀνά και συγκροτέω-συγκροτῶ
ανασυγκρότηση Katharevousa ἀνασυγκρότησις ανασυγκροτώ ανά + συγκροτώ altgriechisch συγκροτέω / συγκροτῶ κροτέω / κροτῶ κρότος ((Lehnübersetzung) französisch reconstruction)
αναστροφή altgriechisch ἀναστροφή
αναστρέφω altgriechisch ἀναστρέφω
αναστόμωση französisch anastomose Koine-Griechisch ἀναστόμωσις altgriechisch ἀναστομόω / ἀναστομῶ στομόω / στομῶ στόμα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *stomn
αναστολή altgriechisch ἀναστολή ἀναστέλλω
ανάστημα altgriechisch ἀνάστημα
αναστήλωση Koine-Griechisch ἀναστήλωσις ἀνά + altgriechisch στήλη
αναστενάζω altgriechisch ἀναστενάζω
αναστεναγμός altgriechisch ἀναστεναγμός
αναστέναγμα mittelgriechisch ἀναστέναγμα και παράλληλοι τύποι ἀναστέναμα, ἀναστεναγμός, ἀναστεναμός altgriechisch ἀναστενάζω
αναστέλλω altgriechisch ἀναστέλλω
αναστάτωση Koine-Griechisch ἀναστατόω ή altgriechisch ἀναστάτωσις
αναστατώνω ἀναστατώνω και (μεσαιωνικό) ἀναστατῶ και ἀνασταίνω (σηκώνω όρθιο) οπότε και διαχωρίσθηκαν νοηματικά οι οικογένειες όσων λέξεων συγγένευαν εννοιολογικά με την ανάσταση(σηκώνω + στατώ) και σε όσες συγγένευαν με την αναστάτωση (ανακατεύω) και το ἀναστατόω altgriechisch ἀναστατέω-ἀναστατῶ (καταστρέφω, ξεσπιτώνω, αναγκάζω κάποιον να ξεσηκωθεί von σπίτι του) ἀνίστημι και ἀνίσταμαι ἄνω + ἵστημι
ανασταίνω altgriechisch ἀνίστημι
ανάσσω altgriechisch ἀνάσσω
άνασσα altgriechisch ἄνασσα
ανασόνι türkisch anason altgriechisch ἄννησον (αντιδάνειο) [1]
ανασκουμπώνω altgriechisch ἀνακομβόω (ξεκουμπώνω, ξεγυμνώνω)
ανασκοπώ altgriechisch ἀνασκοπέω / ἀνασκοπῶ σκοπέω / σκοπῶ
ανασκόπηση Koine-Griechisch άνασκόπησις altgriechisch άνασκοπέω, -ῶ
ανασκιρτώ mittelgriechisch ἀνασκιρτῶ ἀνά και altgriechisch σκιρτάω-σκιρτῶ
ανασκευάζω altgriechisch ἀνασκευάζω ἀνά + σκευάζω σκευή
ανασκελάς πιθανόν von altgriechisch ὀνοσκελής, δηλαδή που έχει πόδια όνου
ανασκάπτω altgriechisch ἀνασκάπτω (καταστρέφω εκ θεμελίων)
ανασηκώνω mittelgriechisch ἀνασηκώνω altgriechisch ἀνασηκόω - ἀνασηκῶ
ανασαλεύω Koine-Griechisch ἀνασαλεύω altgriechisch σαλεύω σάλος
ανασάλεμα ανασαλεύω + -μα Koine-Griechisch ἀνασαλεύω altgriechisch σαλεύω σάλος
ανασαιμιά mittelgriechisch ἀνασασμός mittelgriechisch ἀνασαίνω ή von altgriechisch ἄνεσις ( ἀνίημι) ή άμεσα von ἀνίημι μέσω του αορίστου του ἀνέσαιμι
αναρχία altgriechisch ἀναρχία (στερητικό ἀν- + ἀρχός)
ανάρτηση altgriechisch ἀνάρτησις
αναρτήρας altgriechisch ἀναρτάω / ἀναρτῶ
ανάρρωση altgriechisch ἀνάρρωσις
αναρροφώ altgriechisch ἀναρροφέω / ἀναρροφῶ
αναρρούσα altgriechisch ἀναρρέουσα ἀναρρέω ἀνά + ῥέω
ανάρρους altgriechisch ἀνάρρους
αναρριχώμαι altgriechisch ἀναρριχάομαι / ἀναρριχῶμαι
αναρριπίζω altgriechisch ἀναρριπίζω ῥιπίζω ῥιπίς ῥίψ
ανάρρηση altgriechisch ἀνάρρησις ἀναγορεύω (von τύπο του ἀνερρήθην ή από άλλο τύπο που το αναγορεύω δανειζόταν από θέματα του λέγω και ἐρῶ)
αναρπάζω altgriechisch ἀναρπάζω ἀνά + ἁρπάζω ρίζα ἁρπ- ἁρπαγ-
ανάρμοστος altgriechisch ἀνάρμοστος
αναρμόδιος altgriechisch ἀναρμόδιος
αναρθρία (entlehnt aus) neulateinisch anarthria altgriechisch ἄναρθρος + -ία ἄρθρον ἀραρίσκω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂er-
αναπυρώνω Katharevousa ἀναπυρώνω altgriechisch ἀναπυρόω / ἀναπυρῶ
αναπτύσσω altgriechisch ἀναπτύσσω
αναπτέρωση αναπτερώ(νω) + -ση altgriechisch ἀναπτερόω
αναπτερώνω mittelgriechisch ἀναπτερώνω και παράλληλα ἀναπτερυγιάζω altgriechisch ἀναπτερόω-ἀναπτερῶ
αναπομπή Koine-Griechisch ἀναπομπή altgriechisch ἀνά + πέμπω
αναπολώ altgriechisch ἀναπολέω / ἀναπολῶ ἀνά + πολέω πέλω
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.