αναστατώνω Verb  [anastatono, anastatwnw]

  Verb
(1)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu αναστατώνω

αναστατώνω ἀναστατώνω και (μεσαιωνικό) ἀναστατῶ και ἀνασταίνω (σηκώνω όρθιο) οπότε και διαχωρίσθηκαν νοηματικά οι οικογένειες όσων λέξεων συγγένευαν εννοιολογικά με την ανάσταση(σηκώνω + στατώ) και σε όσες συγγένευαν με την αναστάτωση (ανακατεύω) και το ἀναστατόω altgriechisch ἀναστατέω-ἀναστατῶ (καταστρέφω, ξεσπιτώνω, αναγκάζω κάποιον να ξεσηκωθεί von σπίτι του) ἀνίστημι και ἀνίσταμαι ἄνω + ἵστημι


GriechischDeutsch
Λέει ότι αναστατώνω την Λέξι...Sie sagte, dass ich Lexi aufregen würde.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αναστατώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναστατώνωαναστατώνουμε, αναστατώνομεαναστατώνομαιαναστατωνόμαστε
αναστατώνειςαναστατώνετεαναστατώνεσαιαναστατώνεστε, αναστατωνόσαστε
αναστατώνειαναστατώνουν(ε)αναστατώνεταιαναστατώνονται
Imper
fekt
αναστάτωνααναστατώναμεαναστατωνόμουν(α)αναστατωνόμαστε, αναστατωνόμασταν
αναστάτωνεςαναστατώνατεαναστατωνόσουν(α)αναστατωνόσαστε, αναστατωνόσασταν
αναστάτωνεαναστάτωναν, αναστατώναν(ε)αναστατωνόταν(ε)αναστατώνονταν, αναστατωνόντανε, αναστατωνόντουσαν
Aoristαναστάτωσααναστατώσαμεαναστατώθηκααναστατωθήκαμε
αναστάτωσεςαναστατώσατεαναστατώθηκεςαναστατωθήκατε
αναστάτωσεαναστάτωσαν, αναστατώσαν(ε)αναστατώθηκεαναστατώθηκαν, αναστατωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναστατώσει
έχω αναστατωμένο
έχουμε αναστατώσει
έχουμε αναστατωμένο
έχω αναστατωθεί
είμαι αναστατωμένος, -η
έχουμε αναστατωθεί
είμαστε αναστατωμένοι, -ες
έχεις αναστατώσει
έχεις αναστατωμένο
έχετε αναστατώσει
έχετε αναστατωμένο
έχεις αναστατωθεί
είσαι αναστατωμένος, -η
έχετε αναστατωθεί
είστε αναστατωμένοι, -ες
έχει αναστατώσει
έχει αναστατωμένο
έχουν αναστατώσει
έχουν αναστατωμένο
έχει αναστατωθεί
είναι αναστατωμένος, -η, -ο
έχουν αναστατωθεί
είναι αναστατωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναστατώσει
είχα αναστατωμένο
είχαμε αναστατώσει
είχαμε αναστατωμένο
είχα αναστατωθεί
ήμουν αναστατωμένος, -η
είχαμε αναστατωθεί
ήμαστε αναστατωμένοι, -ες
είχες αναστατώσει
είχες αναστατωμένο
είχατε αναστατώσει
είχατε αναστατωμένο
είχες αναστατωθεί
ήσουν αναστατωμένος, -η
είχατε αναστατωθεί
ήσαστε αναστατωμένοι, -ες
είχε αναστατώσει
είχε αναστατωμένο
είχαν αναστατώσει
είχαν αναστατωμένο
είχε αναστατωθεί
ήταν αναστατωμένος, -η, -ο
είχαν αναστατωθεί
ήταν αναστατωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναστατώνωθα αναστατώνουμε, θα αναστατώνομεθα αναστατώνομαιθα αναστατωνόμαστε
θα αναστατώνειςθα αναστατώνετεθα αναστατώνεσαιθα αναστατώνεστε, θα αναστατωνόσαστε
θα αναστατώνειθα αναστατώνουν(ε)θα αναστατώνεταιθα αναστατώνονται
Fut
ur
θα αναστατώσωθα αναστατώσουμε, θα αναστατώσομεθα αναστατωθώθα αναστατωθούμε
θα αναστατώσειςθα αναστατώσετεθα αναστατωθείςθα αναστατωθείτε
θα αναστατώσειθα αναστατώσουνθα αναστατωθείθα αναστατωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναστατώσει
θα έχω αναστατωμένο
θα έχουμε αναστατώσει
θα έχουμε αναστατωμένο
θα έχω αναστατωθεί
θα είμαι αναστατωμένος, -η
θα έχουμε αναστατωθεί
θα είμαστε αναστατωμένοι, -ες
θα έχεις αναστατώσει
θα έχεις αναστατωμένο
θα έχετε αναστατώσει
θα έχετε αναστατωμένο
θα έχεις αναστατωθεί
θα είσαι αναστατωμένος, -η
θα έχετε αναστατωθεί
θα είστε αναστατωμένοι, -ες
θα έχει αναστατώσει
θα έχει αναστατωμένο
θα έχουν αναστατώσει
θα έχουν αναστατωμένο
θα έχει αναστατωθεί
θα είναι αναστατωμένος, -η, -ο
θα έχουν αναστατωθεί
θα είναι αναστατωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναστατώνωνα αναστατώνουμε, να αναστατώνομενα αναστατώνομαινα αναστατωνόμαστε
να αναστατώνειςνα αναστατώνετενα αναστατώνεσαινα αναστατώνεστε, να αναστατωνόσαστε
να αναστατώνεινα αναστατώνουν(ε)να αναστατώνεταινα αναστατώνονται
Aoristνα αναστατώσωνα αναστατώσουμε, να αναστατώσομενα αναστατωθώνα αναστατωθούμε
να αναστατώσειςνα αναστατώσετενα αναστατωθείςνα αναστατωθείτε
να αναστατώσεινα αναστατώσουν(ε)να αναστατωθείνα αναστατωθούν(ε)
Perfνα έχω αναστατώσει
να έχω αναστατωμένο
να έχουμε αναστατώσει
να έχουμε αναστατωμένο
να έχω αναστατωθεί
να είμαι αναστατωμένος, -η
να έχουμε αναστατωθεί
να είμαστε αναστατωμένοι, -ες
να έχεις αναστατώσει
να έχεις αναστατωμένο
να έχετε αναστατώσει
να έχετε αναστατωμένο
να έχεις αναστατωθεί
να είσαι αναστατωμένος, -η
να έχετε αναστατωθεί
να είστε αναστατωμένοι, -ες
να έχει αναστατώσει
να έχει αναστατωμένο
να έχουν αναστατώσει
να έχουν αναστατωμένο
να έχει αναστατωθεί
να είναι αναστατωμένος, -η, -ο
να έχουν αναστατωθεί
να είναι αναστατωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαναστάτωνεαναστατώνετεαναστατώνεστε
Aoristαναστάτωσεαναστατώσετε, αναστατώστεαναστατώσουαναστατωθείτε
Part
izip
Presαναστατώνοντας
Perfέχοντας αναστατώσει, έχοντας αναστατωμένοαναστατωμένος, -η, -οαναστατωμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναστατώσειαναστατωθεί









Griechische Definition zu αναστατώνω

αναστατώνω [anastatóno] -ομαι : 1.(για χώρο) προκαλώ αναστάτωση, ακαταστασία εξαφανίζοντας την τάξη που υπάρχει σ΄ αυτόν: αναστατώνω το δωμάτιο / τα συρτάρια κάποιου. Οι διαρρήκτες αναστάτωσαν το σπίτι ψάχνοντας για χρήματα και χρυσαφικά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback