Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



νυχτιά

νυχτιά mittelgriechisch νυχτιά νύχτα + -ιά νύκτα altgriechisch νύξ indoeuropäisch (Wurzel) *nókʷts


νυχτοφύλακας

νυχτοφύλακας altgriechisch νυκτοφύλαξ νύξ + -ο- + φύλαξ


νωθρός

νωθρός altgriechisch νωθής


νωθρότητα

νωθρότητα altgriechisch νωθρότης νωθρός


νωματάρχης

νωματάρχης altgriechisch ἐνωμοτάρχης ἐνωμοτία ( ἐνώμοτος ὄμνυμι) + -άρχης ( ἄρχω)


νωρίς

νωρίς mittelgriechisch νωρίς Koine-Griechisch ἐνώρως altgriechisch ἐν ὥρᾳ


νώτα

νώτα altgriechisch νῶτα


νωχέλεια

νωχέλεια Koine-Griechisch altgriechisch νωχελία


ξαγρυπνώ

ξαγρυπνώ mittelgriechisch ξαγρυπνῶ ἐξ και altgriechisch ἀγρυπνέω-ἀγρυπνῶ ή αντίστροφα von ξάγρυπνος και "ξαγρυπνός" ξε και ἄγρυπνος


ξακουσμένος

ξακουσμένος mittelgriechisch ξακουσμένος ἐξακουσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου des altgriechischen ἐξακούω "ακούω απο μακριά"[1]


ξανθός

ξανθός altgriechisch ξανθός


ξανοίγω

ξανοίγω mittelgriechisch ξανοίγω altgriechisch ἐξανοίγω (ανοίγω, εκτίθεμαι στην ανοιχτοσύνη)


ξαπλώνω

ξαπλώνω ἐξαπλώνω altgriechisch ἐξαπλῶ


ξαποσταίνω

ξαποσταίνω mittelgriechisch ξαποσταίνω ἀποσταίνω altgriechisch ἀφίσταμαι ἀπό+ ἵστημι indoeuropäisch (Wurzel) *stísteh₂- *steh₂- (ἵστημι)


ξαφνιάζω

ξαφνιάζω mittelgriechisch ξαφνίζω και ἐξαφνίζω altgriechisch ἐξαίφνης ἐξ + αἴφνης


ξάφνιασμα

ξάφνιασμα mittelgriechisch ξάφνισμα ξαφνίζω και ἐξαφνίζω altgriechisch ἐξαίφνης ἐξ + αἴφνης


ξαφνικός

ξαφνικός mittelgriechisch ξαφνικός έξαφνος άξαφνος άξαφνα altgriechisch ἐξαίφνης ἐξ + ἄφνω


ξάφνου

ξάφνου mittelgriechisch ξάφνου εξ- + altgriechisch ἄφνω


ξεβγάζω

ξεβγάζω mittelgriechisch ξεβγάνω και ξεβγάλλω ξε και βγάλλω von αόριστο ή άλλο τύπο του (altgriechisch ) ἐκβάλλω


ξεθυμαίνω

ξεθυμαίνω mittelgriechisch ξεθυμαίνω Koine-Griechisch ἐκθυμαίνω altgriechisch θυμαίνω θυμός


ξεκάνω

ξεκάνω mittelgriechisch ξεκάνω και ξεκάμω ξεκάμνω ξε + κάμνω altgriechisch ἐκκάμνω (χάνω τις δυνάμεις μου από γηρατειά, πολέμους)


ξεκινώ

ξεκινώ ξε- + κινώ altgriechisch ἐκκινῶ (το πρόθημα ξε- αντικατέστησε την πρόθεση ἐκ)


ξεκλήρισμα

ξεκλήρισμα mittelgriechisch ξεκληρίζω ξε + altgriechisch κλῆρος (η κλήρωση αλλά και κομμάτι γης από κληρονομιά καθώς και έντομο καταστροφικό για τα μελίσσια)


ξεκοιλιάζω

ξεκοιλιάζω mittelgriechisch ξεκοιλιάζω ξε- + κοιλιά altgriechisch κοιλία


ξεκοίλιασμα

ξεκοίλιασμα ξεκοιλιάζω + -μα mittelgriechisch ξεκοιλιάζω ξε- + κοιλιά altgriechisch κοιλία


ξεκουρδίζω

ξεκουρδίζω mittelgriechisch ξε και κουρδίζω altgriechisch χορδή


ξεκουφαίνω

ξεκουφαίνω: ξε- + κουφαίνω altgriechisch ἐκκωφόω, -ῶ


ξελεπίζω

ξελεπίζω altgriechisch ἐκλεπίζω


ξεμπερδεύω

ξεμπερδεύω mittelgriechisch ξεμπερδένω και ξεμπερδεύω ξε και μπερδεύω ή μπερδένω ἐν και περιδένω altgriechisch περιδέω (πλέκω, δένω ολόγυρα)


ξεμπλέκω

ξεμπλέκω mittelgriechisch ξε + altgriechisch ἐμπλέκω


ξενάγηση

ξενάγηση ξενάγησις με επακριβώς την σημερινή έννοια in Katharevousa Koine-Griechischξενάγησις (βοηθώ έναν ξένο στον τόπο μου) altgriechisch ξεναγέω (καθοδηγώ μισθοφόρους) ξεναγός ( ο επικεφαλής μισθοφόρων) και ξεναγέτης (που φιλοξενεί, περιποιείται ξένους)


ξεναγός

ξεναγός altgriechisch ξεναγός ξένος + ἄγω ή ἡγέομαι


ξεναγώ

ξεναγώ altgriechisch ξεναγέω-ξεναγῶ ξένος + ἄγω


ξενέρωμα

ξενέρωμα ξενερ(ώνω) + -μα mittelgriechisch ξενερώνω ξε + νερώνω νερό Koine-Griechisch νηρόν, Maskulinum von νηρός altgriechisch νεαρός νέος proto-indogermanisch *néwos (νέος) *nu (τώρα)


ξενηλασία

ξενηλασία altgriechisch ξενηλασία


ξενίζω

ξενίζω altgriechisch ξενίζω (φιλοξενώ) ξένος


ξενικός

ξενικός altgriechisch ξενικός


ξενισμός

ξενισμός altgriechisch ξενισμός


ξενιτεύομαι

ξενιτεύομαι altgriechisch ξενιτεύομαι


ξενοδόχος

ξενοδόχος mittelgriechisch ξενοδόχος Koine-Griechisch ξενοδόχος altgriechisch ξενοδόκος ξενο- + -δόχος δέχομαι


ξένον

ξένον englisch xenon ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου des altgriechischen ελληνικού επιθέτου ξένος


ξένος

ξένος altgriechisch ξένος vorhellenistisch


ξενοφοβία

ξενοφοβία (entlehnt aus) französisch xénophobie altgriechisch ξένος + φόβος


ξενών

ξενών altgriechisch ξενών


ξενώνας

ξενώνας altgriechisch ξενών


ξεπαρθενεύω

ξεπαρθενεύω mittelgriechisch ξεπαρθενεύω και ξεπαρθενίζω ξε και παρθενεία ἐξηπαρθενεύω μεταγενέστερη ή ίσως Koine-Griechisch ἐκπαρθενεύω altgriechisch παρθενία


ξεπάστρεμα

ξεπάστρεμα ξεπαστρεύω + -μα mittelgriechisch ξεπαστρεύω ξε- + παστρεύω πάστρα σπάστρα σπαστρεύω *σπαρτεύω σπάρτον altgriechisch σπάρτον σπαρτός σπείρω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω)


ξεπαστρεύω

ξεπαστρεύω mittelgriechisch ξεπαστρεύω ξε + παστρεύω πάστρα σπάστρα σπαστρεύω *σπαρτεύω σπάρτον altgriechisch σπάρτον σπαρτός σπείρω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω)


ξεπέφτω

ξεπέφτω altgriechisch ἐκπίπτω (ξε- ἐκ, πέφτω πίπτω)


ξεπλένω

ξεπλένω mittelgriechisch ξεπλύνω altgriechisch ἐκπλύνω


ξεπουλώ

ξεπουλώ mittelgriechisch ξεπουλῶ von αόριστο ή άλλο τύπο του (Koine-Griechisch ή μεταγενέστερη λέξη) ἐκπωλῶ altgriechisch πωλέω-πωλῶ


ξεραίνω

ξεραίνω altgriechisch ξηραίνω


ξέρασμα

ξέρασμα Koine-Griechisch ή μεταγενέστερη ἐξέραμα von altgriechisch ἐξέράω-ῶ (κάνω εμετό, ξερνάω) ἐξ και ἐράω


ξερίζωμα

ξερίζωμα ξεριζώνω altgriechisch ἐκριζόω


ξεριζωμός

ξεριζωμός ξεριζώνω altgriechisch ἐκριζόω


ξεριζώνω

ξεριζώνω mittelgriechisch (ἐ)ξεριζώνω Koine-Griechisch ἐκριζόω / ἐκριζῶ altgriechisch ῥίζα


ξερνώ

ξερνώ mittelgriechisch altgriechisch ἐξερῶ


ξεροβήχω

ξεροβήχω mittelgriechisch ξηρόβηξ ( altgriechisch ξηρός + βήξ


ξερός

ξερός altgriechisch ξερός, ξηρός


ξεροφαγία

ξεροφαγία mittelgriechisch ξεροφαγία altgriechisch ξηρός + -φαγία


ξέρω

ξέρω mittelgriechisch ἠξεύρω/ἐξεύρω altgriechisch ἐξεῦρον, αόριστος του ἐξευρίσκω


ξεσπώ

ξεσπώ mittelgriechisch ξεσπώ altgriechisch ἐκσπάω / ἐκσπῶ


ξεστράβωμα

ξεστράβωμα ξεστραβώνω + -μα ξε- + στραβώνω στραβός altgriechisch στραβός indoeuropäisch (Wurzel) *(s)twer- / *(s)tur- (στρέφω, περιστρέφω)


ξεστραβώνω

ξεστραβώνω ξε- + στραβώνω στραβός altgriechisch στραβός indoeuropäisch (Wurzel) *(s)twer- / *(s)tur- (στρέφω, περιστρέφω)


ξέστρωτος

ξέστρωτος mittelgriechisch ξέστρωτος ξεστρώνω + -τος ξε- + στρώνω Koine-Griechisch στρωννύω / στρώννυμι altgriechisch στόρνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *sterh₃- (τείνω, εκτείνω, εξαπλώνω)


ξετρυπώνω

ξετρυπώνω mittelgriechisch ξετρυπῶ altgriechisch ἐκτρυπῶ


ξεφτέρι

ξεφτέρι mittelgriechisch ξεφτέριν ξυπτέριν ἐξυπτέριον Koine-Griechisch ὀξυπτέριον (για το γεράκι και την ταχύτητά του)[1] altgriechisch ὠκύπτερος ὀξύς, ὠκύς + πτέρυξ indoeuropäischς αρχής, όπως και η συγγενής lateinisch λέξη accipiter (με αιχμηρά φτερά)[2]


ξέφτι

ξέφτι ξεφτώ + -ι altgriechisch ἐκπτύω πτύω


ξεφτίζω

ξεφτίζω altgriechisch ἐκπτύω πτύω


ξεφυσώ

ξεφυσώ mittelgriechisch ξεφυσώ altgriechisch ἐκφυσάω / ἐκφυσῶ ἐκ + φυσάω / φυσῶ indoeuropäisch (Wurzel) *pu- (φυσώ, φουσκώνω)


ξέφωτο

ξέφωτο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ξέφωτος mittelgriechisch ξέφωτος ἐκφωτίζω Koine-Griechisch ἐκφωτίζω ἐκ + φωτίζω altgriechisch φάος / φῶς proto-griechisch *pʰáos indoeuropäisch (Wurzel) *bʰéh₂os *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)


ξεχειμάζω

ξεχειμάζω mittelgriechisch ξεχειμάζω εκχειμάζω ἐκ + altgriechisch χεῖμα


ξεχύνομαι

ξεχύνομαι mittelgriechisch von αόριστο ἐξέχυσα altgriechisch ἐκχέω


ξημερώνω

ξημερώνω mittelgriechisch ξημερώνω ἐξημερώνω ἐξ- + altgriechisch ἡμέρα + -ώνω


ξηραίνω

ξηραίνω altgriechisch ξηρός


ξηροδερμία

ξηροδερμία (entlehnt aus) französisch xérodermie altgriechisch ξηρός + δέρμα


ξηρός

ξηρός altgriechisch ξηρός


ξηροφαγία

ξηροφαγία Koine-Griechisch ξηροφαγία altgriechisch ξηρός + -φαγία


ξίδι

ξίδι mittelgriechisch ξίδι οξίδιν Koine-Griechisch ὀξίδιον altgriechisch ὄξος


ξιφίας

ξιφίας altgriechisch ξιφίας ξίφος


ξίφος

ξίφος altgriechisch ξίφος


ξιφουλκώ

ξιφουλκώ Koine-Griechisch ξιφουλκέω / ξιφουλκῶ altgriechisch ξιφουλκός ξῐ́φος + ἕλκω ((Lehnübersetzung) französisch tirer l’épée)


ξόανο

ξόανο altgriechisch ξόανον ξέω


ξόδι

ξόδι mittelgriechisch ξόδι και ἐξόδιον altgriechisch ἐξόδιον[1] μέλος (το τέλος μιας τραγωδίας)


ξορκίζω

ξορκίζω mittelgriechisch ξορκίζω altgriechisch ἐξορκίζω


ξυλεία

ξυλεία Koine-Griechisch ξυλεία ξυλεύω altgriechisch ξύλον


ξύλινος

ξύλινος altgriechisch ξύλινος


ξύλο

ξύλο altgriechisch ξύλον


ξυλοκέρατο

ξυλοκέρατο altgriechisch ξυλοκέρατον


ξυλοκόπος

ξυλοκόπος altgriechisch ξυλοκόπος ξύλον + κόπτω


ξυλοκοπώ

ξυλοκοπώ altgriechisch ξυλοκοπέω-ῶ ξυλοκόπος


ξυλουργείο

ξυλουργείο ξυλουργός + -είο Koine-Griechisch ξυλουργός altgriechisch ξύλον + ἔργον


ξυλουργός

ξυλουργός Koine-Griechisch ξυλουργός altgriechisch ξύλον + ἔργον


ξυλόφωνο

ξυλόφωνο (entlehnt aus) französisch xylophone altgriechisch ξύλον + φωνή


ξύνω

ξύνω mittelgriechisch ξύνω altgriechisch ξύω


ξύπνημα

ξύπνημα ξυπνώ + -μα mittelgriechisch ξυπνῶ Koine-Griechisch ἐξυπνόω / ἐξυπνῶ ἔξυπνος ἐξ + altgriechisch ὕπνος


ξυπνός

ξυπνός mittelgriechisch ξυπνός Koine-Griechisch ἔξυπνος ἐξ + altgriechisch ὕπνος


ξυπνώ

ξυπνώ mittelgriechisch ξυπνῶ Koine-Griechisch ἐξυπνόω / ἐξυπνῶ ἔξυπνος ἐξ + altgriechisch ὕπνος


ξυπόλυτος

ξυπόλυτος mittelgriechisch ξυπόλυτος ἐξυπόλυτος ἐξυπολύομαι ἐξ + altgriechisch ὑπολύω λύω


ξυράφι

ξυράφι altgriechisch ξυρόν ξυρῶ



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback