{ο}  άνθρωπος Subst.  [anthropos, anthrwpos]

{der}    Subst.
(6295)
Zweibeiner (ugs.)
(3)

Etymologie zu άνθρωπος

άνθρωπος altgriechisch ἄνθρωπος


GriechischDeutsch
Σε περίπτωση κατολίσθησης σωρών αποβλήτων εξόρυξης, κάθε μάζα αποβλήτων σε κίνηση θεωρείται ότι απειλεί την ανθρώπινη ζωή, εφόσον βρίσκονται άνθρωποι εντός της εμβέλειας της κινούμενης μάζας αποβλήτων.Beim Abrutschen von Abfallhalden gilt jede in Bewegung befindliche Abfallmasse als mögliche Bedrohung für menschliches Leben, wenn sich Menschen innerhalb der Reichweite der abrutschenden Abfallmasse befinden.

Übersetzung bestätigt

ο χρόνος μετακίνησης ενδεχόμενου πλημμυρικού κύματος σε περιοχές όπου βρίσκονται άνθρωποι·die Fließzeit einer potenziellen Flutwelle bis zu Gebieten, in denen sich Menschen befinden;

Übersetzung bestätigt

Πρόκειται για δυσμενείς επιδράσεις στην ανθρώπινη λειτουργία για σύντομη διάρκεια μετά την έκθεση, από τις οποίες οι άνθρωποι μπορούν να ανακάμψουν σε εύλογη περίοδο χωρίς ουσιαστική αλλοίωση της διάρθρωσης ή της λειτουργίας.Unter diese Kategorie fallen nur narkotisierende Wirkungen und Atemwegsreizungen. Dabei handelt es sich um Wirkungen auf Zielorgane, bei denen ein Stoff die obigen Kriterien für eine Einstufung in die Kategorien 1 oder 2 nicht erfüllt. Dieses sind Wirkungen, die die menschlichen Körperfunktionen nach der Exposition vorübergehend beeinträchtigen und von denen sich der Mensch in einem angemessenen Zeitraum erholt, ohne dass eine nennenswerte strukturelle oder funktionelle Beeinträchtigung zurückbleibt.

Übersetzung bestätigt

Κατ' αρχήν, οι δυσμενείς επιδράσεις στην αναπαραγωγή που διαπιστώνονται μόνον με πολύ υψηλά επίπεδα δόσης σε μελέτες σε ζώα (για παράδειγμα που περιλαμβάνουν δόσεις που προκαλούν κατάρρευση, σοβαρή ανορεξία, υπερβολική θνησιμότητα) δεν οδηγούν στην ταξινόμηση, εκτός εάν διατίθενται άλλες πληροφορίες, π.χ. τοξικοκινητική, σύμφωνα με τις οποίες οι άνθρωποι μπορεί να είναι πιο επιδεκτικοί από τα ζώα και σύμφωνα με τις οποίες ενδείκνυται η ταξινόμηση.Grundsätzlich führen Beeinträchtigungen der Fortpflanzung, die nur bei sehr hohen Dosierungen in Tierversuchen auftreten (beispielsweise bei Dosierungen, die zum Zustand höchster Erschöpfung, starker Appetitlosigkeit, erhöhter Mortalität führen), normalerweise nicht zur Einstufung, sofern nicht andere Informationen verfügbar sind, wie etwa toxikokinetische Untersuchungen, die darauf hindeuten, dass Menschen empfindlicher als Tiere reagieren, so dass eine Einstufung angebracht erscheint.

Übersetzung bestätigt

Επίσης, λόγω των διαφορών των ειδών στην τοξικοκινητική, ο καθορισμός ενός συγκεκριμένου ορίου δόσης ενδέχεται να μην επαρκεί για καταστάσεις όπου οι άνθρωποι είναι πιο ευαίσθητοι από το ζωικό πρότυπο.Auch kann sich die Festlegung einer bestimmten Grenzdosis aufgrund toxikokinetischer Unterschiede zwischen den Arten in jenen Fällen als ungeeignet erweisen, in denen Menschen empfindlicher sind als das Tiermodell.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu άνθρωπος

άνθρωπος ο [ánθropos] λαϊκότρ. πληθ. και ανθρώποι : I.(ανθρωπολ.) ον που ανήκει στην ανώτατη ομάδα των πρωτευόντων θηλαστικών και που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά την όρθια στάση, τη λογική και τον έναρθρο λόγο: Ο άνθρωπος ανήκει στο ζωικό βασίλειο. H ανατομία / η φυσιολογία του ανθρώπου. || ο άνθρωπος ως εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου: Ο προϊστορικός άνθρωπος. Ο άνθρωπος των σπηλαίων. Θεωρίες για την καταγωγή του ανθρώπου. Ο αγώνας του ανθρώπου για να υποτάξει τη φύση. Ο άνθρωπος είναι θνητός. || (πληθ.) το σύνολο των ανθρώπων, η ανθρωπότητα. II1. ο άνθρωπος ως μονάδα, ως άτομο με ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές και ψυχικές ιδιότητες: Ένας ψηλός / κοντός / ωραίος / άσχημος / έξυπνος / κουτός / ευαίσθητος / σκληρός άνθρωπος. Aυτός είναι άνθρωπος εργατικός. άνθρωπος των άκρων. Ο μέσος* άνθρωπος. Mισός* άνθρωπος. (έκφρ.) γίνομαι άλλος άνθρωπος, αλλάζω εντελώς ως προς τη συμπεριφορά μου, τα συναισθήματά μου ή την εξωτερική μου εμφάνιση, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. σαν ένας άνθρωπος, όλοι μαζί, με ομοθυμία. ενώπιον* Θεού και ανθρώπων. || (επιτατικά): Nοικοκύρης / οικογενειάρχης / γέρος / νέος άνθρωπος: Δεν ντρέπεται νοικοκύρης άνθρωπος να ξενυχτάει και να χαρτοπαίζει! Zητάς από μένα, γέρο άνθρωπο, να σηκωθώ για να καθίσεις! || το άτομο ως απόλυτη ηθική αξία: Πιστεύω στον άνθρωπο. Πάνω από όλα τοποθετώ τον άνθρωπο. Έθεσε τη ζωή του στην υπηρεσία του ανθρώπου. || (εκκλ.): Ο Yιός του Aνθρώπου, ο Xριστός. α. άτομο με ηθικές αρχές και με ευγενικά συναισθήματα: Δεν αρκεί να είσαι καλός επιστήμονας, πρέπει να είσαι και άνθρωπος. Aυτός δεν είναι άνθρωπος, για σκληρό ή χυδαίο άτομο. || (έκφρ.) γίνομαι άνθρωπος / κάνω κπ. άνθρωπο, ηθικό και χρήσιμο πολίτη. β. ο άνθρωπος ως ατελές και αδύνατο ον: άνθρωπος είμαι κι εγώ, δεν είμαι ούτε Θεός ούτε υπεράνθρωπος. Άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε. (έκφρ.) τα λάθη* είναι για τους ανθρώπους. || Άνθρωπέ μου, τι είναι αυτά που λες / τι θέλεις εδώ!, επικριτικά ή για να εκφράσουμε δυσάρεστη έκπληξη. γ. ο άνθρωπος ως ον με ιδιαίτερα δικαιώματα στη ζωή έναντι των άλλων πλασμάτων: Mου συμπεριφέρθηκε σαν να μην είμαι άνθρωπος. άνθρωπος είμαι, δεν είμαι ζώο / σκυλί. Zει σαν άνθρωπος / πέθανε σαν άνθρωπος, αξιοπρεπώς, χωρίς στερήσεις ή βάσανα. δ. το άτομο, από τη σκοπιά της προσωπικής του ζωής: Mελέτη που εξετάζει το Σολωμό ως ποιητή και ως άνθρωπο. Ο Bενιζέλος ως πολιτικός και ως άνθρωπος. Ο άνθρωπος Σεφέρης. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback