Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ανιόν

ανιόν englisch anion altgriechisch ἀνιόν, ουδέτερο μετοχής του ἄνειμι εἶμι (αντιδάνειο)


ανίκητος

ανίκητος altgriechisch ἀνίκητος νικάω / νικῶ


ανίερος

ανίερος altgriechisch ἀνίερος ἀν- + ἱερός


ανιδρύω

ανιδρύω Koine-Griechisch ἀνιδρύω altgriechisch ἱδρύω


ανίδρυση

ανίδρυση Katharevousa ανίδρυσις ανιδρύω + -σις Koine-Griechisch ἀνιδρύω altgriechisch ἱδρύω


ανίατος

ανίατος altgriechisch ἀνίατος ἀ- στερητικό + ἰάομαι, -ῶμαι (θεραπεύω) + -τος


ανία

ανία altgriechisch ἀνία


ανθυποφορά

ανθυποφορά Koine-Griechisch ἀνθυποφορά altgriechisch ὑποφορά ὑποφέρω φέρω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰer-


ανθύλλιο

ανθύλλιο Koine-Griechisch ἀνθύλλιον altgriechisch ἄνθος


ανθρωποφοβία

ανθρωποφοβία (entlehnt aus) französisch anthropophobie altgriechisch ἄνθρωπος + φόβος


ανθρωποφάγος

ανθρωποφάγος altgriechisch ἀνθρωποφάγος ἄνθρωπος + φαγεῖν


ανθρωποφαγία

ανθρωποφαγία altgriechisch ἀνθρωποφαγία


ανθρωποσφαγή

ανθρωποσφαγή Koine-Griechisch ἀνθρωποσφαγία altgriechisch ἀνθρωποσφαγέω ἄνθρωπος + σφάττω


άνθρωπος

άνθρωπος altgriechisch ἄνθρωπος


ανθρωπόμορφος

ανθρωπόμορφος altgriechisch ἀνθρωπόμορφος ἄνθρωπος + μορφή


ανθρωπομορφισμός

ανθρωπομορφισμός (entlehnt aus) französisch anthropomorphisme altgriechisch ἄνθρωπος + μορφή


ανθρωπομετρία

ανθρωπομετρία (entlehnt aus) französisch anthropométrie altgriechisch ἄνθρωπος + μέτρον


ανθρωπολόγος

ανθρωπολόγος (entlehnt aus) (λόγιο δάνειο) französisch anthropologue antrhopologie altgriechisch ἄνθρωπος + λόγος. Αναλύεται σε ανθρωπο- + -λόγος


ανθρωπολογία

ανθρωπολογία (entlehnt aus) französisch anthropologie altgriechisch ἄνθρωπος + λέγω


ανθρωποκτονία

ανθρωποκτονία Koine-Griechisch ἀνθρωποκτονία altgriechisch ἄνθρωπος + κτείνω / ανθρωπο- + -κτονία


ανθρωποθυσία

ανθρωποθυσία Koine-Griechisch ἀνθρωποθυσία altgriechisch ἄνθρωπος + θυσία / ανθρωπο- + θυσία


ανθρωπογνωσία

ανθρωπογνωσία (entlehnt aus) französisch anthropognosie ανθρωπο- + -γνωσία / altgriechisch ἄνθρωπος + γιγνώσκω


ανθρωπογεωγραφία

ανθρωπογεωγραφία (entlehnt aus) französisch anthropogéographie ανθρωπο- + γεωγραφία / altgriechisch ἄνθρωπος + Koine-Griechisch γεωγραφία


ανθρωπιστής

ανθρωπιστής ἀνθρωπιστής altgriechisch ἀνθρωπίζω


ανθρώπινος

ανθρώπινος altgriechisch ἀνθρώπινος ἄνθρωπος


ανθρωπάριο

ανθρωπάριο άνθρωπος + υποκοριστικό επίθημα -άριο altgriechisch ἀνθρωπάριον, ἄνθρωπος + υποκοριστικό επίθημα -άριον


άνθραξ

άνθραξ altgriechisch και (Katharevousa) ἄνθραξ


ανθράκωση

ανθράκωση Koine-Griechisch ἀνθράκωσις altgriechisch ἀνθρακόομαι ἄνθραξ


ανθρακωρύχος

ανθρακωρύχος άνθρακας + -ωρύχος ( altgriechisch ὀρύττω· το ω (ανθρακωρύχος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)


ανθρακωρυχείο

ανθρακωρυχείο άνθρακας + ορυχείο ( altgriechisch ὀρύττω· (το ω (ανθρακωρυχείο) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)


ανθρακώνω

ανθρακώνω mittelgriechisch ἀνθρακόω altgriechisch ἀνθρακόομαι ἄνθραξ


ανθρακίτης

ανθρακίτης englisch anthracite lateinisch anthracitis Koine-Griechisch ἀνθρακῖτις (αντιδάνειο) altgriechisch ἄνθραξ


ανθρακιά

ανθρακιά altgriechisch ἀνθρακιά ἄνθραξ


ανθράκευση

ανθράκευση ανθρακεύω + -ση Koine-Griechisch ἀνθρακεύω altgriechisch ἄνθραξ, Lehnübersetzung από τη französisch charbonnage


άνθρακας

άνθρακας altgriechisch ἄνθραξ


ανθοφορία

ανθοφορία Koine-Griechisch ἀνθοφορία altgriechisch ἀνθοφόρος ἄνθος + φέρω


ανθός

ανθός mittelgriechisch ἀνθός, ἀθθός, ἀθός (πρβλ. ἀθθυμίζω ἐνθυμίζομαι) altgriechisch ἄνθος[1]


άνθος

άνθος altgriechisch ἄνθος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂endʰos


ανθολογώ

ανθολογώ altgriechisch ἀνθολογέω / ἀνθολογῶ


ανθολόγιο

ανθολόγιο Koine-Griechisch ἀνθολόγιον altgriechisch ἄνθος + -ο- + -λόγιο


ανθολογία

ανθολογία Koine-Griechisch ἀνθολογία altgriechisch ἄνθος + λέγω Η αρχική σημασία ήταν μάζεμα λουλουδιών


ανθοκομώ

ανθοκομώ Koine-Griechisch ἀνθοκομέω / ἀνθοκομῶ ἀνθοκόμος altgriechisch ἄνθος + -κομος


ανθοκόμος

ανθοκόμος Koine-Griechisch ἀνθοκόμος altgriechisch ἄνθος + -κόμος κομέω / κομῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε ανθο- + -κόμος


ανθίσταμαι

ανθίσταμαι (λόγιο) altgriechisch ἀνθίσταμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε (αντ-) ανθ- + ίσταμαι που ήταν δασυνόμενη λέξη (ἵσταμαι)


άνθισμα

άνθισμα Koine-Griechisch ἄνθισμα altgriechisch ἀνθίζω ἄνθος


άνθηση

άνθηση Koine-Griechisch ἄνθησις altgriechisch ἀνθέω / ἀνθῶ ἄνθος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂endʰos


άνθημα

άνθημα altgriechisch ἄνθημα


ανθέμιο

ανθέμιο altgriechisch ἀνθέμιον


ανθέλληνας

ανθέλληνας ανθ- ( αντί) + Έλληνας ( altgriechisch Ἕλλην)


ανήφορος

ανήφορος mittelgriechisch ανήφορος Koine-Griechisch ἀνώφορος altgriechisch ἀνωφερής


ανήσυχος

ανήσυχος Koine-Griechisch ἀνήσυχος ἀν- + altgriechisch ἥσυχος


ανήρ

ανήρ altgriechisch ἀνήρ


ανήμπορος

ανήμπορος mittelgriechisch ανήμπορος ημπορώ εμπορώ altgriechisch εὐπορῶ


ανημπόρια

ανημπόρια ανήμπορος + -ια mittelgriechisch ἀνήμπορος ἀν- + ἠμπορῶ ἐμπορῶ altgriechisch εὐπορῶ


ανήμερος

ανήμερος altgriechisch ἀνήμερος ἀ- + ἥμερος


ανήμερα

ανήμερα mittelgriechisch ανήμερα altgriechisch ἐν ἡμέρᾳ (εντός της ημέρας)


ανήλιος

ανήλιος altgriechisch ἀνήλιος ἀν- + ἥλιος


άνηθος

άνηθος altgriechisch ἄνηθον (Neutrum)


άνηθο

άνηθο altgriechisch ἄνηθον


ανεψιός

ανεψιός altgriechisch ἀνεψιός


ανεψιά

ανεψιά altgriechisch ἀνεψιά


ανέχομαι

ανέχομαι altgriechisch ἀνέχομαι, Passiv von ἀνέχω ἀνά + ἔχω


ανεύρυσμα

ανεύρυσμα Koine-Griechisch ἀνεύρυσμα altgriechisch ἀνευρύνω εὐρύνω εὐρύς


ανεύρεση

ανεύρεση altgriechisch ἀνεύρεσις


ανευλόγητος

ανευλόγητος mittelgriechisch ἀνευλόγητος altgriechisch εὐλογέω εὖ + λέγω


ανευλάβεια

ανευλάβεια altgriechisch ἀνευλάβεια ἀνευλαβής εὐλαβής εὖ + λαμβάνω indoeuropäisch (Wurzel) *sleh₂gʷ-


ανεύθυνος

ανεύθυνος altgriechisch ἀνεύθυνος


άνετος

άνετος altgriechisch ἄνετος ἀνίημι ἵημι indoeuropäisch (Wurzel) *ye-


άνεση

άνεση altgriechisch ἄνεσις


ανέρχομαι

ανέρχομαι altgriechisch ἀνέρχομαι ἔρχομαι


ανερευνώ

ανερευνώ altgriechisch ἀνερευνάω / ἀνερευνῶ


ανεπιτήδειος

ανεπιτήδειος altgriechisch ἀνεπιτήδειος


ανεπιστημοσύνη

ανεπιστημοσύνη altgriechisch ἀνεπιστημοσύνη


ανεπιμέλητος

ανεπιμέλητος Koine-Griechisch ἀνεπιμέλητος altgriechisch ἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι ἐπιμελής


ανεπίληπτος

ανεπίληπτος altgriechisch ἀνεπίληπτος ἐπίληπτος ἐπίλαμβάνω λαμβάνω indoeuropäisch (Wurzel) *sleh₂gʷ-


ανεπιείκεια

ανεπιείκεια altgriechisch ἀνεπιείκεια


ανεξιθρησκία

ανεξιθρησκία ανεξίθρησκος + -ία altgriechisch ἀνεξι- + θρησκεία + -ος


ανεξάλειπτος

ανεξάλειπτος altgriechisch ἀνεξάλειπτος ἐξαλείφω ἀλείφω


ανεμώνη

ανεμώνη altgriechisch ἀνεμώνη


ανεμώνα

ανεμώνα ανεμώνη altgriechisch ἀνεμώνη


ανεμπαίζω

ανεμπαίζω mittelgriechisch ἀνεμπαίζω ανα- + altgriechisch ἐμπαίζω


ανεμούριο

ανεμούριο Koine-Griechisch ἀνεμούριον (ο ανεμόμυλος και ο ανεμοδείκτης altgriechisch οὖρος


ανεμόσκαλα

ανεμόσκαλα mittelgriechisch ἀνεμόσκαλα altgriechisch ἄνεμος + Koine-Griechisch σκάλα ( lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend-)


άνεμος

άνεμος altgriechisch ἄνεμος


ανεμογράφος

ανεμογράφος (entlehnt aus) französisch anémographe altgriechisch ἄνεμος + γράφω


ανέλπιστος

ανέλπιστος altgriechisch ἀνέλπιστος


ανελκύω

ανελκύω altgriechisch ἀνελκύω


ανέλκυση

ανέλκυση Koine-Griechisch ἀνέλκυσις altgriechisch ἀνελκύω


ανέλιξη

ανέλιξη spätgriechisch ἀνέλιξις altgriechisch ἀνελίσσω (=ξετυλίγω)


ανελεύθερος

ανελεύθερος altgriechisch ἀνελεύθερος ἀν- + ἐλεύθερος


ανελευθερία

ανελευθερία altgriechisch ἀνελευθερία ἀν- + ἐλευθερία


ανελεύθερα

ανελεύθερα ανελεύθερος + -α altgriechisch ἀνελεύθερος ἐλεύθερος


ανελέητος

ανελέητος altgriechisch ἀνελέητος α- + ἐλεῶ + -ητος


ανεκτικότητα

ανεκτικότητα ανεκτικός + -ότητα Koine-Griechisch ἀνεκτικός altgriechisch ἀνέχομαι ἀνέχω ἔχω


ανέκαθεν

ανέκαθεν altgriechisch ἀνέκαθεν


ανέγκλητος

ανέγκλητος altgriechisch ἀνέγκλητος ἀν- + ἐγκαλέω / ἐγκαλῶ καλέω / καλῶ


ανέγγιχτος

ανέγγιχτος άνέγγιχτος στην (Katharevousa) mittelgriechisch λέξη άνάγγιχτος από α στερητικό και ἐγγίζω, παράλληλη με το ἄγγιχτος ως αντώνυμο του άγγιχτός ( altgriechisch ἐγγύς)


ανεβαίνω

ανεβαίνω altgriechisch ἀναβαίνω


ανδρώνω

ανδρώνω altgriechisch ἀνδρόω


ανδρώνομαι

ανδρώνομαι Passiv von ανδρώνω και αντρώνω altgriechisch ἀνδρόω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback